Με διαδικασίες εξπρές ολοκληρώνεται η δεύτερη δίκη του Ντόναλντ Τραμπ σε διάστημα ενός έτους, με τους γερουσιαστές να καλούνται να αποφασίσουν αν ο πρώην πρόεδρος υποκίνησε την επίθεση των υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου, σε μια ύστατη προσπάθεια να παραμείνει στην εξουσία, μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Βάσει του κατηγορητηρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Γερουσία καλείται να απαντήσει σε ένα και μοναδικό ερώτημα: Κατά πόσον ο πρώην πρόεδρος «υποκίνησε σε ανταρσία» τον όχλο που εισέβαλε στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου, προσπαθώντας να ακυρώσει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Οι Δημοκρατικοί κατήγοροι του Τραμπ τόνισαν, στις καταληκτικές αγορεύσεις τους, ότι είναι ζωτικής σημασίας να καταδικαστεί, διότι σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να επαναλάβει ανάλογες προκλήσεις κατά της αμερικανικής Δημοκρατίας.«Αν επιστρέψει στην εξουσία και συμβεί κάτι ανάλογο και πάλι, δεν θα έχουμε κανέναν άλλο να κατηγορήσουμε παρά μόνον τους εαυτούς μας», προειδοποίησε ο επικεφαλής των Δημοκρατικών «εισαγγελέων» Τζέιμι Ράσκιν.
Ο Τραμπ, ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που παραπέμφθηκε δύο φορές και ο πρώτος που δικάζεται αφού έχει αποχωρήσει από το αξίωμα, μοιάζει αδύνατο να καταδικαστεί παρά τα στοιχεία εις βάρος του. Αυτό διότι θα πρέπει να ψηφίσουν εναντίον του τουλάχιστον 17 Ρεπουμπλικάνοι, έτσι ώστε να επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων του Σώματος, μαζί με τις ψήφους των 50 Δημοκρατικών γερουσιαστών.
Το ενδεχόμενο αυτό έγινε ακόμα απίθανο μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης του επικεφαλής της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων Μιτς ΜακΚόνελ να ψηφίσει υπέρ της αθώωσης του Τραμπ.
Αυτή τη στιγμή μόνο έξι Γερουσιαστές των Ρεπουμπλικάνων δείχνουν πρόθυμοι να καταδικάσουν τον πρώην πρόεδρο και αυτοί είναι οι: Λίζα Μαρκαουσκι, Σούζαν Κόλινς, Μιτ Ρομνεϊ, Μπεν Σάσε, Πατ Τουμι και o Μπιλ Κάσιντι.
Στην απίθανη περίπτωση που κριθεί ένοχος o Τραμπ, η Γερουσία μπορεί να ψηφίσει για να του απαγορεύσει να διεκδικήσει ξανά οποιοδήποτε ομοσπονδιακό αξίωμα.
Υπενθυμίζεται πάντως, ότι ένας ακομα λόγος που η δίκη έπρεπε να επισπευσθεί ήταν η απροθυμία του Λευκού Οίκου αλλά και των Γερουσιαστών να τραβήξει η διαδικασία επί μακρόν, την ώρα μάλιστα που η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κορονοϊό και την ανάγκη για ένα νέο πακέτο στήριξης της οικονομίας.