Λετονικές εταιρείες που ειδικεύονται στην κατασκευή σκεπών, Νοτιοκορεάτες έμποροι, παραγωγοί πράσινων καυσίμων από τη Δανία και ξυλείας από την Αυστρία. Τιτάνες του ιδιωτικού κεφαλαίου από τη Νέα Υόρκη και διαχειριστές εγκαταστάσεων σκυροδέματος από τη Γερμανία.
Χιλιάδες επιχειρήσεις απ' όλο τον κόσμο παίρνουν θέσεις για να είναι έτοιμοι όταν δοθεί το σήμα της έναρξης του Ελντοράντο της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας μόλις τελειώσει ο πόλεμος, όπως αναφέρουν στο σχετικό ρεπορτάζ τους οι New York Times.
Εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία και εργοστάσια έχουν καταστραφεί μαζί με κρίσιμες ενεργειακές εγκαταστάσεις και χιλιόμετρα δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών και λιμανιών.
Η βαθιά ανθρώπινη τραγωδία αποτελεί αναπόφευκτα και μια τεράστια οικονομική ευκαιρία, την οποία ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Ζελένσκι παρομοίασε με το Σχέδιο Μάρσαλ, το πρόγραμμα των ΗΠΑ που παρείχε βοήθεια στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρώτες εκτιμήσεις για το κόστος της ανοικοδόμησης των φυσικών υποδομών κυμαίνονται από 138 δισεκατομμύρια δολάρια έως 750 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η προοπτική αυτού του πακτωλού χρημάτων εμπνέει αλτρουιστικές παρορμήσεις και επιχειρηματικό όραμα, έξυπνη επιχειρηματική στρατηγική αλλά και καιροσκοπισμό για αυτό που το ουκρανικό εμπορικό επιμελητήριο διατυμπανίζει ως «το μεγαλύτερο εργοτάξιο στον κόσμο!»
Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι τελικά θα προχωρήσει αυτό το μεγαλεπήβολο όραμα. Η Ουκρανία, της οποίας η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 30% πέρυσι, χρειάζεται απεγνωσμένα κεφάλαια μόνο για να συνεχίσει να λειτουργεί και να κάνει επείγουσες επισκευές. Η μακροπρόθεσμη βοήθεια για την ανοικοδόμηση θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την έκβαση του πολέμου, αλλά και από το πόσα χρήματα θα διαθέσουν η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι σύμμαχοι.
Και παρόλο που οι ιδιώτες επενδυτές φλερτάρουν, λίγοι είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν τη δέσμευση χρημάτων από τώρα, καθώς η σύγκρουση φαίνεται να έχει μπει σε τροχιά παράτασης.
Για τις επιχειρήσεις, ένα κρίσιμο ζήτημα είναι ποιος θα ελέγχει τα χρήματα. Αυτό είναι ένα ερώτημα που η Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και παγκόσμιοι οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα - οι μεγαλύτεροι δωρητές και δανειστές - συζητούν έντονα.