Του Γιώργου Παυλόπουλου
Καταιγιστικές ήταν οι ειδήσεις που έφταναν χθες, μέσω του – κρατικά ελεγχόμενου – ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων Tass, αναφορικά με νέες συμφωνίες για την στρατιωτική συνεργασία Ρωσίας και Ινδίας. Πηγή τους ήταν η έκθεση για εξοπλισμούς DefExpo-2020, η οποία πραγματοποιείται από την Τετάρτη (και ολοκληρώνεται αύριο) στο ινδικό κρατίδιο Ούταρ Πράντες, με έντονη ρωσική παρουσία.
Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, λοιπόν, βρίσκονται στο στάδιο της υπογραφής συμβόλαια που αφορούν την προμήθεια από τις ένοπλες δυνάμεις της Ινδίας αεροσκαφών, ναρκαλιευτικών και άλλων πλοίων, υποβρυχίων, ελικοπτέρων πολλαπλού ρόλου και Καλάσνικοφ νέας γενιάς, καθώς και για την αναβάθμιση των τεθωρακισμένων και των πυραύλων που περιλαμβάνει ήδη το οπλοστάσιό της. Μάλιστα, η διαδικασία θα γίνει με τη διαδικασία της συμπαραγωγής, γεγονός που αποδεικνύει τη στενή διμερή σχέση και το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει εδραιωθεί, τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα.
Φυσικά, δεν χρειαζόταν να φτάσουμε στην συγκεκριμένη έκθεση για να καταλήξουμε στο παραπάνω συμπέρασμα. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι εκτός από την Τουρκία, και η Ινδία έχει παραγγείλει και έχει ήδη καταβάλλει προκαταβολή για το πυραυλικό σύστημα αεράμυνας S-400 (η συνολική αξία φτάνει τα 5,5 δισ. δολάρια), του οποίου η παράδοση αναμένεται να ξεκινήσει το αργότερο στις αρχές του 2021 και να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2024 το αργότερο.
Συμφωνία Πούτιν - Μόντι
Εξάλλου, τα προαναφερθέντα συμβόλαια, αξίας πολλών δεκάδων δισ. δολαρίων, δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά τα βήματα υλοποίησης της συμφωνίας στην οποία είχαν καταλήξει τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ινδός πρωθυπουργός και ηγέτης του ακραία εθνικιστικού κόμματος BJP, Ναρέντρα Μόντι, κατά τη συνάντησή τους στο Βλαδιβοστόκ. Εκεί, δηλαδή, όπου ο Μόντι εμφανίστηκε αποφασισμένος να αγνοήσει τις απειλές κυρώσεων εκ μέρους των ΗΠΑ στην περίπτωση που θα προχωρούσε στην εμβάθυνση των σχέσεων της χώρας του με τη Ρωσία – και ειδικά στην αγορά των S-400.
Στο ίδιο πλαίσιο, τον Ιανουάριο, εγκαινιάστηκε η πρώτη μόνιμη ινδική μοίρα που αποτελείται από τα ειδικά διαμορφωμένα ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη Sukhoi-30MKI. Σημειώνεται ότι το Νέο Δελχί σχεδιάζει να αγοράσει συνολικά 42 από αυτά, ενώ έχει επιταχύνει τις διαδικασίες στην προσπάθειά του να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μετά και τα σχετικά πρόσφατα «θερμά επεισόδια» με το Πακιστάν (με επίκεντρο το διαφιλονικούμενο Κασμίρ) – η δύναμη κρούσης της αεροπορίας του οποίου αποτελείται κυρίως από αμερικανικά F-16, ενισχύεται όμως σταδιακά και με κινεζικά μαχητικά.
Βεβαίως, οι σχέσεις Ρωσίας-Ινδίας δεν εξαντλούνται στους εξοπλισμούς. Για του λόγου το αληθές, το ύψος των διμερών εμπορικών συναλλαγών αναμένεται να φτάσει στα 25 δισ. δολάρια ως το 2025, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τομέα της ενέργειας, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν για την κατασκευή ενός αγωγού που να συνδέει απευθείας τις δύο χώρες. Αυτό συμβαίνει τόσο εξαιτίας της «δίψας» της αναπτυσσόμενης ινδικής οικονομίας όσο και επειδή η Μόσχα επιδιώκει να διαφοροποιήσει το πελατολόγιό της και να μην εξαρτάται σε τόσο μεγάλο βαθμό από την Ευρώπη και την Κίνα.
Ο «γρίφος» της Κίνας
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως οι σχέσεις Ρωσίας και Ινδίας έχουν σημαντική προϊστορία. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, από τη στιγμή δηλαδή που ο Πούτιν ανέλαβε τα ηνία από τον Μπορίς Γέλτσιν, το Κρεμλίνο επιχείρησε να κατοχυρωθεί ως ο πλέον αξιόπιστος διεθνής εταίρος της δεύτερης πολυπληθέστερης χώρας του πλανήτη, εκμεταλλευόμενος και τις κυρώσεις που της είχαν επιβληθεί για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Κάπως έτσι, οι δύο από τις πέντε χώρες που απαρτίζουν την αποκαλούμενη ομάδα των BRICS (μαζί με Κίνα, Βραζιλία και Νότιο Κορέα) οικοδομούν μια στρατηγικής φύσης συνεργασία. Στην περίπτωση δε που καταστεί εφικτό να οικοδομηθεί ένα «τρίγωνο» με τη συμμετοχή και της Κίνας – κάτι που για την ώρα μοιάζει πολύ δύσκολο, εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού της με την Ινδία – τότε το ερώτημα της κυριαρχίας στην Ασία τον 21ο αιώνα θα έχει σχεδόν βρει την απάντησή του.