Δύσκολη, αν όχι αδύνατη, θεωρείται η επίτευξη μιας εφ' όλης της ύλης συμφωνίας ανάμεσα στους ηγέτες των «27», στην τηλεδιάσκεψη κορυφής της Πέμπτης 23 Απριλίου, γύρω από το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης της Ευρώπης από την κρίση που προκάλεσε ο νέος κορονοϊός. Αυτή είναι η εκτίμηση του Reuters και της πλειοψηφίας των διεθνών αναλυτών, με την οποία άλλωστε συνάδει και η πορεία που έχουν στις αγορές οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων της Ιταλίας και των περισσότερων άλλων χωρών του Νότου, που κινούνται ανοδικά από τις αρχές της εβδομάδας.
Την ίδια στιγμή, όμως, είναι φανερό ότι καταβάλλονται σοβαρές προσπάθειες προκειμένου να αποφευχθεί ένα νέο φιάσκο και να υπάρξει σύγκλιση, έτσι ώστε να σταλεί ένα μήνυμα ότι «η ΕΕ είναι εδώ» – τόσο προς τις κοινωνίες και τις επιχειρήσεις όσο και προς τον έξω κόσμο. Αυτό αποδεικνύει, άλλωστε, η διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Δευτέρας ανάμεσα στους επικεφαλής των κυβερνήσεων πέντε κρατών-μελών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Ολλανδία), καθώς και τους προέδρους της Κομισιόν και του Συμβουλίου, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Σαρλ Μισέλ.
Ακόμη πιο σημαντικό ήταν, βεβαίως, το ένα βήμα πίσω που φέρεται να έκανε η καγκελάριος της Γερμανίας, η οποία εμφανίστηκε ανοιχτή στη διάθεση ευρωπαϊκών κεφαλαίων πέραν των 540 δισ. ευρώ που αποφάσισε το πρόσφατο Eurogroup και μάλιστα μέσω νέων μηχανισμών δανεισμού, οι οποίοι όμως ενυπάρχουν στις ισχύουσες συνθήκες – και συγκεκριμένα στο Άρθρο 122, που προβλέπει πως «όταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, το Συμβούλιο, προτάσσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει να του χορηγήσει, υπό ορισμένους όρους, χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης».
«Δεν ισχυρίζομαι πως (η θέση της Μέρκελ) είναι επαρκής, όμως δημιουργεί ένα παράθυρο το οποίο δεν υπήρχε μέχρι τώρα και αποδεικνύει ότι τα πράγματα είναι ρευστά», σχολίασε χαρακτηριστικά ο Λούκας Γκούτενμπεργκ, πολιτικός αναλυτής στο Κέντρο Ζακ Ντελόρ του Βερολίνου.
Η πρόταση της Ισπανίας
Ιδιαίτερη σημασία φαίνεται πως έχει και η πρόταση την οποία κατέθεσε η κυβέρνηση της Ισπανίας – η οποία φιλοδοξεί να παίξει τον «ενδιάμεσο», συμβιβάζοντας τις αρχικές θέσεις της Ιταλίας (ευρωομόλογο ή τίποτα) με εκείνες Γερμανίας και Ολλανδίας (ESM και τέλος). Κι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο από τη στιγμή που ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Φρανκ Τίμερμανς, εκτίμησε πως «μπορεί να είναι η βάση για μια ευρωπαϊκή συμφωνία» – ενώ κι η Ρώμη έχει διαμηνύσει ότι, αν μη τι άλλο, την συζητά.
Ποια είναι, όμως, τα βασικά στοιχεία της ισπανικής πρότασης; Σύμφωνα με το non-paper που κυκλοφόρησε η Μαδρίτη την Κυριακή, 19 Απριλίου, αυτή περιλαμβάνει τρεις πυλώνες: Την ταχεία εφαρμογή των αποφάσεων του Eurogroup, την εγκαθίδρυση ενός Ταμείου Ανάκαμψης και την αναθεώρηση της πρότασης για τον νέο επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ που αφορά στο διάστημα 2021-'27.
Όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα, οι Ισπανοί ζητούν η εφαρμογή να αρχίσει το αργότερο την 1η Ιουνίου, με την πλήρη ενεργοποίηση και των τριών «εργαλείων» (ESM, SURE και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων). Πρόκειται για ένα αίτημα που συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες να γίνει δεκτό από την ομάδα του Βορρά, έστω κι αν η Φινλανδία (που πήρε τη σκυτάλη του «κακού» από τους Ολλανδούς) έχει ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις και πίστωση χρόνου.
Όσον αφορά στον δεύτερο πυλώνα, όμως, που είναι και το «κλειδί» της πρότασης, τα πράγματα δεν είναι εξίσου απλά και αυτονόητα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι πρόκειται, ουσιαστικά, για την συγκεκριμενοποίηση μιας πρότασης την οποία είχε αρχικά καταθέσει η Γαλλία, η οποία είχε επίσης προσδιορίσει την δύναμη πυρός του Ταμείου αυτού στα 1-1,5 τρισ. ευρώ, χωρίς να προσθέσει επαρκείς (και κρίσιμες) λεπτομέρειες.
Ευρωομόλογο, χωρίς αμοιβαίο χρέος!
Σύμφωνα με τη Μαδρίτη, λοιπόν, το παραπάνω ποσό θα συγκεντρωθεί μέσω κοινού δανεισμού των «27» από τις αγορές και με όπλο την ανώτατη δυνατή αξιολόγηση του «Τριπλού Α» που έχει η ΕΕ σήμερα – ενώ ως εγγύηση θα λειτουργήσει ο επταετής προϋπολογισμός. Θα πρόκειται για ένα «αέναο χρέος», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο non-paper, του οποίου πρακτικά θα αποπληρώνονται μόνο τα τοκοχρεολύσια – κι αυτό όχι από υπάρχοντα κεφάλαια, αλλά μέσω ενός νέου «πακέτου» πανευρωπαϊκών φόρων.
Όσο για τη διάθεση ποσών προς τα κράτη-μέλη, αυτή θα έχει την μορφή «δωρεάς» και όχι «δανεισμού», κάτι που σημαίνει πως ούτε θα συνοδεύεται από μνημόνια ούτε θα αυξάνει το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Προβλέπεται δε να αρχίσει από την 1η Ιανουαρίου 2021, ενώ το ύψος των ποσών προς κάθε χώρα θα καθορίζεται από ένα αλγόριθμο ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη του μια σειρά παραμέτρους: Την έκταση του πλήγματος που δέχθηκε το καθένα από την πανδημία, τους κλάδους της οικονομίας που επλήγησαν και την ανεργία που προκλήθηκε, όπως φυσικά και από το μέγεθος και το ειδικό βάρος που έχει στην ΕΕ.
Από μια πρώτη άποψη, δηλαδή, πρόκειται για ένα ευρωομόλογο το οποίο όμως δεν οδηγεί σε αμοιβαιοποίηση του χρέους και, κατά συνέπεια, μεγαλύτερα βάρη για τις πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Πολύ απλά, διότι δεν προβλέπεται αποπληρωμή αυτού του χρέους – στην περίπτωση, φυσικά, που οι αγορές και οι επενδυτές δεχθούν την λογική του και το αγοράσουν.
Τέλος, σε σχέση με τον τρίτο πυλώνα, ο οποίος έχει να κάνει με τον επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ, δεν αποκλείεται να υπάρξει συμβιβασμός, καθώς και η Μέρκελ δήλωσε ότι «ο επόμενος προϋπολογισμός θα είναι σαφώς πιο διαφορετικός και μεγαλύτερος». Έτσι, ήρε ουσιαστικά την θέση την οποία εξέφραζε μέχρι σήμερα το Βερολίνο επισήμως και απομένει να κάνουν κάτι ανάλογο και οι σύμμαχοί του στην ΕΕ (κάτι που, πάντως, δεν είναι αυτονόητο).
Μακρόχρονο παζάρι
Όπως είναι προφανές, έχουν ανοίξει τεράστια κεφάλαια στη διαπραγμάτευση, το κλείσιμο των οποίων κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση θα είναι για τους ηγέτες των «27». Σίγουρα, πάντως, θα επιδιώξουν συμβιβασμό – με πιθανότερο σενάριο να φαντάζει αυτό της ανάθεσης σε μια ειδική ομάδα ή και την ίδια την Κομισιόν, της περαιτέρω διαπραγμάτευσης και παρουσίασης μιας συνεκτικής πρότασης στη βάση των παραπάνω.
Κανείς, βεβαίως, δεν γνωρίζει πόσο χρόνο θα διαρκέσει αυτό. Ειδικά καθώς το 2021 είναι χρονιά εκλογών στη Γερμανία και το 2022 στη Γαλλία – ενώ για την Ιταλία και την Ισπανία η ώρα αυτή μπορεί να σημάνει ανά πάσα στιγμή. Κάτι που σημαίνει ότι Μέρκελ, Μακρόν, Κόντε και Σάντσεθ πρέπει να πάρουν κάτι το οποίο να είναι σε θέση να «πουλήσουν» στο εσωτερικό τους.