του Γιώργου Παυλόπουλου
Κανένα πρόβλημα δεν βλέπει ο Ντόναλντ Τραμπ για τις ΗΠΑ από τις αναταράξεις που προκαλεί στις αγορές η υποψία κήρυξης ενός νομισματικού πολέμου με την Κίνα. «Τεράστια χρηματικά ποσά από την Κίνα και άλλες περιοχές του κόσμου εισρέουν στις ΗΠΑ για λόγους ασφάλειας, επενδύσεων και επιτοκίων! Είμαστε σε μια πολύ ισχυρή θέση. Πλήθος εταιριών έρχεται επίσης στις ΗΠΑ. Τι υπέροχο πράγμα να παρακολουθεί κανείς!», έγραψε σε μήνυμά του στο Tweeter ο Αμερικανός πρόεδρος.
Ανάλογη άποψη έχει και ο επικεφαλής του οικονομικού συμβουλίου του Λευκού Οίκου. «Η οικονομία των ΗΠΑ είναι πολύ ισχυρή. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι. Εμείς είμαστε η μηχανή που την κάνει να κινείται», δήλωσε ο Λάρι Κούντλοου και πρόσθεσε, με περισσή βεβαιότητα και απευθυνόμενος κυρίως προς το Πεκίνο: «Το οικονομικό βάρος πέφτει πολύ περισσότερο στους δικούς τους ώμους».
Σίγουροι για τις δυνατότητες και τις αντοχές τους εμφανίζονται, την ίδια στιγμή, και οι Κινέζοι – έστω κι αν οφείλει να τους αναγνωρίσει κανείς ότι εμφανίζονται σαφώς πιο προσγειωμένοι σε σύγκριση με τον Τραμπ όσον αφορά στις συνέπειες, τονίζοντας ότι δεν θα υπάρχει νικητής και όλοι έχουν να χάσουν από μια τέτοια εξέλιξη.
Το ανησυχητικό είναι ότι αμφότεροι δεν μένουν στα λόγια, αλλά πλέον έχουν προχωρήσει και σε πράξεις. Για του λόγου το αληθές, στα τελευταια δύο επεισόδια του αμερικανοκινεζικού θρίλερ είδαμε αρχικά τον Λευκό Οίκο να ανακοινώνει δασμούς 10% σε εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα αξίας 300 δισ. δολαρίων και στη συνέχεια, το Πεκίνο να απαντά επιτρέποντας τη διολίσθηση της ισοτιμίας του γιουάν κάτω από το ένα προς επτά έναντι του δολαρίου, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά μετά από 11 ολόκληρα χρόνια.
Κίνηση κλιμάκωσης από Κίνα
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια κίνηση κλιμάκωσης από την πλευρά των Κινέζων. «Τι περίμενε, δηλαδή;», όπως ρητορικά έθεσε το ερώτημα η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, ξεκαθαρίζοντας ότι «ο κ. Τραμπ με τους δασμούς του είναι ο αρχιτέκτονας του ασθενέστερου γιουάν, το οποίο ο ίδιος ισχυρίζεται τώρα ότι δεν θέλει».
Ακόμη κι έτσι, πάντως, η ουσία δεν αλλάζει: Ο πόλεμος μοιάζει να περνά σε άλλο επίπεδο και ενέχει πιο έντονα και άμεσα την απειλή της γενίκευσης. «Το κατά πόσο η εμπορική διαμάχη θα μετεξελιχθεί σε ένα εμπορικό πόλεμο δεν είναι ακόμη δεδομένο. Είναι, ωστόσο, καθαρό ότι μια τέτοιου είδους σύγκρουση θα προκαλούσε τεράστιες καταστροφές και στις δύο πλευρές», υπογραμμίζει από την πλευρά της η γερμανική Handelsblatt.
Aπό την πλευρά του, ο επικεφαλής του κλάδου των διεθνών αγορών συναλλάγματος της Bank of America Merrill Lynch, Θάνος Βαμβακίδης, μιλώντας πριν λίγες ημέρες στο δίκτυο του CNBC ισχυρίστηκε πως «βρισκόμαστε ήδη σε ένα νομισματικό πόλεμο, αλλά ουδείς το έχει παραδεχθεί».
Αμείλικτη η ιστορία
Σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανοί θα όφειλαν να είναι πιο προσεκτικοί, ξαναδιαβάζοντας την ιστορία τους. Πολύ απλά, διότι ούτε η εγκατάλειψη του «χρυσού κανόνα» που είχε θεσπιστεί με τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς στις αρχές της δεκαετίας του ''70 και στο φόντο της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης ούτε και η αποδέσμευση από την αρχή του «σκληρού δολαρίου» περίπου σαράντα χρόνια αργότερα και στον απόηχο της κατάρρευσης της Lehman Brothers δεν έφερε τα αποτελέσματα που πιθανώς ανέμεναν οι εμπνευστές αυτών των αποφάσεων. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ δεν σώθηκαν από τις επώδυνες υφέσεις και τα πολλά άλλα προβλήματα που ακολούθησαν.
Οι Κινέζοι, από την άλλη, ασφαλώς θα θυμούνται τι συνέβη πριν από λίγα μόλις χρόνια, το 2015-''16, όταν αναγκάστηκαν να «κάψουν» το ένα από τα τέσσερα τρισ. δολάρια των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων προκειμένου να στηρίξουν το γιουάν και να αποτρέψουν τη μαζική φυγή κεφαλαίων – μιας και από τη στιγμή που αρχίζει η πτώση, μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει μη ελεγχόμενη.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Διότι στη χώρα τους σήμερα, εκτιμάται ότι το άνοιγμα των επιχειρήσεων σε δανεισμό με ρήτρα αμερικανικού νομίσματος πλησιάζει το 1,5 τρισ. και αντιστοιχεί σε περίπου 11% του ΑΕΠ – κάτι που σημαίνει ότι η δυσκολότερη εξυπηρέτηση του παραπάνω ποσού εάν ενισχυθεί το δολάριο μπορεί να προκαλέσει τρομερές αναταράξεις, ακόμη και για το ίδιο το μονοκομματικό καθεστώς.
Υπάρχει, βεβαίως, και ο υπόλοιπος κόσμος που παρακολουθεί με αγωνία. Οι πιο ισχυροί (ανάμεσά τους και η ΕΕ), γνωρίζουν ότι εάν έχουν κάποιες δυνατότητες να βάλουν όρια στον προστατευτισμό σε επίπεδο εμπορίου, όταν η σύγκρουση φτάνει στα νομίσματα, η ελπίδα τους πρακτικά εκμηδενίζεται, καθώς η αλληλεξάρτηση είναι τεράστια και ο ηγεμονικός – άρα και ζωτικός για όλες τις χώρες – ρόλος του δολαρίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Αφήστε που, πρακτικά, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να δηλώσουν και αυτοί συμμετοχή στον αγώνα δρόμου για την υποτίμηση των νομισμάτων τους, ειδάλως θα δουν τις εξαγωγές τους κυριολεκτικά να καταρρέουν.
Όσο για τους πιο αδύναμους, τα πράγματα είναι πιο απλά: Όταν τσακώνονται οι ελέφαντες, την πληρώνουν σίγουρα τα μυρμήγκια. Προφανώς και οι λαοί, μιας και η ιστορία διδάσκει επίσης ότι την οριστική λύση σε αυτές τις ταραγμένες περιόδους δίνει ένας μεγάλος πόλεμος, που δεν διεξάγεται με νομίσματα και εμπορεύματα, αλλά με τα κλασικά όπλα.
AP Photo/Kin Cheung