Αμερικανοί αξιωματούχοι διεξήγαγαν συνομιλίες με αντιπροσώπους των Ταλιμπάν στην Ντόχα, κατά τη διάρκεια των οποίων επέκριναν έντονα την περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Αφγανιστάν, αν και κατέγραψαν ορισμένες προόδους, ιδίως στον αγώνα για την καταπολέμηση της παραγωγής και της διακίνησης οπίου, ανακοίνωσε χθες Δευτέρα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Ανάμεσα στους αξιωματούχους που συμμετείχαν στις συνομιλίες – διεξήχθησαν προχθές Κυριακή και χθες Δευτέρα στη Ντόχα, την πρωτεύουσα του Κατάρ – ήταν ο ειδικός απεσταλμένος για το Αφγανιστάν, ο Τόμας Γουέστ, η ειδική απεσταλμένη για τις γυναίκες και τα κορίτσια και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Αφγανιστάν, η Ρίνα Αμίρι, καθώς και η επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στο Αφγανιστάν, που έχει μεταφερθεί στην Ντόχα, η Κάρεν Ντέκερ.
Από πλευράς Ταλιμπάν, το ενημερωτικό δελτίο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται σε «υψηλόβαθμους αντιπροσώπους των Ταλιμπάν», που δεν κατονομάζει, καθώς και «τεχνοκράτες».
Το Κατάρ διαδραματίζει ρόλο κλειδί ως προς την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων μετά την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία, τη 15η Αυγούστου 2021, εν μέσω της χαοτικής αποχώρησης των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.
Στις συνομιλίες, η αμερικανική αντιπροσωπεία εξέφρασε τη «βαθιά ανησυχία» της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την ανθρωπιστική κρίση στο Αφγανιστάν, ενώ κατηγόρησε τους Ταλιμπάν για την «επιδείνωση της κατάστασης ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικά των γυναικών, των κοριτσιών και των ευάλωτων κοινοτήτων».
Αφότου ανακατέλαβε την εξουσία το καθεστώς των Ταλιμπάν δεν έχει πάψει να επιβάλλει νόμους για την εφαρμογή της ακραίας εκδοχής του ισλάμ που εφαρμόζει το φονταμενταλιστικό κίνημα, καίγοντας για παράδειγμα μουσικά όργανα στην επαρχία Χεράτ (δυτικά) το Σάββατο.
Ταυτόχρονα, η αμερικανική αντιπροσωπεία «κατέγραψε» την «ανανεωθείσα δέσμευση» των Ταλιμπάν να μην επιτρέψουν το έδαφος του Αφγανιστάν να χρησιμοποιηθεί ως πλατφόρμα για να εξαπολυθούν επιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ και συμμάχων τους, αναγνωρίζοντας επίσης πως έχει υπάρξει «μείωση των τρομοκρατικών επιθέσεων ευρείας κλίμακας εναντίον Αφγανών αμάχων».
Ακόμη, οι αξιωματούχοι κάλεσαν τους συνομιλητές τους να προχωρήσουν στην «άμεση απελευθέρωση Αμερικανών πολιτών που κρατούνται» από τις de facto αρχές του Αφγανιστάν.
Όσον αφορά τον αγώνα κατά του οπίου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγνώρισε τη «σημαντική πτώση» των επιφανειών όπου καλλιεργείται οπιούχα παπαρούνα τη φετινή περίοδο, μετά την απαγόρευση των Ταλιμπάν.
Η αμερικανική αντιπροσωπεία είχε επίσης συνομιλίες με αντιπροσώπους της αφγανικής κεντρικής τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών και ανέφερε πως «κατέγραψε» τη μείωση του πληθωρισμού και την αύξηση των εξαγωγών και των εισαγωγών εμπορευμάτων το 2023. Δήλωσε «ανοικτή στον τεχνικό διάλογο όσον αφορά ζητήματα οικονομικής σταθεροποίησης προσεχώς», κατά το ενημερωτικό δελτίο.
Ως και σήμερα, καμιά κυβέρνηση του κόσμου δεν έχει αναγνωρίζει επίσημα το καθεστώς των Ταλιμπάν, το «Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν» (ΙΕΑ), όπως το αποκαλούν.
Αφού κατέλαβαν την εξουσία οι Ταλιμπάν περίπου 7 δισεκ. δολάρια, κεφάλαια της αφγανικής κεντρικής τράπεζας προερχόμενα κυρίως από δωρεές δυτικών συμμάχων στην προηγούμενη κυβέρνηση, δεσμεύτηκαν στην Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης [σ.σ. ένα από τα 12 παραρτήματα της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας]. Το μισό από το ποσό αυτό έχει μεταφερθεί στο λεγόμενο Αφγανικό Ταμείο, με έδρα την Ελβετία. Ωστόσο, λογιστικός έλεγχος στην αφγανική κεντρική τράπεζα δεν κέρδισε την υποστήριξη της Ουάσιγκτον για να της διατεθούν κεφάλαια από το καταπίστευμα αυτό.