«Οι ένορκοι δεν έχουν ακόμη επιστρέψει – the jury is still out» είναι η γνωστή αγγλική ρήση που εκφράζει ένα καθεστώς συνεχιζόμενης αναμονής για την τελική ετυμηγορία.
Ισχύει νομίζω η ρήση για τον ρόλο που αναμένεται να διαδραματίσουν το φυσικό αέριο και οι πυρηνικοί αντιδραστήρες στη διαδικασία της πράσινης μετάβασης του Ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος. Η σχετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) για την ταξινόμηση, τον κατάλογο δηλαδή των επενδύσεων που μπορούν να επιδοτηθούν με Ευρωπαϊκά κονδύλια, δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα και είναι κλασσική εφαρμογή της αρχής του «ναι μεν αλλά».
Το «ναι μεν» αφορά εξ ίσου και τις δύο μορφές ενεργειακής παραγωγής, αλλά το «αλλά» είναι σαφώς διαφοροποιημένο. Είναι πολύ σαφέστερο, αυστηρότερο και με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα για το φυσικό αέριο για το οποίο, μεταξύ άλλων, προδιαγράφει ένα περίπου τεχνο-οικονομικά ανέφικτο όριο εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, τα 100 γρ. ανά κιλοβατώρα παραγόμενου ηλεκτρισμού, ενώ για μονάδες κατασκευασμένες πριν το 2030 απαιτεί να εκπέμπουν διαχρονικά λιγότερο από 270 γρ. ανά κιλοβατώρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το φυσικό αέριο δεν θα μπορέσει να διαδραματίσει τον ρόλο της «γέφυρας προς το καταπράσινο μέλλον» παρά μόνο αν η χρήση του συνυπάρξει με (τις ακόμη πολύ ακριβές) μονάδες δέσμευσης και αποθήκευσης των εκπομπών. Αντίθετα, οι απαιτήσεις για την πυρηνική ενέργεια αναφέρονται με σχετική γενικότητα χωρίς να τίθεται απώτερος χρονικός περιορισμός για τη χρήση της.
Η αποδόμηση της πυρηνικής ενέργειας φαίνεται λοιπόν ότι είναι πιο δύσκολο εγχείρημα από ότι επιμένουν οι πολυπληθείς στη χώρα μας αντιφρονούντες. Το μεγάλο πρόβλημα των αποβλήτων εμφανίζεται, σύμφωνα με τις μελέτες της ΕΕ, ως διαχειρίσιμο. Η πυρηνική ενέργεια, γράφει η Έκθεση, παράγει κυρίως ραδιενεργά απόβλητα χαμηλού επιπέδου, για τα οποία υπάρχουν εγκαταστάσεις διάθεσης που λειτουργούν εδώ και δεκαετίες, ενώ τα ραδιενεργά απόβλητα υψηλού επιπέδου αντιπροσωπεύουν το 1% των συνολικών πυρηνικών αποβλήτων. Για τα τελευταία αναφέρεται, πάλι με κάποια γενικότητα, ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει έως το 2050 να έχουν θέσει σε εφαρμογή λεπτομερές σχέδιο για τη λειτουργία μιας εγκατάστασης διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων υψηλού επιπέδου.
Είναι οπωσδήποτε αλήθεια ότι τα ονόματα Τσέρνομπιλ και Φουκουσίμα δημιουργούν φρικιαστικές αναμνήσεις και για αυτό, κάθε κείμενο που εναντιώνεται στην πυρηνική ενέργεια δεν παραλείπει να τα υπενθυμίζει. Η άλλη πλευρά όμως, που φαίνεται ότι περιλαμβάνει και τις ειδικές επιτροπές της ΕΕ, υποστηρίζει ότι οι νέας τεχνολογίας μικροί αντιδραστήρες δεν έχουν καμία ομοιότητα και δεν υπόκεινται στους κινδύνους σε σχέση με τους παλιούς μεγάλους αντιδραστήρες, στους οποίους δημιουργήθηκαν τα πράγματι τραγικά δυστυχήματα.
Δεν υπάρχει πουθενά τέτοιου είδος μικρού αντιδραστήρα που να λειτουργεί, επιμένει ο αντίλογος.
Παραλείπονται στον τελευταίο ισχυρισμό δύο πραγματικά γεγονότα: Πρώτον, ότι o Ρωσικός Akademik Lomonosov που παράγει ενέργεια από δύο μικρούς αντιδραστήρες των 35 MW(ε), σηματοδότησε το πρώτο έτος λειτουργίας του τον Μάιο του 2021 και ότι τον Σεπτέμβριο του 2021 ξεκίνησε η λειτουργία του HTR-PM της Κίνας με δύο μονάδες αντιδραστήρων που οδηγούν έναν στρόβιλο 200MW. Επίσης ότι σε προχωρημένο στάδιο κατασκευής βρίσκεται το 27MW Argentine CAREM εμπορικού σχεδιασμού 150-300MW και ότι άλλοι μικροί αντιδραστήρες βρίσκονται υπό κατασκευή ή στο στάδιο αδειοδότησης στον Καναδά, την Κίνα, τη Ρωσία, τη Νότια Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Δεύτερο και επίσης σημαντικό, ότι οι «νέοι και αδοκίμαστοι» μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες δεν είναι ούτε νέοι ούτε αδοκίμαστοι. Πρόκειται για προσαρμογή σε συνθήκες εδάφους των μικρών αντιδραστήρων που από τη δεκαετία του 1950 χρησιμοποιούνται στη θάλασσα για την παραγωγή κινητήριας δύναμης σε πλωτά μέσα και ακόμη μικρότερων που φωτίζουν απόμακρους φάρους .Έχουν περάσει ήδη πολλές δεκαετίες, έχουν υπάρξει ναυάγια και καταστροφές από άλλες αιτίες, καμία όμως που να οφείλεται σε πυρηνικό ατύχημα ή που προκάλεσε διαρροή ραδιενέργειας. Αντιφρονούντες και μη, αναφέρουμε με δέος τη Γαλλική ναυαρχίδα Charles de Gaulle, παραλείποντας να εξορκίσουμε την πυρηνική ενέργεια που την κινεί!
Είμαι όμως υποχρεωμένος να συμφωνήσω με ένα σοβαρό στοιχείο αμφιβολίας για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες και αυτό αναφέρεται στο τελικό κόστος της ηλεκτροπαραγωγής. Για το θέμα αυτό οι πληροφορίες είναι πράγματι συγκεχυμένες, η δε παραπομπή μου στους αντιδραστήρες πλοίων και υποβρυχίων μάλλον δεν συνηγορεί υπέρ της ανταγωνιστικότητας του κόστους του ηλεκτρισμού που παράγεται ή θα παράγεται από μικρούς πυρηνικούς αντιδραστήρες. Η πυρηνική κίνηση έχει επικρατήσει διεθνώς στα πολεμικά πλοία και υποβρύχια όπου το κόστος κίνησης δεν αποτελεί πρωτεύοντα παράγοντα. Αντίθετα στα εμπορικά σκάφη, όπου το χαμηλότερο κόστος αποτελεί κύρια και μόνιμη επιδίωξη, συνεχίζει –για την ώρα- να κυριαρχεί ως καύσιμο το πετρέλαιο ενώ η χρήση των πυρηνικών κινητήρων είναι εξαιρετικά περιορισμένη, πλην κάποιων ειδικών εφαρμογών.
Καταλήγω λοιπόν με τη ρήση της πρώτης μου παραγράφου: «Οι ένορκοι δεν έχουν ακόμη επιστρέψει».