Το ζήτημα της μη προσιτής ή ανεπαρκούς στέγασης είναι μία ωρολογιακή βόμβα που κινδυνεύει να σκάσει στα χέρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μακράν από τη δυνατότητα να αγοράσουν ένα σπίτι, πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη αγωνίζονται και μόνο για να πληρώσουν το ενοίκιο, να βρουν επαρκές κατάλυμα, να πληρώσουν το στεγαστικό τους δάνειο εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων ή να θερμάνουν την κατοικία τους, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα δεν μπορεί να ακολουθήσει την αύξηση του κόστους στέγασης. Η Ευρώπη βρίσκεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, σε στεγαστική κρίση. Και η στεγαστική κρίση έρχεται να αποτελέσει ένα ακόμη πεδίο εργαλειοποίησης από τις δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς εν όψει των ευρωεκλογών.
Ιδιοκτήτες και ενοικιαστές κατοικιών, κάτοικοι αγροτικών, ημι-αστικών και αστικών περιοχών αντιμετωπίζουν σημαντική αύξηση του κόστους σε σύγκριση με λίγα χρόνια πριν. Ακόμη και όσοι διαθέτουν κατοικία χωρίς υποθήκη αγωνίζονται με το υψηλότερο κόστος συντήρησης, υψηλούς λογαριασμούς κοινής οφελείας, αύξηση φόρων. Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο οξύ για δύο ομάδες ανθρώπων: Τους ηλικιωμένους και τους νέους.
Πολλοί είναι οι μεγαλύτερη σε ηλικία Ευρωπαίοι με περιορισμένο εισόδημα, συνήθως χαμηλή σύνταξη, και τα σπίτια τους είναι παλαιότερα, άρα ενεργειακά μη αποδοτικά, και αδυνατούν να τα θερμάνουν. Αυτό ισχύει τουλάχιστον στο 15% των ιδιοκτητών κατοικιών στη Βουλγαρία, την Κύπρο, την Ελλάδα, τη Λιθουανία και την Πορτογαλία, σύμφωνα με τον Χανς Ντιμπουά, ερευνητή του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound). Η εκτίναξη του κόστους ζωής έχει διαταράξει περαιτέρω την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ των δαπανών στέγασης και των άλλων δαπανών των νοικοκυριών.
Στην ίδια εξίσωση της στεγαστικής κρίσης, με δυσανάλογα υψηλό συντελεστή, βρίσκονται και οι νέοι. Η γενιά Z της Ευρώπης εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία αργότερα σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους στέγασης, και όταν εγκαταλείπουν τελικά οι νέοι τη γονεϊκή στέγη ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους για στέγαση από ό,τι οι άλλες ηλικιακές ομάδες, καθώς τείνουν να έχουν χαμηλότερα εισοδήματα και υψηλότερο κόστος στέγασης. Μεταξύ 2007 και 2019, η μέση ηλικία κατά την οποία τουλάχιστον το 50% των νέων Ευρωπαίων ζούσαν ανεξάρτητα αυξήθηκε από τα 26 στα 28 έτη.
Μεταξύ 2010 και 2019, η ενοικίαση κατοικίας ήταν η επικρατούσα επιλογή για τη στέγαση στους νέους ηλικίας 20-29 ετών, με το ποσοστό της συγκεκριμένης κατηγορίας να αυξάνεται από 66% σε 68%. Αλλά και στην κατηγορία των ατόμων ηλικίας 30-39 ετών, το ίδιο ποσοστό αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, από 38% σε 45%.
Ο περιορισμός της ιδιοκατοίκησης μεταξύ των σημερινών νέων δεν θα αποτελούσε πρόβλημα για την ποιότητα ζωής κατά τη συνταξιοδότησή τους μελλοντικά, εάν τα ενοίκια ήταν προσιτά και οι συντάξεις επαρκείς. Προβληματισμοί όμως προκύπτουν για άτομα που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν υψηλό κόστος στέγασης και χαμηλό εισόδημα γήρατος, ειδικά των αυτοαπασχολούμενων που θα έχουν συσσωρεύσει λίγα συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά τον εργασιακό τους βίο.
Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η έκθεση της Eurostat για το 2023 δείχνει ότι είναι η χώρα που κατέχει την πρωτιά όσον αφορά το ποσοστό του πληθυσμού που του οποίου το συνολικό κόστος στέγασης στις αστικές περιοχές αντιπροσωπεύει άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 27,3% (24,2% στις αγροτικές περιοχές), με μέσο όρο της Ένωσης στο 10,6%. Την Ελλάδα ακολουθούν η Δανία (22,5%), η Γερμανία (13,1%) και το Λουξεμβούργο (13,1%), ενώ τα χαμηλότερα καταγράφονται στη Σλοβακία (2,3%) και την Κροατία (2,6%).
Έρευνα του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates για την «στεγαστική κρίση» στην Ελλάδα δείχνει ότι τα ζητούμενα μισθώματα οικογενειακών κατοικιών κατέγραψαν αύξηση από 43,2% έως 52,1% το χρονικό διάστημα 2018-2023. Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα αγγίζει το σύνολο ενός «καλού» μισθού αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία και το 60%-70% του εισοδήματος για κατοικία κατάλληλη για νέους ή φοιτητές.
Εξάλλου, σύμφωνα πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής, το 80% των πολιτών δηλώνει ότι η άνοδος των τιμών σε ενοικίαση και αγορά ακινήτων έχει επιβαρύνει το κόστος ζωής τους, ποσοστό που φθάνει στο 95% ειδικά για τους ενοικιαστές. Επίσης από την έρευνα προκύπτει ότι η ευρέως διαδομένη αντίληψη περί υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης αποτελεί μύθο: Το 34% είναι ενοικιαστές με μέσο όρο της ΕΕ στο 31%.
Όσον αφορά την αγορά κατοικίας μόνο το 10% θεωρεί πολύ πιθανό να το κάνει στα επόμενα δέκα χρόνια. Το 83% όσων ανήκουν στα εργατικά στρώματα και το 92% των μικρομεσαίων θεωρούν ότι η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας είναι σχετικά δύσκολη υπόθεση έως και άπιαστο όνειρο.
Σε επίπεδο των 27 κρατών-μελών της ΕΕ, οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 47%, μεταξύ 2010 και 2022, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση της Eurostat. Σε ορισμένες χώρες σχεδόν τριπλασιάστηκαν: Η Εσθονία κατέγραψε αύξηση 192%. Μόνο σε δύο κράτη μέλη, την Ιταλία και την Κύπρο, μειώθηκαν.
Τα ενοίκια, εν τω μεταξύ, αυξήθηκαν σε μικρότερη κλίμακα, κατά μέσο όρο 18% την ίδια περίοδο. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στην Λιθουανία κατά 144%, και την Ιρλανδία 84%. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 37% από το 2018, πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο της Ένωσης.
Η στεγαστική κρίση «πριμοδοτεί» την Ακροδεξιά
Καθ' οδόν προς τις ευρωεκλογές, οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς χρησιμοποιούν τη στεγαστική κρίση ως ισχυρό μοχλό πίεσης, εξίσου με το μεταναστευτικό, ενίοτε συνδέοντας τα δύο ζητήματα, την ώρα που τα λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα βλέπουν πλέον ως εφικτό στόχο την πρωτιά στις κάλπες.
«Τα ακροδεξιά κόμματα βρίσκουν εύφορο έδαφος όταν μπορούν να εκμεταλλευτούν τα κοινωνικά κενά που προκύπτουν από τις ελλιπείς επενδύσεις και τον ανεπαρκή κυβερνητικό σχεδιασμό [...] και όταν μπορούν να κατηγορήσουν τους ξένους» δηλώνει στον Guardian ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το Δικαίωμα στη Στέγαση, Μπαλακρίσναν Ρατζαγκοπάλ, και παρατηρεί ότι η κρίση στέγασης δεν επηρεάζει πλέον μόνο τους χαμηλόμισθους, τους μετανάστες, τις μονογονεϊκές οικογένειες, αλλά και τις μεσαίες τάξεις.
Η στέγαση αποτέλεσε εξάλλου κορυφαίο μέλημα των ψηφοφόρων στις περυσινές ολλανδικές εκλογές, από τις οποίες νικητής βγήκε το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας (PVV) του αντι-ισλαμιστή Γκερτ Βίλντερς που έρχεται για πρώτη φορά στην εξουσία, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Πορτογαλία, όπου το ακροδεξιό Chega («Φτάνει») σχεδόν τριπλασίασε το ποσοστό του τον Μάρτιο. Ο Ταρίκ Αμπού Σαντί, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σχολιάζει στην ίδια εφημερίδα ότι η αύξηση των ενοικίων συνέβαλε τοπικά επίσης στην άνοδο των ποσοστών της εθνολαϊκιστικής Εναλλακτική για της Γερμανία (AfD).
«Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η στέγαση αποτελεί πλέον μέρος μιας ευρύτερης δέσμης οικονομικών και κοινωνικών απειλών και ανασφαλειών που τροφοδοτούν το άγχος» τονίζει και καταλήγει στο συμπέρασμα πως «ο φόβος του να μετακομίσεις από το σπίτι σου επειδή δεν μπορείς να το στηρίξεις οικονομικά οδηγεί σε αύξηση της υποστήριξης της ριζοσπαστικής δεξιάς».