Ένα διάστημα εξαμήνου δίνει τη θέση του στις προεκλογικές διακηρύξεις του Ντόναλντ Τραμπ περί τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία εντός 24ώρου κατόπιν της επανόδου του στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το βλέμμα διεθνώς στρέφεται στη δρομολογούμενη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, ενόσω το Κίεβο προσπαθεί εναγωνίως να εξασφαλίσει τη συνέχιση της υποστήριξης των συμμάχων του προτάσσοντας την ανάγκη ενότητας και ακόμη μεγαλύτερης συνεργασίας πριν ανοίξει «ένα νέο κεφάλαιο» για την Ευρώπη.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είχε δώσει οποιοδήποτε περίγραμμα λύσης όταν μιλούσε επί μήνες καθ’ οδόν προς τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ περί τερματισμού του πολέμου το πρώτο 24ωρο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ούτε δίνει και τώρα καθώς επιμηκύνει το χρονικό «παράθυρο» για να έλθει σε μία συνεννόηση με τη Ρωσία του Πούτιν που θα οδηγήσει Μόσχα και Κίεβο να καθίσουν στο διαπραγματευτικό τραπέζι. Για έξι μήνες μιλά ο Τραμπ, 100 ημέρες θέτει ως στόχο ο απεσταλμένος του για την Ουκρανία Κιθ Κέλογκ, ωστόσο, ο σκεπτικισμός παραμένει σχετικά με το πόσο ρεαλιστικά είναι αυτά τα χρονοδιαγράμματα, δεδομένων των πολυπλοκότητας της συνεχιζόμενης σύγκρουσης.
Η επικείμενη πρεμιέρα της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ είναι το μείζον ζήτημα στην ευρωπαϊκή ατζέντα· οι αγωνίες και οι αβεβαιότητες πολλές για την τροχιά στην οποία θα κινηθεί η διατλαντική σχέση ειδικά μετά την «πρόγευση» που έχει δώσει ο Τραμπ και ο «συνοδοιπόρος» του Ίλον Μασκ, αλλά η πλέον επείγουσα προτεραιότητα ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και κοινοτικών θεσμών είναι να διασφαλίσουν ότι η Ουκρανία θα εισέλθει σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τη Ρωσία από την καλύτερη δυνατή θέση -και να πείσουν και τον ίδιο τον Τραμπ πως αυτό είναι και προς το δικό του συμφέρον.
Μια γρήγορη κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία θα μπορούσε να οδηγήσει τον Ντόναλντ Τραμπ σε ρωσική παγίδα, σημειώνει σε χθεσινή της ανάλυση η Ορίσια Λούτσεβιτς, αναπληρώτρια επικεφαλής του Προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας στο εδρεύων στη Βρετανία think tank Chatman House. Μία εκεχειρία, δίχως να έχει προηγηθεί συμφωνία για αξιόπιστες δυτικές εγγυήσεις ασφαλείας στο Κίεβο, θα αποτελούσε μόνο μία παύση πριν από έναν ευρύτερο πόλεμο, το προοίμιο μίας μεγαλύτερης καταστροφής, επισημαίνει.
Αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν συμφωνούσε τώρα σε κατάπαυση του πυρός, θα ήταν για να κερδίσει χρόνο για να αναπροσαρμόσει την οικονομία του και να ανασυγκροτήσει τον στρατό του. Και μόνο εάν είναι βέβαιος ότι μπορεί να «τελειώσει τη δουλειά» και να θέσει την υπόλοιπη Ουκρανία υπό τον έλεγχό του. Πιθανότατα θα επιδιώξει να το κάνει αυτό χειραγωγώντας τις εκλογές που θα ακολουθήσουν -όπως έκανε η Ρωσία στη Γεωργία, αφού πρώτα εισέβαλε και κατέλαβε το 20% του εδάφους της το 2008, και πρόσφατα φρέναρε την πορεία της προς την ΕΕ ελέγχοντας την κυβέρνησή της.
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατανοεί τις συνέπειες μίας συμφωνίας δίχως αποτελεσματικές εγγυήσεις ασφαλείας και θα είναι αποτελεσματικές μόνο αν τις παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες -συνεπώς πρέπει να συμφωνηθούν από κοινού μεταξύ των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ουκρανίας πριν αρχίσουν οι απευθείας συνομιλίες με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αναφέρει η Ορίσια Λούτσεβιτς.
«Οι προκλήσεις για την ευθυγράμμιση των συμφερόντων του Κιέβου και της Ουάσινγκτον είναι τεράστιες αλλά μπορούν να ξεπεραστούν. Το Κίεβο και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ πρέπει να πείσουν τον Τραμπ ότι το να σταματήσει ο Πούτιν στην Ουκρανία είναι η καλύτερη επένδυση στην αμερικανική ασφάλεια. Η Ευρώπη πρέπει να βοηθήσει με τη δέσμευση σημαντικών δυνατοτήτων για συμβατική αποτροπή στην ήπειρο. Και η κατάπαυση του πυρός πρέπει να επιτηρηθεί από στρατεύματα επί του εδάφους: Τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας, με την αμερικανική υποστήριξη. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν θα πρέπει να αναγνωρίσουν τις αξιώσεις της Ρωσίας σε ουκρανικό έδαφος και θα πρέπει να απορρίψουν οποιαδήποτε αλλαγή των συνόρων με τη βία», σημειώνει η αναπληρώτρια διευθύντρια του Προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας και επικεφαλής του Φόρουμ Ουκρανίας στο Chatman House.
Και καταλήγει: «Εάν ο Τραμπ επιβάλει μη πειστικές εγγυήσεις και υποχωρήσει στις απαιτήσεις του Πούτιν, η ουκρανική κυριαρχία θα υπονομευθεί θανάσιμα - και οι ΗΠΑ πιθανότατα θα βρεθούν σύντομα αντιμέτωπες με έναν ενδυναμωμένο αυταρχικό ηγέτη με διάθεση για περισσότερο πόλεμο. Οι επόμενες ημέρες θα δείξουν αν οι εκκλήσεις του Ζελέσνκι θα ληφθούν σοβαρά υπόψη ή αν οι ΗΠΑ πέσουν στην παγίδα της Ρωσίας».
Υπό το διαρκή φόβο να οδηγηθεί σε μία διαπραγμάτευση που θα ισοδυναμεί με συνθηκολόγηση, η Ουκρανία επιχειρεί να συσπειρώσει τους συμμάχους της στη Δύση αναγνωρίζοντας πως η δεύτερη θητεία Τραμπ είναι πιθανόν να επιφέρει δραματικές αλλαγές. «Είναι σαφές ότι ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει για την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο», δήλωσε ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην τελευταία επί διακυβέρνησης Μπάιντεν συνεδρίαση των υπουργών Άμυνας των 500 συμμαχικών χωρών που απαρτίζουν την «Ομάδα Επαφής για την Ουκρανία» στο Ραμστάιν της Γερμανίας, παρουσία του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε.
«Πρέπει να συνεργαστούμε ακόμη περισσότερο, να βασιστούμε ακόμη περισσότερο ο ένας στον άλλον και να επιτύχουμε μεγαλύτερα αποτελέσματα από κοινού», δήλωσε μιλώντας δίπλα στον απερχόμενο υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, και τον Γερμανό υπουργό Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους. «Το να 'τραβήξουμε την πρίζα' της στρατιωτικής υποστήριξης θα προσκαλέσει μόνο περισσότερη επιθετικότητα, χάος και πόλεμο», προειδοποίησε ο Ζελένσκι. «Έχουμε διανύσει τόσο μεγάλη απόσταση που θα ήταν ειλικρινά τρελό να υπαναχωρήσουμε τώρα και να μην συνεχίσουμε να χτίζουμε πάνω στους αμυντικούς συνασπισμούς που έχουμε δημιουργήσει», ανέφερε απηχώντας την αγωνία του Κιέβου για τις προθέσεις Τραμπ και τη διατήρηση της ευρωπαϊκής συνοχής.
Από τις προθέσεις Τραμπ θα εξαρτηθεί και αν η προχθεσινή σύνοδος στο Ραμστάιν ήταν και η τελευταία όχι μόνο επί Μπάιντεν αλλά συνολικά υπό το παρών σχήμα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες προετοιμάζονται για σοβαρές «αναταράξεις» και η νέα επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Μάγια Κάλας, δήλωσε από το Ραμστάιν ότι η ΕΕ μπορεί να χρειαστεί -«και είναι έτοιμη»- να αναλάβει έναν πιο ηγετικό ρόλο στην υποστήριξη της Ουκρανίας εάν οι ΗΠΑ καταστούν λιγότερες πρόθυμες να υποστηρίξουν το Κίεβο στρατιωτικά και οικονομικά. Οι δηλώσεις Κάλας έρχονται πάντως σε αντίθεση με εκείνες του προκατόχου της Ζοζέπ Μπορέλ, ο οποίος είχε αναφέρει καθαρά πέρυσι πως η Ευρώπη «δεν μπορεί να καλύψει το κενό» όσον αφορά τη στήριξη της Ουκρανίας, γεγονός που αποτυπώνει τη γενικότερη σύγχυση και αβεβαιότητα που επικρατεί όσον αφορά τη διαχείριση του καθοριστικού για την ίδια την ευρωπαϊκή ασφάλεια «κεφάλαιο Ρωσία».
Μία πιο συναλλακτική αμερικανική εξωτερική πολιτική υπό το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» εγείρει ερωτήματα για την ίδια τη συνοχή του ΝΑΤΟ και την αποτελεσματική αποτροπή έναντι της ρωσικής απειλής, και αυτό σε στιγμή που η Ένωση πασχίζει εν μέσω γενικευμένης πολιτικής παράλυσης που πηγάζει από την «ατμομηχανή» της, Παρίσι και Βερολίνο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά του για την Ουκρανία -για την ακρίβεια δεν έχει «κλειδώσει» ακόμη κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, όπως προκύπτει τόσο από συνεργάτες του, όσο και από κοινοτικούς αξιωματούχους που επικαλούνται τα διεθνή μέσα-, όμως έχει καταστήσει περισσότερο από ξεκάθαρο ότι κατ’ αυτόν η Ευρώπη θα πρέπει να επωμιστεί το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της υποστήριξης του Κιέβου με στρατεύματα για την επίβλεψη της κατάπαυσης του πυρός και τη διάθεση οπλισμού για την αποτροπή της Ρωσίας. Σύμβουλοι εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ φέρονται να έχουν μεταφέρει στην ευρωπαϊκή πλευρά ότι σκοπεύει να απαιτήσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ (γεγονός στο οποίο έχει αντιδράσει ο καγκελάριος Σολτς) από το 2% που είναι σήμερα για να συμβιβαστεί ίσως στο 3,5% -αλλά οι ενδείξεις συνηγορούν ότι δεν σχεδιάζει να διακόψει άμεσα τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο.
Η σύνοδος του Ράμσταϊν, στο πλαίσιο της οποίας ανακοινώθηκε και το τελευταίο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας επί Μπάιντεν, ύψους 500 εκατ. δολαρίων, ήλθε τις ίδιες στιγμές με τις δηλώσεις Τραμπ περί της εξάμηνης «παράτασης», γεγονός που καλλιέργησε περαιτέρω ελπίδες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ότι η αμερικανική βοήθεια δεν θα διακοπεί -μολονότι τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί βεβαιότητα όταν πρόκειται για τον Ντόναλντ Τραμπ.