«Δεν διαλέξαμε αυτόν τον πόλεμο αλλά θα τον τελειώσουμε» έλεγε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο Νεότερος στις 7 Οκτωβρίου 2001, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις χτυπούσαν για πρώτη φορά θέσεις των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, λίγο καιρό αφότου η Αλ Κάιντα είχε καταστρέψει τους Δίδυμους Πύργους στο Μανχάταν.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι τότε θα ξεκινούσε ο μεγαλύτερος σε διάρκεια και κόστος πόλεμος για τις ΗΠΑ. Μετά από 20 χρόνια, 1 τρις δολάρια και ανθρώπινες απώλειες που φτάνουν τις 100,000 (συμπεριλαμβανομένων 2,500 Αμερικανών στρατιωτών), χθες στη Ντόχα του Κατάρ μπήκαν οι υπογραφές της συμφωνίας ανάμεσα στους εκπροσώπους των Ταλιμπάν και την Αμερικανική κυβέρνηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Αφγανιστάν είναι ίσως η μόνη χώρα στον πλανήτη που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση εδώ και 40 χρόνια και την Σοβιετική εισβολή του 1979.
Η συμφωνία που κυρώθηκε προβλέπει την απόσυρση 5.400 Αμερικανών στρατιωτών μέσα σε 20 μέρες με αντάλλαγμα οι Ταλιμπάν να εγγυηθούν πως το Αφγανιστάν δεν θα υποθάλψει ποτέ ξανά τρομοκράτες. Παράλληλα, εντός των επομένων 135 ημερών οι ΗΠΑ, οι σύμμαχοί τους και το ΝΑΤΟ θα αποσύρουν τους στρατιώτες τους από πέντε στρατιωτικές βάσεις. Αυτή τη στιγμή στο Αφγανιστάν παραμένουν 14.000 αμερικανοί στρατιώτες.
Παρόλα αυτά, πολλοί αναλυτές και ειδικοί είναι συγκρατημένοι για το κατά πόσον αυτή η συμφωνία θα εφαρμοστεί στη πράξη, με τις αμφιβολίες να εστιάζονται στη πλευρά των Ταλιμπάν αλλά και στην «βιασύνη» του Αμερικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποδείξει ότι θα τελειώσει με έναν ακόμα πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί η χώρα. Όπως ανέφερε άρθρο στο περιοδικό «National Interest» με αφορμή τη συμφωνία «μάλλον πρόκειται για αμερικανική αποχώρηση παρά για ειρήνευση».
Ήδη τις πρώτες μέρες κατά τις οποίες προβλεπόταν μια κατάπαυση του πυρός, οι Ταλιμπάν συγκρούστηκαν με τις κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ την περασμένη φορά που οι δυο πλευρές ήρθαν ένα βήμα πριν υπογράψουν, βομβιστικές επιθέσεις στην Καμπούλ «τίναξαν» τη συμφωνία στον αέρα.
Τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί, αφού εκτός των άλλων, οι Ταλιμπάν ελέγχουν έμμεσα η άμεσα το 30% της αφγανικής επικρατείας, αρνούμενοι να δεχθούν τη νομιμότητα της κυβέρνησης της χώρας. Οι ενδο-αφγανικές συνομιλίες που ακολουθούν αναμένονται ιδιαίτερα επίπονες, αφού ακραία στοιχεία εντός των Ταλιμπάν, απορρίπτουν τόσο τη συμφωνία με τους Αμερικανούς όσο και τις συζητήσεις με τη κυβέρνηση της χώρας.
Ο Μάικλ Ρούμπιν αναλυτής του American Enterprise Institute τονίζει μέσω άρθρου στην εφημερίδα «Washington Examiner» ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα αυτό που αφορά τις σχέσεις των Ταλιμπάν με την Αλ Κάιντα, «οι δεσμοί τους, δεν θα σπάσουν ποτέ ότι και να υποστηρίζουν οι ίδιοι, η πλευρά μας πιστεύει ότι βάψαμε ένα αγγούρι κίτρινο και το βαφτίσαμε μπανάνα, πρόκειται για τρέλα». Ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα εντοπίζεται στις προθέσεις του Πακιστάν, το οποίο πολλοί κατηγορούν για την υπόθαλψη μελών των Ταλιμπάν, της οργάνωσης Λάσκαρ Ταιμπα και της Αλ Κάιντα. Ο Οσάμα Μπιν Λαντεν άλλωστε είχε βρει καταφύγιο εκεί, πριν σκοτωθεί το 2011 μετά από επιχείρηση των ΗΠΑ.
Τέλος, αναλυτές κάνουν τον εξής παραλληλισμό, ανάμεσα στην ειρήνευση που υπέγραψε η κυβέρνηση Νίξον με τους Βιετκόνγκ το 1973 και τη σημερινή περίπτωση. 47 χρόνια μετά, το Βιετνάμ βρίσκεται σε ειρήνη και αποτελεί σημαντικό εταίρο των ΗΠΑ, κανείς όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα συμβεί το ίδιο με το Αφγανιστάν και τους Ταλιμπάν.