Μετά την πολυτάραχη περίοδο που ακολούθησε το σκάνδαλο της Petrobras, η κρατική πετρελαϊκή της Βραζιλίας βρέθηκε να είναι η εταιρεία με τα μεγαλύτερα χρέη παγκοσμίως. Στο τέλος του 2015, το χρέος της Petrobras είχε αγγίξει τα 157 δισ. δολάρια, ωστόσο μέχρι το τέλος του 2016 κατάφερε να το μειώσει κατά 21,7% στα 123 δισ. δολάρια.
Η πετρελαϊκή πέρασε από μια μεγάλη περίοδο ανακατατάξεων, όπου μετατράπηκε μεταξύ άλλων σε καθαρό εξαγωγέα του εμπορεύματος, με τις εξαγωγές πετρελαίου από το '15 στο '16 να διπλασιάζονται σχεδόν, με ένα «άλμα» από τα 166.000 στα 329.000 βαρέλια ανά ημέρα.
Τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοίνωσε η εταιρεία στα τέλη Μαρτίου δείχνουν πως κατάφερε να αντιστρέψει τις ζημιές του γ' τριμήνου (5,2 δισ. δολ.) σε κέρδη ύψους 796,6 εκατ. δολάρια στο δ' τρίμηνο του 2016.
Υπενθυμίζεται ότι στο σκάνδαλο της Petrobras – σύμφωνα με εισαγγελείς - πάνω από 20 κορυφαίες κατασκευαστικές εταιρείες της Βραζιλίας είχαν συστήσει καρτέλ το οποίο, χάρη σε δωροδοκίες ύψους 6,2 δισ. ρεάις, εξασφάλιζε συμβάσεις οι οποίες επιβάρυναν την δημόσια επιχείρηση πετρελαίου με γιγαντιαία εικονικά κόστη. Οι δωροδοκίες των εργολάβων κατέληγαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς διεφθαρμένων στελεχών της Petrobras και στα ταμεία πολιτικών κομμάτων.
Μέχρι σήμερα, έχουν ασκηθεί διώξεις σε βάρος 97 προσώπων για ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά και σύσταση καρτέλ. Διεξάγεται παράλληλα έρευνα σε βάρος περίπου 50 πολιτικών για δωροληψία.
Μάλιστα, το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε το πράσινο φως για να αρχίσουν έρευνες σε βάρος 108 πολιτικών, μεταξύ των οποίων οκτώ υπουργοί της κυβέρνησης Temer, ο επιτελάρχης του προέδρου, ο δήμαρχος του Ρίο, δεκάδες βουλευτές και γερουσιαστές και τέσσερις πρώην πρόεδροι.
Εκατομμύρια δολάρια χαμένα στη μαύρη αγορά
Εκτός από την ήδη δύσκολη κατάσταση λόγω του σκανδάλου, η Petrobras έχει να αντιμετωπίσει την κλοπή πετρελαίου από τους αγωγούς της στην περιοχή ανάμεσα στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στο Σάο Πάολο. Σύμφωνα με το Reuters, τα περιστατικά που εντόπισε η αστυνομία ήταν μόλις ένα το 2014, ανέβηκαν στα 14 το 2015 κι έφτασαν τα 73 το 2016.
Ειδικότερα, οι έρευνες της αστυνομίας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συμμορίες, οι οποίες μέσα από ένα πολύπλοκο σύστημα αγωγών κλέβουν πετρέλαιο, ντίζελ και απλή βενζίνη από το διυλιστήριο Duque de Caxias λίγο έξω από το Ρίο.
Οι συμμορίες αυτές βγάζουν εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, πουλώντας το εμπόρευμα στη μαύρη αγορά. Εν μέσω μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης στη Βενεζουέλα, το παράνομο εμπόριο πετρελαίου είναι μια πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση.
Εκτός από την επιδίωξη της κερδοφορίας, σύμφωνα με μελέτες, υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για την θεαματική αυτή αύξηση της παραβατικότητας τέτοιου τύπου. Για παράδειγμα, η ολοένα αυξανόμενη οργή απέναντι σε μια κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία παρά την πληθώρα σκανδάλων, μπορεί να αποτελέσει ισχυρό πολιτικό κίνητρο.
Επίσης, η δυσχερής οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων στρωμάτων και η κοινωνική ανισότητα που κυριαρχεί στη Βραζιλία μπορεί να οδηγήσει και αυτή στην ανάγκη εξεύρεσης πετρελαίου, με στόχο τη θέρμανση.
Μετά την κλοπή του πετρελαίου, οι συμμορίες επεξεργάζονται το εμπόρευμα σε δικά τους διυλιστήρια.
«Ούτε η Petrobras δε γνωρίζει ακριβώς πόσο πετρέλαιο χάνεται», αναφέρει ο Giniton Lages, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Ρίο. Η αστυνομία υποπτεύεται ότι οι συμμορίες έχουν βοήθεια εκ των έσω, από κάποιον υπάλληλο της ίδιας της εταιρείας.
«Ήξεραν τι καύσιμο περιέχει κάθε αγωγός και ποιο είναι το ιδανικό σημείο για να τοποθετηθεί μηχανισμός χωρίς να αλλάξει η πίεση της ροής, με αποτέλεσμα να το προσέξει το σύστημα ασφαλείας της εταιρείας», πρόσθεσε ο G. Lages.
Σημειώνεται πως παρότι στη Νιγηρία, για παράδειγμα, η κλοπή πετρελαίου από τοπικές συμμορίες είναι σύνηθες φαινόμενο – το οποίο μάλιστα προκαλεί συχνά τεράστιες περιβαλλοντικές καταστροφές λόγω των κηλίδων που δημιουργούνται – στη Βραζιλία πρόκειται για «καινούριο» πρόβλημα.
Οι πετρελαιοκηλίδες μπορούν να κοστίσουν αρκετά χρήματα στον παραγωγό, καθώς χρειάζονται επισκευές – πέρα από την απώλεια παραγωγής – ενώ υπάρχουν και δαπάνες που σχετίζονται με την περιβαλλοντική καταστροφή, που αυξάνουν την πίεση και την αβεβαιότητα στους επιχειρηματίες που αναζητούν μακροχρόνιες επενδύσεις. Με άλλα λόγια, μπορούν να κοστίσουν δισεκατομμύρια δολάρια.
Επιμέλεια: Δανάη Μαραγκουδάκη