Οι Ηνωμένες Πολιτείες ψηφίζουν σε μία ιστορική προεδρική αναμέτρηση με παγκόσμιες προεκτάσεις και όλα είναι ανοιχτά. Για τον Βλαντιμίρ Πούτιν η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ είναι η πιο συμφέρουσα έκβαση, αλλά ακόμα καλύτερη για το Κρεμλίνο θα ήταν η βύθιση της Αμερικής σε μετεκλογικό χάος με ένα αμφισβητούμενο εκλογικό αποτέλεσμα. Όσο για την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, «βλέπει» τις ΗΠΑ αποφασισμένες να ανασχέσουν την επιρροή του μεγαλύτερου οικονομικού ανταγωνιστή τους ανεξαρτήτως νικητή.
Η στάση του Ντόναλντ Τραμπ όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη συνέχιση της αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, η εμφανής απροθυμία του να κατηγορήσει ευθέως τον Πούτιν για την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στο ουκρανικό έδαφος, η άρνηση να δηλώσει στο προεδρικό ντιμπέιτ εάν θέλει να δει το Κίεβο να κερδίζει αυτό τον πόλεμο, και ο πιθανός αντίκτυπος μίας προεδρίας του ως προς τη συνοχή του ΝΑΤΟ και την αμερικανική «ομπρέλα ασφαλείας» στους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους, καθιστούν προφανώς τον πρώην πρόεδρο την προτιμώμενη επιλογή για τη Μόσχα.
Το Κρεμλίνο, ωστόσο, αυτή τη φορά φροντίζει να κρατά τον πήχη χαμηλά μετά την εμπειρία της πρώτης θητείας Τραμπ, που ξεκίνησε με σαμπάνιες στη Δούμα το Νοέμβριο του 2016 για να ακολουθήσουν βαριές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, με τις διμερείς σχέσεις που είχαν αρχίσει να «παγώνουν» επί Ομπάμα, να επιδεινώνονται κατά την προεδρία Τραμπ και εν τέλει να καταρρέουν επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν λόγω της εισβολής στην Ουκρανία. Σαμπάνιες ως φαίνεται φέτος θα ανοίξουν στη Μόσχα μόνο εάν ένα οριακό αποτέλεσμα αμφισβητηθεί εκ μέρους του Τραμπ και οι Ηνωμένες Πολιτείες παγιδευτούν σε χάος και πόλωση, αφήνοντας χώρο στη Μόσχα να προωθήσει τα στρατηγικά της συμφέροντα. Στο μέτωπο της Ουκρανίας, ήδη έχει εκμεταλλευτεί την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας για να ανοίξει ένα νέο, επικίνδυνο κεφάλαιο με τη στρατιωτική πλέον εμπλοκή της Βόρειας Κορέας.
Καθώς ο πόλεμος εκτείνεται στο τρίτο έτος, η Κάμαλα Χάρις αναμένεται να συνεχίσει στα βήματα του Τζο Μπάιντεν, αν και σε κάθε περίπτωση το μέλλον δεν εξαρτάται μόνο από την προεδρία αλλά και από τις ισορροπίες που θα προκύψουν στο Κογκρέσο. Ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι η σχέση του με τον Βλ. Πούτιν και η «ισχύς» του μπορούν να φέρουν τη λήξη του πολέμου σε ένα 24ωρο. Αρνείται να περιγράψει λεπτομερώς την στρατηγική του, ωστόσο πρόσφατα σχόλιά του κατά των κυρώσεων γενικότερα υποδηλώνουν ότι θα μπορούσε ακόμη και να άρει εκείνες κατά της Ρωσίας ως κίνητρο προς διευθέτηση. Παράλληλα, το περιβάλλον του έχει υπαινιχθεί ότι θα μπορούσε να «τραβήξει την πρίζα» από τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας ως πίεση για να προσέλθει στο «τραπέζι» μίας διαπραγμάτευσης που θα μπορούσε να σημάνει έως και την απώλεια του 20% της επικράτειάς της.
Οι πολιτικοί εμπειρογνώμονες που εκφράζουν το καθεστώς Πούτιν και τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης παράγουν ικανές αναλύσεις των ζητημάτων που διακυβεύονται στις αμερικανικές εκλογές, προτάσσοντας το βάθος των διαιρέσεων μεταξύ των ελίτ και της κοινωνίας και αξιολογώντας τη δυναμική της απομάκρυνσης των Ηνωμένων Πολιτειών από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Περισσότερο στο «θέαμα» των αμερικανικών εκλογών, παρά στην ουσία, εστιάζουν την ίδια στιγμή τα επίσης ελεγχόμενα από το κράτος κινεζικά μέσα ενημέρωσης, απηχώντας τη γενική αίσθηση πως ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει, οι εντάσεις στις σχέσεις Πεκίνου-Ουάσινγκτον θα παραμείνουν.
Αν και «κυνηγούν» αμφότεροι το στόχο για μία εναλλακτική παγκόσμια τάξη μακριά από την ηγεμονία των ΗΠΑ, οι Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία όσον αφορά το τι προσβλέπουν από τις αμερικανικές κάλπες δεδομένου ότι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί ευθυγραμμίζονται σε ζητήματα όπως ο ανταγωνισμός με την Κίνα, η προστασία της εγχώριας παραγωγής, το εξωτερικό εμπόριο και η βιομηχανική παραγωγή, καθώς και η πρόσβαση σε στρατηγικές τεχνολογίες.
Στο Πεκίνο θεωρούν ότι με όποια κυβέρνηση, η Ουάσινγκτον θα κινηθεί προς περιορισμό της κινεζικής ανόδου στην παγκόσμια σκηνή, εξ ου και η Κίνα έχει υιοθετήσει μια προσεκτική στρατηγική που αποσκοπεί κυρίως στην ήττα υποψηφίων για το Κογκρέσο που έχουν λάβει σκληρή θέση απέναντι στον στόχο του Πεκίνου να ελέγξει την Ταϊβάν. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, έχει «στοχεύσει» με εκστρατείες παραπληροφόρησης τις αμφίρροπες πολιτείες των ΗΠΑ, όπως η Πενσιλβάνια και η Τζόρτζια, επιδιώκοντας να γείρει την πλάστιγγα προς την πλευρά του Τραμπ.
Αυτή είναι η τελική εκτίμηση αξιωματούχων των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που πηγάζει από τις τακτικές επιρροής που ανέπτυξε καθ’ οδόν προς τις κάλπες κάθε αντίπαλος των ΗΠΑ, καθώς και από τις γεωπολιτικές πραγματικότητες. Η Ρωσία επιθυμεί διακαώς μία νίκη Τραμπ, ενώ η Κίνα παραμένει αρκετά αδιάφορη για εάν θα βρίσκεται η Χάρις ή ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, καθώς «βλέπει» και τις εντάσεις και τους δασμούς να συνεχίζονται.
Ο Τραμπ έχει απειλήσει με ακόμη υψηλότερους δασμούς, αλλά μπορεί να αποδειχθεί λιγότερο «απειλητικός» στο ζήτημα της Ταϊβάν απ' ό,τι υπήρξε ο Τζο Μπάιντεν και θα είναι ενδεχομένως η Κάμαλα Χάρις. «Η Κίνα δεν βλέπει κανένα πλεονέκτημα στην υποστήριξη ή στη δυσφήμιση οποιουδήποτε προεδρικού υποψηφίου. Έτσι, είναι λίγο πιο προσεκτικοί στο να παίρνουν ρίσκα», αναφέρουν πηγές των υπηρεσιών πληροφοριών στο Foreign Policy. «Η Κίνα επιδιώκει να επηρεάσει τις αναμετρήσεις για το Κογκρέσο ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης», έχει επισημάνει η Τζεν Όστερλι, επικεφαλής της Υπηρεσίας Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών (CISA).
Στο «καυτό» ζήτημα της Κίνας, υπάρχει σταθερή δικομματική συναίνεση ότι αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και για την παγκόσμια τάξη. Αν και υπάρχουν διαφωνίες ως προς τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να αντιμετωπιστεί η Κίνα, οι κινήσεις για την υπερίσχυση στον μεταξύ τους ανταγωνισμό αναμένεται να καθοδηγήσουν την εξωτερική, αλλά και την οικονομική πολιτική της Ουάσινγκτον, ανεξαρτήτως νικητή στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές. Η δέσμευση των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ταϊβάν είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό δικομματική.
Παραμένουν, όμως, σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι δύο πλευρές «βλέπουν» το ρόλο των συμμάχων στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας. Ο Ντόναλντ Τραμπ πιθανότατα θα ακολουθούσε μία πιο μονομερή προσέγγιση έναντι της Κίνας, «τιμωρώντας» τους Ευρωπαίους συμμάχους εάν δεν ακολουθήσουν. Μία ρεπουμπλικανική κυβέρνηση αναμένεται ότι θα είναι είναι πιο συναλλακτική στη σχέση της με την ΕΕ και θα εξαρτήσει τις εμπορικές της πολιτικές έναντι της Ευρώπης από τη στρατηγική της τελευταίας έναντι της Κίνας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη απειλήσει να αναβιώσει τον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε κατά την πρώτη του θητεία, κατά την οποία επέβαλε δασμούς αξίας 250 δισ. δολαρίων στις κινεζικές εισαγωγές. Έχει δηλώσει ότι εάν επανεκλεγεί, θα αυξήσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα κατά 60-100%, αλλά θα επιβάλλει και δασμούς ύψους 10% σε όλες τις αμερικανικές εισαγωγές, γεγονός που θα έλθει να πλήξει την ευρωπαϊκή οικονομία. Η Χάρις έχει επικρίνει τα περί καθολικών δασμών, όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα έκανε πίσω στους τρέχοντες δασμούς, όπως αυτούς για τα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα ή τα ηλιακά πάνελ που επιβλήθηκαν κατά τη θητεία Μπάιντεν.
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές έρχονται εν μέσω οικονομικής επιβράδυνσης για την Κίνα, η οποία αντιμετωπίζει αδύναμη καταναλωτική εμπιστοσύνη και ύφεση στην αγορά ακινήτων. Μέτρα τόνωσης αναμένεται να ανακοινωθούν αργότερα αυτή την εβδομάδα, με το μέγεθός τους να εξαρτάται πιθανότατα από το αποτέλεσμα των εκλογών, όπως δήλωσαν αναλυτές στο CNBC. Μία νίκη Τραμπ θα σήμαινε σχεδόν σίγουρα ένα μεγαλύτερο κινεζικό πακέτο τόνωσης της εγχώριας ζήτησης.