Του Γιώργου Παυλόπουλου
Χωρίς ιδιαιτέρως και άμεσα αρνητικές συνέπειες για την Άγκυρα αναμένεται να κυλήσει η σύνοδος κορυφής της ΕΕ, η οποία διεξάγεται αύριο και μεθαύριο στις Βρυξέλλες. Όσο για τον Ταγίπ Ερντογάν, μάλλον έχει σοβαρότερους λόγους για να χάσει τον ύπνο του από τις αποφάσεις των Ευρωπαίων – τη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν οι Κούρδοι μαχητές, αλλά και την έντονη κριτική που του έχουν αρχίσει να του ασκούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ραγίζοντας την εικόνα της εθνικής ενότητας και κατηγορώντας τον ότι με τις ενέργειες και τις αποφάσεις του οδηγεί την Τουρκία στην διεθνή απομόνωση.
Όσον αφορά στους Ευρωπαίους, πάντως, τα όσα διεμείφθησαν κατά τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών – όπου δεν κατέστη δυνατή ούτε καν η επιβολή εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων προς την Άγκυρα – είναι αποκαλυπτικά τόσο της απροθυμίας που επικρατεί στο εσωτερικό τους για μετωπική σύγκρουση με την Τουρκία όσο και της θετικής στάσης που επιδεικνύουν ορισμένοι εταίροι απέναντι στην εισβολή κατά των Κούρδων στη Συρία. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκουν το Ηνωμένο Βασίλειο του Μπόρις Τζόνσον και η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν.
Βρετανία και Ουγγαρία
«Η Τουρκία αντιμετώπιζε στο παρελθόν και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια απειλή η οποία προέρχεται από ομάδες όπως το ΡΚΚ (...) και ορισμένες φορές αναγκάζεται να κάνει αυτό που πρέπει για να υπερασπιστεί τον εαυτό της», δήλωσε χθες χαρακτηριστικά ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, προσθέτοντας ότι η χώρα του προσπαθεί «να διασφαλίσει ότι δεν θα παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε αυτή τη διαδικασία».
Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Εξωτερικών, Ντόμινικ Ράαμπ, ανακοίνωνε την διακοπή της πώλησης οπλικών συστημάτων «τα οποία ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία» – χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίσει ποιοι και πώς θα κρίνουν το εάν και κατά πόσο γίνεται τέτοιου είδους χρήση.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας, Πέτερ Σιζάρτο, μιλώντας χθες στο περιθώριο διάσκεψης που πραγματοποιείται στο Αζερμπαϊτζάν, δήλωσε ότι η χώρα του «εάν η Τουρκία δημιουργήσει μια ασφαλή ζώνη στη Συρία, ώστε να διασφαλίσει την επιστροφή οικογενειών οι οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Συρία, είναι πρόθυμη να συνεργαστεί μαζί της – παίρνοντας έτσι ανοιχτά αποστάσεις από το ανακοινωθέν των υπουργών Εξωτερικών, που σημειώνει ότι η ΕΕ «δεν θα παράσχει οικονομική βοήθεια για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της περιοχής, όταν παραβιάζονται τα δικαιώματα των τοπικών πληθυσμών».
Όσο για τη Γερμανία, η οποία εμφανίζεται τώρα να πρωτοστατεί στις πιέσεις προς τον πρόεδρο της Τουρκίας για τον τερματισμό της εισβολής – η Μέρκελ φέρεται να χρησιμοποίησε «αυστηρή γλώσσα» στη συνομιλία της με τον Ερντογάν – επί της ουσίας δεν επιθυμεί σύγκρουση. Αξίζει να σημειωθεί, άλλωστε, ότι τις παραμονές της έναρξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη βόρεια Συρία, ο υπαρχηγός της Μέρκελ και ηγέτης των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, Χορστ Ζέεχοφερ, είχε επισκεφθεί τον Ερντογάν και του είχε αποδώσει τα εύσημα για τα όσα κάνει στο προσφυγικό.
Σκληρή γλώσσα, μηδέν κυρώσεις
Ακόμη και η Volkswagen, η οποία έχει μεγάλα συμφέροντα στην τουρκική αγορά, περιορίστηκε σε μια ήπια ανακοίνωση, με την οποία απλώς αναβάλει την απόφασή της για την κατασκευή ενός νέου μεγάλου εργοστασίου στην Τουρκία. «Παρακολουθούμε προσεκτικά την παρούσα κατάσταση και βλέπουμε με ανησυχία τις εξελίξεις», ανέφερε χαρακτηριστικά ο όμιλος που αποτελεί σημαία της γερμανικής βιομηχανίας.
Φυσικά, η σύνοδος είναι σχεδόν δεδομένο ότι θα καταλήξει σε ένα ανακοινωθέν που θα καταδικάζει την Άγκυρα. Ένα ανακοινωθέν που δεν θα περιορίζεται στα όσα συμβαίνουν στη βόρεια Συρία, αλλά θα αφορά και τις εξελίξεις στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου η Άγκυρα εμμένει στην παραβίαση της κυπριακής ΑΟΖ και τη γραμμή της «συνεκμετάλλευσης» των υδρογονανθράκων. Είναι πιθανό, μάλιστα, η γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί να είναι πιο σκληρή σε σχέση με τις προηγούμενες φορές, αλλά και σε σύγκριση με την αντίστοιχη που χρησιμοποίησε ο Λευκός Οίκος προχθές, επιβάλλοντας τις δικές του κυρώσεις (αφού πρώτα είχε δώσει το πράσινο φως για την εισβολή...).
Χωρίς συγκεκριμένα μέτρα και κυρώσεις, όμως, το αυτί του «σουλτάνου» δεν πρόκειται να ιδρώσει. Κάτι που θα μπορούσε να συμβεί εάν οι Ευρωπαίοι αποφάσιζαν να χρησιμοποιήσουν το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουν: Τα 150 περίπου δισ. ευρώ των διμερών εμπορικών συναλλαγών, που καθιστούν την ΕΕ τον πιο σημαντικό εταίρο της Τουρκίας...
John MacDougall/Pool Photo via AP