«Σχέδιο Οτσαλάν» για τα ανοικτά μέτωπα του Ερντογάν
AP Photo/Francisco Seco
AP Photo/Francisco Seco

«Σχέδιο Οτσαλάν» για τα ανοικτά μέτωπα του Ερντογάν

Από τη στιγμή που έκλεισαν οι κάλπες τον Μάιο του 2023 το ερώτημα που πλανάται πάνω από την Τουρκία είναι αν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα διεκδικήσει και τέταρτη προεδρική θητεία, ή άκομη και αν στα σχέδια του είναι να μείνει ισόβιος πρόεδρος. Μία ιδέα για τις προθέσεις του έδωσε για πρώτη φορά ο ίδιος, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα είναι «παρών» και το 2028 -μία υποψηφιότητα που «διακλαδώνεται» κατά κάποιο τρόπο με το Κουρδικό ζήτημα, το οποίο με τη σειρά του συνδέεται με τις εξελίξεις στη Συρία.

Στην Τουρκία τα πολιτικά ζητήματα έχουν πολλαπλά επίπεδα και η ενδεχόμενη επανεκλογή Ερντογάν δεν αποτελεί εξαίρεση.

Η συζήτηση χτύπησε «κόκκινο» όταν ο διάσημος στην Τουρκία λαϊκός τραγουδιστής Ιμπραχίμ Τατλίσες ρώτησε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αν θα είναι «παρών για την προεδρία της Δημοκρατίας την προσεχή περίοδο». Ο Τούρκος πρόεδρος απάντησε αστειευόμενος: «Αν θα είσαι εσύ, θα είμαι». Η στιχομυθία έλαβε χώρα την περασμένη Κυριακή στο τοπικό συνέδριο του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην επαρχία Ούρφα. Ήταν μία δημόσια εκδήλωση· ο Τούρκος πρόεδρος γνώριζε ότι οι κάμερες κατέγραφαν και άρα η στιγμή δεν ήταν τυχαία. Ο εκπρόσωπος του κόμματος, Ομέρ Τσελίκ, επιβεβαίωνε την επόμενη ημέρα τα σενάρια επανεκλογής Ερντογάν, λέγοντας πως «ως συνοδοιπόροι του προέδρου μας, το θέμα αυτό είναι στην ατζέντα μας». 

Το πρόβλημα ωστόσο για την επανεκλογή Ερντογάν είναι το Σύνταγμα της Τουρκίας, που ο ίδιος έθεσε σε δημοψήφισμα το 2017 και τώρα φαίνεται να τον «στενεύει», καθώς απαγορεύει τρίτη προεδρική θητεία. Ουσιαστικά ο Ερντογάν διανύει ήδη την τρίτη προεδρική του θητεία, αλλά τυπικά η παρούσα μετράει ως δεύτερη μετά την εφαρμογή του ισχύοντος προεδρικού συστήματος. Η πρώτη θητεία του έλαβε χώρα με το προηγούμενο πρωθυπουργικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Για να είναι ο Ερντογάν υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2028 είτε θα πρέπει να γίνει συνταγματική αναθεώρηση, είτε -σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα- να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές. Για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών απαιτούνται 360 ψήφοι βουλευτών, δηλαδή τα 3/5 σε σύνολο 600 στην Εθνοσυνέλευση. Το Σύνταγμα, από την άλλη, μπορεί να αναθεωρηθεί είτε με 360 ψήφους και λαϊκή έγκριση στη συνέχεια με δημοψήφισμα, είτε απευθείας με 400 ψήφους βουλευτών, δηλαδή από τα 2/3 της Εθνοσυνέλευσης. 

Ερωτηθείς ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί -δηλαδή πρόωρες εκλογές ή συνταγματική αναθεώρηση- για να είναι εκ νέου υποψήφιος ο Ερντογάν, ο εκπρόσωπος του ΑΚΡ δεν άνοιξε τα χαρτιά του. «Θα δούμε ποια θα είναι η φόρμουλα. Στην πολιτική ένας χρόνος είναι πολύ σύντομο διάστημα και μία ημέρα πολύ μεγάλο. Θα το συζητήσουμε» ανέφερε. 

Η «Συμμαχία του Λαού» του ΑΚΡ και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ), δηλαδή των υπερεθνικιστών Γκρίζων Λύκων, που μαζί με δύο μικρά κόμματα στηρίζουν την κυβέρνηση Ερντογάν, δεν διαθέτει τον «μαγικό» αριθμό των 360 εδρών στην Εθνοσυνέλευση. Έτσι στην εξίσωση μπαίνουν οι ψήφοι του φιλοκουρδικού Κόμματος Ισότητας των Λαών και Δημοκρατίας (DEM), με δεδομένο ότι το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης αρνείται να εδραιώσει την «μονοκρατορία» του Ερντογάν.

Ο αρχηγός του ΜΗΡ και ήσσων κυβερνητικός εταίρος, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο για την υποψηφιότητά του Ερντογάν πριν από δύο μήνες. Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας στις 5 Νοεμβρίου, ο Μπαχτσελί δήλωσε: «Εάν το τέρας του πληθωρισμού αντιμετωπιστεί αποφασιστικά, εάν η Τουρκία φτάσει στο απόγειο της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, δεν είναι μια φυσική και σωστή επιλογή να εκλεγεί και πάλι ο πρόεδρός μας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; [...] Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα είναι μεταξύ των καθηκόντων μας να κάνουμε τις απαραίτητες συνταγματικές ρυθμίσεις; Για τη συνέχεια στο κράτος, τη σταθερότητα στην πολιτική και την οικοδόμηση του αιώνα της Τουρκίας, ο κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι η μόνη επιλογή για εμάς με την εμπειρία και τις γνώσεις του».

Σημασία έχει ωστόσο η αλληλουχία των γεγονότων που προηγήθηκαν. Την 1η Οκτωβρίου πέρυσι, κατά την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, ο Ερντογάν απηύθυνε έκκληση για ενίσχυση του εσωτερικού μετώπου, τουτέστιν το κλείσιμο του Κουρδικού, «για να επιτευχθεί ο στόχος του αιώνα της Τουρκίας». Η πρώτη έμπρακτη στήριξη ήρθε αμέσως από τον Μπαχτσελί. Μετά την ομιλία Ερντογάν, ο υπερεθνικιστής ηγέτης και θανάσιμος εχθρός των Κούρδων αυτονομιστών, κατευθύνθηκε προς τα έδρανα του DEM και αντήλλαξε χειραψία με την ηγεσία του κόμματος, το οποίο επί χρόνια κατηγορούσε ότι αποτελεί το «μακρύ χέρι» μέσα στην «καρδιά» της Τουρκίας των «τρομοκρατών και της αγέλης δολοφόνων του ΡΚΚ» και ζητούσε την απαγόρευσή του για να ακολουθήσει την τύχη όλων των φιλοκουρδικών κομμάτων που προηγήθηκαν πάνω πάνω τρεις δεκαετίες. 

Δεν επρόκειτο για μία τυχαία κίνηση αβρότητας. Άλλωστε οι Γκρίζοι Λύκοι δεν φημίζονται για τέτοιες λεπτότητες και ο ίδιος ο Μπαχτσελί παραδέχτηκε αμέσως και ευθέως ότι επρόκειτο για μία πολύ καλά υπολογισμένη κίνηση. Σύντομα ήρθε και η συνέχεια, προκαλώντας πολιτικό «σεισμό»: Στις 22 Οκτωβρίου πρότεινε δημοσίως την υπό αυστηρούς όρους αποφυλάκιση του ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, αν αυτός αποκηρύξει την ένοπλη βία ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του DEM στην Εθνοσυνέλευση, δηλώσει ότι διαλύει το ΡΚΚ και ζητήσει από τα μέλη του να καταθέσουν τα όπλα τους. Ήταν ο ίδιος ο Μπαχτσελί που πριν από περίπου 25 χρόνια ζητούσε τον απαγχονισμό του Οτσαλάν, για τον οποίο τώρα επικαλείτο το «δικαίωμα στην ελπίδα».

Προφανώς η πρωτοβουλία του Μπαχτσελί ξετυλίγεται σε συνεννόηση και συντονισμό με τον ίδιος τον Ερντογάν, ο οποίος πάντως προσέχει να μην βρεθεί εκτεθειμένος αν κάτι πάει «στραβά», όπως συνέβη στην προηγούμενη «Διαδικασία Λύσης» ή «Διαδικασία Ανοίγματος» στο Κουρδικό ζήτημα, μεταξύ 2013 και 2015. Στηρίζει την πρωτοβουλία, δεν αναλαμβάνει όμως ο ίδιος ενεργό ρόλο στις διεργασίες, δεν έχει χρησιμοποιήσει ούτε μία φορά τις λέξεις «Οτσαλάν» και «ΡΚΚ», αντιθέτως σκληραίνει τη ρητορική του λέγοντας ότι «είτε οι τρομοκράτες θα θάψουν τα όπλα τους, είτε θα θαφτούν οι ίδιοι». Η προσεκτική, αν όχι αμφίσημη και απόμακρη, στάση του Ερντογάν είναι ακριβώς ο λόγος που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει έναν πραγματικό κοινωνικό ενθουσιασμό, σε μία κοινωνία που επί χρόνια έχει βομβαρδιστεί από εθνικιστικές κορώνες και διακατέχεται από έντονα φοβικά σύνδρομα για το ενδεχόμενο απόσχισης ενός τμήματος της χώρας.

Στις 28 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση μεταξύ αντιπροσωπείας του DEM και του Οτσαλάν, στο νησί φυλακή του Ιμραλί, στο πλαίσιο της προώθησης της πρότασης Μπαχτσελί. Ο Οτσαλάν -ο οποίος πέρασε τα τελευταία σχεδόν τέσσερα χρόνια σε καθεστώς απομόνωσης χωρίς να του επιτρέπονται επισκέψεις- δήλωσε έτοιμος να προσφέρει αυτό που του ζήτησε ο Μπαχτσελί. Με το σχέδιο συμφώνησε και ο διεθνώς γνωστός φυλακισμένος συμπρόεδρος του απαγορευμένου φιλοκουρδικού κόμματος HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, που ευχαρίστησε μάλιστα τον Ερντογάν και τον Μαχτσελί για την πρωτοβουλία τους, ενώ η επίσης φυλακισμένη έτερη συμπρόεδρος του ίδιου κόμματος, Φιγκέν Γιουκσέκνταγ, ήταν πιο συγκρατημένη στην τοποθέτησή της, επισημάινοντας την ανάγκη η πρωτοβουλία αυτή να αγκαλιαστεί από τον λαό, να δοθεί η δυνατότητα στον Οτσαλάν να διαδραματίσει τον ρόλο του και ευχήθηκε να ανοίξει ο δρόμος για την ειρήνη και την αδελφοσύνη των λαών.

Η «πρωτοβουλία» της Άγκυρας, η οποία αρνείται να την αποκαλεί «λύση» ή «ειρήνη» (επισήμως το κράτος δεν διαπραγματεύεται με «τρομοκράτες» και επικεντρώνεται μόνο στην απαλλαγή από την τρομοκρατία), δεν έχει μοναδικό κίνητρο την επανεκλογή του Ερντογάν. Αυτό -αν επιτευχθεί- θα είναι ένα από τα επιμέρους οφέλη για του Τούρκο πρόεδρο. Είναι μία διαδικασία που στο βαθμό της επιτυχίας της στοχεύει σε διευθετήσεις σε πολλαπλά επίπεδα.

Επρόκειτο εξαρχής μια πολιτική κίνηση που συνδέεται και με τις εξελίξεις στη Συρία, όπου η de facto κουρδική αυτονομία στην περιοχή της Ροζάβα στα βόρεια της χώρας ενσαρκώνει έναν υπαρξιακό κίνδυνο για την Τουρκία. Οι εκεί κουρδικές δυνάμεις, που έχουν την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελούν για την Άγκυρα προέκταση του ΡΚΚ και απειλούν την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. 

Η Άγκυρα προσπαθεί να πιέσει τον Ντόναλντ Τραμπ να της παραχωρήσει τον πλήρη έλεγχο της βόρειας Συρίας μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του. Τα τελεσίγραφα της κυβέρνησης Ερντογάν συγκρούονται μετωπικά με τις δηλώσεις στήριξης προς τους Κούρδους από το Ισραήλ, την επιρροή του οποίου στο σύμπαν του Τραμπ φοβάται η Άγκυρα. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο τρέχει με τον χρόνο για την πρωτοβουλία Οτσαλάν, πιστεύοντας ότι μία έκκλησή του, το αργότερο στις αρχές Μαρτίου, «να θαφτούν τα όπλα» θα ενισχύσει τη θέση της, στέλνοντας το μήνυμα ότι η Τουρκία έλυσε το πρόβλημα εσωτερικά και πλέον το ΡΚΚ δεν έχει λόγο ύπαρξης στη Συρία, όπως ούτε και στο Βόρειο Ιράκ. 

Στο κουρδικό πολιτικό κίνημα, από την άλλη πλευρά, παρά τις «ελπιδοφόρες» δηλώσεις στελεχών του DEM, επισημαίνεται η ανάγκη εγγυήσεων για μια ουσιαστική ειρήνευση και συζητείται η άποψη ότι πρέπει να επιδειχθεί προσοχή για το ενδεχόμενο μιας ευρείας κλίμακας τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης στη βόρεια Συρία. Αυτή τη στιγμή γίνονται καθημερινά τουρκικά χτυπήματα και παράλληλα προωθούνται οι δυνάμεις του του ελεγχόμενου από την Τουρκία Συριακού Εθνικού Στρατού στη δυτική πλευρά του μετώπου στον ποταμό Ευφράτη.

Μεγάλος άγνωστος στην περίπλοκη αυτή εξίσωση παραμένει η στάση των ανταρτών του ΡΚΚ. Ο Οτσαλάν, όπως προκύπτει τουλάχιστον από το μήνυμα που έστειλε από το Ιμραλί, πιστεύει ότι έχει τη δύναμη να τους κατεβάσει από το βουνό και να τους πείσει να καταθέσουν τα όπλα τους. Μένει να αποδειχτεί. Δεν υπάρχουν πάντως ασφαλείς ενδείξεις για κάτι τέτοιο.

Ακόμη όμως κι αν η Άγκυρα δεν πετύχει τα μέγιστα από το εν εξελίξει «σχέδιο Οτσαλάν», φαίνεται να προσβλέπει σε κάποια οφέλη, με τη διεμβόλιση του κουρδικού κινήματος στις τρεις συνιστώσες του: Τους ψηφοφόρους του DEM στο εσωτερικό της Τουρκίας, τους αντάρτες και τη διασπορά στην Ευρώπη. 

Εκτιμάται ότι ειδικά, στο εσωτερικό, αρκετοί Κούρδοι, με δεδομένη τη «λατρεία» που υπάρχει στο πρόσωπο του Οτσαλάν, θα επιλέξουν έναν πολιτικό συμβιβασμό προκειμένου να βγει ο ηγέτης τους από τη φυλακή, ακόμη κι αν ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μία τέτοια εξέλιξη θα μειώσει την πίεση του Κουρδικού στην εσωτερική πολιτική ζωή της Τουρκίας, θα της προσφέρει στρατηγικό πλεονέκτημα στη Συρία, θα προσφέρει στον Ερντογάν τις απαραίτητες ψήφους του DEM για την επανεκλογή του και θα εξασφαλίσει στον Μπαχτσελί τη συνέχιση της σχέσης «συμβίωσης» με το σύστημα Ενρτογάν, που του προσφέρει πρόσβαση στη διακυβέρνηση της χώρας.