Του Γιάννη Μαντζίκου
«Μου θυμίζει έντονα από πλευράς κλίματος το 1974» ανέφερε ο Κεν Χιουζ ιστορικός του Κέντρου Μίλερ του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, όταν ρωτήθηκε από την ιστοσελίδα «The Hill» για τις ιστορικές αναλογίες της παραπομπής του Ντόναλντ Τραμπ από τη Βουλή των Αντιπρόσωπων στη Γερουσία για δίκη και ενδεχόμενη καθαίρεση.
Το 1868, όταν ο Άντριου Τζόνσον έγινε ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που παραπεμπόταν για δίκη, φαντάζει και είναι μακρινό, όμως οι δυο πρόσφατες ανάλογες περιπτώσεις, αυτές του Ρίτσαρντ Νίξον και του Μπιλ Κλίντον, απέχουν 45 και 20 χρόνια αντίστοιχα. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, τα νούμερα και τα ποσοστά αποδοχής των Νίξον, Κλίντον και Τραμπ λένε τρεις διαφορετικές ιστορίες και δείχνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η μεν πρώτη υπόθεση αφορούσε την διάρρηξη στην έδρα της Εθνικής Επιτροπής Δημοκρατικών (DNC) στο συγκρότημα γραφείων Γουότεργκειτ στην Ουάσιγκτον, στις 17 Ιουνίου του 1972 και την απόπειρα συγκάλυψης σε αυτές τις ενέργειες από τον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Νίξον και της κυβέρνησής. Το γεγονός ότι εκείνη την εποχή πάνω από 80% των Αμερικανών παρακολουθούσε τις εξελίξεις από την τηλεόραση και μάλιστα κατά την διάρκεια της λεγόμενης «prime time» (ώρας αιχμής), έπαιξε σημαντικό ρόλο στο λεγόμενο «δημόσιο αίσθημα». Στις αρχές του καλοκαιριού του 1974, ο Νίξον εν τέλει παραπέμφθηκε από τη Βουλή στη Γερουσία για δίκη, ωστόσο πριν καν ξεκινήσει η διαδικασία παραιτήθηκε αφού είχε καταλάβει ότι αποτελούσε «βαρίδι» για τους Ρεπουμπλικάνους. Ειδικότερα τον Ιούνιο του 1974, η αποδοχή του Νίξον από το ίδιο του το κόμμα είχε κατακρημνιστεί φτάνοντας στο 50%, από 85% στις αρχές του 1973, ενώ σε εθνικό επίπεδο είχε φτάσει το 24%.
25 χρόνια αργότερα στην υπόθεση της ασκούμενης στον Λευκό Οίκο Μόνικα Λεβίνσκι, τα πράγματα για τον Μπιλ Κλίντον ήταν διαφορετικά, αφού παρά το γεγονός ότι παραδέχθηκε ότι είπε ψέματα για την σχέση του μαζί της και παραπέμφθηκε από τη Βουλή για δίκη στη Γερουσία, το σώμα τον αθώωσε πανηγυρικά. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ο Κλίντον παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλής στους κόλπους των Δημοκρατικών, με ποσοστά που άγγιζαν τον 85%, ενώ η αποδοχή του από τους Αμερικανούς, ανεξαρτήτως κόμματος, άγγιζε το 69%.
Τα κοινά των περιπτώσεων Κλίντον και Νίξον είναι ότι έλαβαν χώρα σε περιόδους που κυριαρχούσαν επί το πλείστον τα παραδοσιακά μέσα (τηλεόραση, εφημερίδες και ραδιόφωνο), εν αντιθέσει με του Τραμπ όπου το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν το στίγμα.
Επιπροσθέτως, ο σημερινός πρόεδρος κατηγορείται ότι άσκησε πιέσεις στην Ουκρανία να ερευνήσει την οικογένεια του πολιτικού του αντιπάλου Τζο Μπάιντεν, παρακρατώντας στρατιωτική βοήθεια 400 εκατομμυρίων δολαρίων, κατά τη διάρκεια τηλεφωνήματος με τον Ουκρανό ομόλογο του στις 25 Ιουλίου. Εν τούτοις, σε όρους κομματικής συσπείρωσης τα μέλη του λεγόμενου «GOP» (Παλιό Μεγάλο Κόμμα) εγκρίνουν το έργο του Τραμπ κατά το 92%, κάτι που αν μη τι άλλο αποτυπώνει και τις προθέσεις των γερουσιαστών του κόμματος, οι οποίοι θα κληθούν να αποφασίσουν αν ο πρόεδρος είναι ένοχος ή όχι στις αρχές του νέου έτους.
Με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται απίθανο να πειστούν ότι ο πρόεδρός τους έκανε κατάχρηση της εξουσίας του και επιχείρησε να παρακωλύσει τη λειτουργία του Κογκρέσου. Εξάλλου, ο Τραμπ καταγράφει την υψηλότερη δημοτικότητα που έχει σημειώσει, με τις θετικές γνώμες για τα πεπραγμένα του στο 43% του γενικού δείγματος και τις αρνητικές στο 52%, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Κουίνιπιακ, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη.
Εν κατακλείδι, τα μέλη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος δείχνουν όπως και οι ομόλογοι τους του Δημοκρατικού το 1999, να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι στον ορίζοντα υπάρχουν εκλογές και ότι είναι προς το συμφέρον τους να παραμείνουν πιστοί στον πρόεδρο.