Ήταν μια νύχτα του Απριλίου του 2014, όταν ένοπλοι της Μπόκο Χαράμ εισέβαλαν στο οικοτροφείο της πόλης Τσιμπόκ της βορειοανατολικής Νιγηρίας και απήγαγαν 276 μαθήτριες, σημαδεύοντας για πάντα τη ζωή τους.
Οι ισλαμιστές τρομοκράτες εφόρμησαν στο κυβερνητικό γυμνάσιο θηλέων, ενώ τα κορίτσια προετοιμάζονταν για εξετάσεις. Ήταν μαθήτριες, ηλικίας 15 έως 17 ετών. Τις ανάγκασαν να επιβιβαστούν σε φορτηγά με προορισμό το κρησφύγετό τους στο αχανές και πυκνό δάσος Σαμπίσα, βάζοντας φωτιά στα κτήρια του σχολείου πριν φύγουν.
Από τα απαχθέντα κορίτσια τα 57 κατάφεραν να δραπετεύσουν εκείνη τη νύχτα, κάποια πηδώντας από κινούμενα φορτηγά, όμως 219 αιχμαλωτίστηκαν. Μεταξύ του 2016 και του 2017, περισσότερα από 100 από αυτά απελευθερώθηκαν τελικά, αλλά η τύχη άλλων 82 εξακολουθεί να αγνοείται, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία.
«Γνωρίζαμε ότι δεκάδες είχαν προσηλυτιστεί και είχαν παντρευτεί… Ποτέ δεν ήταν πολύ σαφές πόσες ακριβώς έμειναν πίσω» δηλώνει ο Πασκάλ Χόλιγκερ, διαπραγματευτής του ελβετικού υπουργείου Εξωτερικών, που συμμετείχε στην ομάδα διαμεσολάβησης για την απελευθέρωση των κοριτσιών.
Το όνομα Μπόκο Χαράμ, στην γλώσσα των Χάουσα, μεταφράζεται περίπου ως «η δυτική εκπαίδευση είναι αμαρτία», αντανακλώντας την ιδεολογική αντίθεση των τζιχαντιστών μαχητών στην κοσμική εκπαίδευση, ιδίως για τα κορίτσια.
Πολλά από τα κορίτσια της Τσιμπόκ που απελευθερώθηκαν, ορισμένα από τα οποία γέννησαν ενώ βρίσκονταν σε αιχμαλωσία, έχουν αποφύγει τις κοινότητές τους καθώς στιγματίζονται επειδή έπεσαν θύματα βιασμού των ισλαμιστών μαχητών. Υπήρξε επίσης δυσαρέσκεια σε τοπικές κοινότητες της βορειοανατολικής Νιγηρίας για τη δημοσιότητα που δόθηκε στα κορίτσια.
Η Μάργκρετ Γιάμα, ένα από τα κορίτσια που διασώθηκε, αντιστάθηκε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της να «παντρευτεί» έναν από τα μέλη της Μπόκο Χαράμ, παρόλο που αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα χρειαζόταν να εργάζεται σκληρά ως σκλάβα και θα είχε καλύτερο φαγητό. «Θα προτιμούσα [να είχα πεθάνει] από την πείνα παρά να τον παντρευτώ» δηλώνει στον Guardian. Τα κορίτσια διατάχθηκαν επίσης να ασπαστούν το Ισλάμ. Η Γιάμα, η οποία είναι χριστιανή, προσποιήθηκε ότι το έπραξε, αλλά διατήρησε τη χριστιανική πίστη της.
Όταν επέστρεψε σπίτι της έμαθε ότι η μητέρα της είχε πεθάνει. Η οικογένειά της την υποδέχτηκε θερμά στο σπίτι, έχοντας λάβει ψυχολογική υποστήριξη στην πρωτεύουσα Αμπούτζα. Όμως όπως όλα τα κορίτσια που απελευθερώθηκαν -ενήλικες γυναίκες τώρα- αντιμετωπίζει την καχυποψία και τον στιγματισμό της κοινωνίας, που απορρίπτει τις «κακοποιημένες» και τις φήμες να «οργιάζουν» ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν ως αποτέλεσμα του βιασμού εγκαταλείφθηκαν στο δάσος.
Η ιστορία της Αμίνα Αλί Νκέκι διαφέρει. Παντρεύτηκε έναν μαχητή της Μπόκο Χαράμ και απέκτησε ένα παιδί. Είναι ένα από τα λίγα παντρεμένα κορίτσια που κατάφεραν να δραπετεύσουν. Η Αμίνα Αλί δεν ήθελε να παντρευτεί αλλά φοβόταν ότι θα τη χρησιμοποιούσαν ως σκλάβα του σεξ.
«Η εικόνα που αποκόμισα ήταν ότι θα με χρησιμοποιούσε ένας άντρας αρκετά μεγάλος, στην ηλικία του πατέρα μου, και ότι όταν θα με βαριόταν θα με παρέδιδε πάλι σε κάποιον άλλο. Έτσι θα συνεχιζόταν η ζωή μου και θα γεννούσα πολλά παιδιά που θα έπρεπε να τα αφήσω σε διαφορετικούς ανθρώπους, οπότε επέλεξα απλώς να παντρευτώ έναν άνδρα» δηλώνει στον Guardian. Όταν ο κυβερνητικός στρατός πύκνωσε τις επιδρομές του στο δάσος Σαμπίσα, άδραξε την ευκαιρία και δραπέτευσε με τη βοήθεια του συζύγου της.
Η Αμίνα Αλί Νκέκι σπουδάζει τώρα στο πανεπιστήμιο. Η οικογένειά της έχει αγκαλιάσει την ίδια και την οκτάχρονη κόρη της, Σαφιγιά, αλλά το κορίτσι συχνά δέχεται εκφοβισμό επειδή είναι «παιδί της Μπόκο Χαράμ».
Η αναζήτηση των κοριτσιών του Τσιμπόκ ξεκίνησε μόλις ένα μήνα μετά τις απαγωγές, καθώς οι διαμαρτυρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με το hashtag #BringBackOurGirls, πήραν διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Κίνα προσφέρθηκαν να παράσχουν στη Νιγηρία υποστήριξη στρατιωτική και σε επίπεδο πληροφοριών. Ωστόσο, υπήρχαν εντάσεις μεταξύ της Νιγηρίας και των ΗΠΑ σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ κατά τους πρώτους μήνες της κρίσης, η κυβέρνηση του Γκουντλάκ Τζόναθαν απέρριψε την προσφορά διάσωσης από δυνάμεις της Βρετανίας, πρώην αποικιοκρατική δύναμη στη χώρα, οι οποίες είχαν εντοπίσει τα κορίτσια.
«Δυσανασχετούσαν και απέρριπταν την εξωτερική ανάμειξη σε αυτό που θεωρούσαν δικές τους υποθέσεις εσωτερικής ασφάλειας» λέει στον Guardian ο Μάθιου Πέιτζ, του βρετανικού think-tank Chatham House. «Και ήταν πάντα πολύ επιφυλακτικοί για τους λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ και οι Βρετανοί θα ήθελαν να τους βοηθήσουν στρατιωτικά».
Η απαγωγή των κοριτσιών της Τσιμπόκ παραμένει διεθνώς το πιο προβεβλημένο παράδειγμα της στοχοποίησης σχολείων από τους ισλαμιστές αντάρτες, αλλά στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά μία καταγραφή στα στατιστικά στοιχεία των απαγωγών μαθητών και κυρίως μαθητριών από την οργάνωση και επιθέσεών της κατά εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Την τελευταία δεκαετία, η κυριαρχία της Μπόκο Χαράμ μεταξύ των τζιχαντιστικών οργανώσεων έχει εξασθενήσει, αλλά οι μέθοδοί της εξακολουθούν να εφαρμόζονται από άλλες ριζοσπαστικές ισλαμιστικές οργανώσεις. Οι επιδρομές σε σχολεία συνεχίζονται σε όλη τη Νιγηρία -οι περισσότερες όμως γίνονται στα βορειοδυτικά της χώρας αν και η συντριπτική πλειονότητα βρίσκεται στη φτωχή ενδοχώρα, στα βορειοδυτικά της αχανούς χώρας των 231 εκατομμυρίων.
Περισσότεροι από 1.740 μαθητές -τα περισσότερα κορίτσια- εκπαιδευτικοί και εργαζόμενοι στα σχολεία έχουν απαχθεί από το 2014, με πιο πρόσφατο περιστατικό τον περασμένο μήνα, όταν ένοπλοι απήγαγαν τουλάχιστον 287 μαθητές, ηλικίας μεταξύ 7 και 18 ετών, από ένα σχολείο στην Κουρίγκα, στην πολιτεία Καντούνα της βορειοδυτικής Νιγηρίας.
Σύμφωνα με τη UNICEF, τον Μάρτιο του 2021, περισσότερα από 618 σχολεία έκλεισαν σε έξι βόρειες πολιτείες της Νιγηρίας (Σοκότο, Ζαμφάρα, Κάνο, Κατσίνα, Νίγηρας και Γιόμπε) λόγω του φόβου επιθέσεων και απαγωγών μαθητών και μελών του προσωπικού. Στις 7 Μαρτίου, πληροφορίες ανέφεραν ότι περισσότεροι από 100 μαθητές, κυρίως κορίτσια, απήχθησαν από εγκληματικές συμμορίες από ένα σχολείο στην Κουρίγκα, στα βορειοδυτικά της Νιγηρίας. Δύο ημέρες αργότερα, άλλα 15 παιδιά απήχθησαν από ένα οικοτροφείο στην πολιτεία Σοκότο, επίσης στα βορειοδυτικά.
Η κλιματική κρίση έχει γίνει απειλή και για την εκπαίδευση, καθώς ακραία καιρικά φαινόμενα -όπως πλημμύρες και κατολισθήσεις- έχουν καταστήσει ορισμένα σχολεία απρόσιτα ή τις αίθουσες διδασκαλίας μη ασφαλείς.
Οι εγκληματικές συμμορίες εκμεταλλεύονται επίσης το προηγούμενο των τζιχαντιστών, Δημιουργώντας μία «βιομηχανία» απαγωγών για λύτρα που «ανθεί» στη βορειοκεντρική Νιγηρία, σύμφωνα με την μη κυβερνητική οργάνωση «Save the Children».
Οι απαγωγές μαθητών -κυρίως κοριτσιών- στη Νιγηρία συνεχίζονται, κάτω από ένα ολοένα και πιο αμυδρό φως της δημοσιότητας.