Εν μέσω ενός εκρηκτικού περιφερειακού περιβάλλοντος και με τους μουλάδες του Ιράν σε πλήρη επίγνωση ότι μπορεί να έχουν καταστείλει με αίμα το μαζικό κίνημα διαφωνούντων στο εσωτερικό της ώρας αλλά η οργή κάθε άλλο παρά έχει σβήσει, το θεοκρατικό καθεστώς επιχειρεί πρωτίστως μετά το θάνατο του προέδρου Εμπραχίμ Ραΐσί να προβάλλει μία εικόνα διατήρησης του ελέγχου και της τάξης, ενώ σε πρώτη «ανάγνωση» δεν προβάλλει κάποια αλλαγή στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής που άλλωστε χαράσσεται αποκλειστικά και μόνο από τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη της χώρας Αγιατολάχ Αλί Χαμενεϊ.
Στη μνήμη του «εκλεκτού» του Εμπραχίμ Ραΐσί, ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεϊ κηρύσσει πενθήμερο εθνικό πένθος στην Ισλαμική Δημοκρατία και στέλνει μήνυμα εντός και εκτός ότι δεν θα υπάρξει «καμία διατάραξη» στο έργο της κυβέρνησης «δείχνοντας» στην ασφάλεια εντός και εκτός συνόρων, τη στιγμή που ανοίγει το «κεφάλαιο» της διαδοχής Ραΐσί στους κόλπους ενός σκοταδιστικού ισλαμικού καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από που φράξιες διαγκωνίζονται διαρκώς για ιδεολογική υπεροχή.
Οι πλέον σκληροπυρηνικοί συσπειρώνονται γύρω από μία στρατηγική εξωτερικής πολιτικής που θέλει έναν «αποκαλυπτικό πόλεμο» κατά των «εχθρών» διά των πληρεξουσίων του Ιράν, βαλλιστικών πυραύλων και πυρηνικών όπλων. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι από τις σοβαρότερες απειλές για την παγκόσμια σταθερότητα σήμερα, σχολιάζει ο Τζέικ Ουάλις Σίμονς στο Spectator.
Αν και ο ίδιος ο Ραϊσί δεν είχε ευθυγραμμιστεί μαζί τους, τον θεωρούσαν ως την πιο «πρακτική» λύση για το ρόλο του ανώτατου πνευματικού ηγέτη του Ιράν. Το βιογραφικό του ήταν άλλωστε αρκούντως αιμοσταγές, ήδη από τις ημέρες που διατελούσε γενικός εισαγγελέας στην Τεχεράνη συγκροτώντας τις διαβόητες «επιτροπές θανάτου» που εκτέλεσαν μαζικά χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους το 1988.
Ο θάνατος του Εμπραχίμ Ραΐσί αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα για την Ισλαμική Δημοκρατία ακριβώς λόγω του γεγονός ότι προαλειφόταν ως διάδοχός του 85χρονου σήμερα Αγιατολάχ Αλί Χαμενεϊ. Είναι ο πνευματικός ηγέτης, και όχι ο πρόεδρος που κινεί τα ηνία στο θεοκρατικό καθεστώς. Εκείνος έχει την πρώτη και τελευταία λέξη. Το Ιράν τελούσε ήδη σε διαδικασία εσωτερικής μετάβασης λόγω της προχωρημένης ηλικίας Χαμενεΐ, και ο Ραϊσί ήταν ο προστατευόμενός του και το πρόσωπο που όλα έδειχναν πως θα τον αντικαθιστούσε ως την ηγετική μορφή μίας απολυταρχίας στο όνομα της θρησκείας.
Άλλες σκληροπυρηνικές φράξιες, όπως οι υποστηρικτές του Μοχάμεντ Μπαγκέρ Καλιμπάφ, του προέδρου του ιρανικού Κοινοβουλίου και πρώην διοικητή των Φρουρών της Επανάστασης (IRCG), είχαν αντιταχθεί στον Ραΐσί στη βάση ανταγωνιστικών συμφερόντων με μία «δόση» ιδεολογικών διαφορών. Ο θάνατός του «ανοίγει» την πάλη για εξουσία και υπάρχουν φόβοι ότι ένας ακόμη πιο σκοτεινός υποψήφιος θα μπορούσε να πάρει τη θέση του δεδομένων των σημερινών γεωπολιτικών εντάσεων.
Πολιτικοί που εκφράζουν μεταρρυθμιστική κατεύθυνση δεν έχουν απομείνει στο Ιράν, καθώς ένα καθεστώς ολοκληρωτικό και αδίστακτο έχει φροντίσει όλα αυτά τα χρόνια να τους περιθωριοποιήσει. Στις εκλογές του 2021 που ανέδειξαν τον Ραΐσί στην προεδρία, ο Χαμενεΐ είχε θέσει εκτός συναγωνισμού διά του αποκλεισμού κάθε άλλο σοβαρό, πολλώ δε μάλλον μεταρρυθμιστή, υποψήφιο. Ο Ραΐσί ήταν μία «ασφαλής» επιλογή για τον πνευματικό ηγέτη, εξ ου και την υποστήριξε. Ο ρόλος του προέδρου στο Ιράν είναι άλλωστε σχεδιασμένος για να απορροφά εκείνος τους «κραδασμούς», και να μένει ο πνευματικός ηγέτης στο απυρόβλητο.
Οι μεταρρυθμιστές έχουν αποκλειστεί πλέον και από το Κοινοβούλιο, όπως αποτυπώθηκε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Η συμμετοχή στις κάλπες του Μαρτίου δεν ξεπέρασε το 41% και ήταν η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί σε βουλευτικές εκλογές από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, μεταφραζόμενη σε ένδειξη της δυσαρέσκειας των Ιρανών για τη δεινή κατάσταση της οικονομίας που μαστίζεται από τις διεθνείς κυρώσεις και το ίδιο το καθεστώς που πνίγει τις ελευθερίες τους.
Η οργή για το θάνατο της 22χρονης Κούρδισσας Μάχσα Αμινί στα «χέρια» της διαβόητης αστυνομίας ηθών, επειδή δεν φόρεσε σωστά την χιτζάμπ που επέβαλε με διάταγμα ο Χομεΐνί στο Ιράν το 1983, πυροδότησε το 2022 μαζικές διαδηλώσεις που μετεξελίθηκαν σε ένα πρωτοφανές μαζικό κίνημα που ζητούσε πλέον ανοιχτά την πτώση του καθεστώτος. Οι Φρουροί της Επανάστασης, ταγμένοι να υπερασπιστούν το ισλαμικό καθεστώς ακόμη και με κόστος ενός εμφυλίου πολέμου, επενέβησαν…
Η φύση και η έκταση των διαδηλώσεων έκαναν τότε πολλούς να αναρωτηθούν αν πρόκειται για μια νέα επανάσταση -μια επανάσταση που θα μπορούσε να ανατρέψει την Ισλαμική Δημοκρατία και να την αντικαταστήσει με μια πιο φιλελεύθερη και αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Υπό το βάρος της καταστολής το μαζικό κίνημα του 2022 υποχώρησε αλλά η οργή δεν έχει σβήσει. H αντίθεση στο θεοκρατικό καθεστώς παραμένει βαθιά ριζωμένη μεταξύ πολλών Ιρανών, ιδίως των νέων, οι οποίοι επιζητούν μεταρρυθμίσεις, θέσεις εργασίας και απομάκρυνση από την ασφυκτική κυριαρχία των μουλάδων.
Το Εθνικό Συμβούλιο Ιρανικής Αντίστασης, συνασπισμός οργανώσεων της εξόριστης ιρανικής αντιπολίτευσης χαρακτηρίζει το θάνατο Ραΐσί «μνημειώδες στρατηγικό πλήγμα» για τον Χαμενεΐ και το καθεστώς των μουλάδων εκτιμώντας ότι «θα πυροδοτήσει σειρά συνεπειών και κρίσεων στους κόλπους της θεοκρατικής τυραννίας, γεγονός που θα δώσει το έναυσμα στις εξεγερμένες νεολαίες να περάσουν στη δράση». Παρ' όλα αυτά το καθεστώς είναι τόσο αδίστακτο που δεν αφήνει, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, πολλά περιθώρια για σκέψεις ότι ο θάνατος Ραϊσί μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής.
Ο εκλιπών πρόεδρος -που αναλαμβάνοντας καθήκοντα το 2021 αυστηροποίησε τους νόμους περί ηθικής- ήταν εκείνος που επέβλεψε την καταστολή των μεγαλύτερων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων κατά του καθεστώτος, και πρόσφατα την πρώτη άμεση επίθεση του Ιράν κατά του Ισραήλ στις δεκαετίες που μαίνεται ο σκιώδης πόλεμος -σε μία διελκυστίνδα που εξελίχθηκε με τρόπο που κατέστησε σαφές ότι η ιρανική ηγεσία δεν επιζητούσε έναν ανοιχτό πόλεμο με το Ισραήλ.
Τόσο ο θάνατος Ραΐσί, όσο και του ισχυρού υπουργού Εξωτερικών Χοσεΐν Αμίρ Αμπντολαχιάν, σε δυστύχημα με ελικόπτερο έρχονται ακριβώς σε στιγμή μεγάλης έντασης διεθνώς, και ενώ έχει έρθει κατόπιν της σφαγής της 7ης Οκτωβρίου σε πρώτο πλάνο ο ρόλος του Ιράν ως τροφοδότης της τρομοκρατίας διά του δικτύου πληρεξουσίων του. Ανοιχτό παραμένει σαφώς το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αναλυτές και περιφερειακοί αξιωματούχοι δεν αναμένουν πάντως, τη δεδομένη στιγμή τουλάχιστον, κάποια αλλαγή στην κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής του Ιράν.
Εκτελών χρέη προέδρου έχει αναλάβει ο πρώτος αντιπρόεδρος Μοχάμεντ Μοχμπέρ, πρώην τραπεζίτης και πρώην αναπληρωτής κυβερνήτης της επαρχίας Χουζεστάν. Υπό την ηγεσία του ιδίου συγκροτείται επιτροπή στην οποία μετάσχουν επίσης οι επικεφαλής δικαστικού σώματος και του Κοινοβουλίου, η οποία θα αναλάβει να οδηγήσει τη χώρα σε προεδρικές εκλογές μέσα σε διάστημα 50 ημερών, όπως ορίζει το άρθρο 131 του Συντάγματος. Ο Μοχάμεντ Μοχμπέρ καλείται τώρα να ελέγξει το εσωτερικό έναντι πιθανών διαμαρτυριών, αλλά σκληροπυρηνικές φράξιες που ζητούν ακόμα πιο σκληρή γραμμή στο μέτωπο με τη Δύση.
Το υπουργικό συμβούλιο του προέδρου Ραΐσι συνεδρίασε εκτάκτως σήμερα, αφήνοντας σε ένδειξη τιμής τη θέση του στο κέντρο του τραπεζιού της διάσκεψης κενή, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες που δημοσίευσε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων IRNA. Το υπουργικό συμβούλιο εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία εξήρε τις υπηρεσίες του Ραΐσί στη χώρα και στον ιρανικό λαό και ορκίστηκε να ακολουθήσει τα βήματά του. Αυτά τα βήματα ήταν η μεταστροφή του Ιράν προς πιο συντηρητική γραμμή, η καταστολή, η ένταση των επιθέσεων των πληρεξουσιών της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η στενότερη σύμπλευση με Ρωσία και Κίνα.
Ο πρόεδρος του ιρανικού Κοινοβουλίου Μοχάμεντ Μπαγκέρ Καλιμπάφ είχε εδώ και καιρό στραμμένο το βλέμμα στην προεδρία, ενώ πιθανή θεωρείται και μία υποψηφιότητα του πρώην επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης Μοχασέν Ρεζάι, αλλά και του μεταβατικού προέδρου Μοχάμεντ Μοχμπέρ. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή θα ανήκει στον Χαμενεΐ, και δεν φαίνεται να έχει λάβει ακόμη τις αποφάσεις του.
«Δεν νομίζω ότι ο Χαμενεΐ έχει πραγματικά κάποιο όνομα στο μυαλό του, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθήσουν να θέσουν υποψηφιότητα. Όπως ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Μοχάμεντ Μπαγκέρ Καλιμπάφ και ο πρώην ηγέτης των Pasdaran Μοχασέν Ρεζάι», δηλώνει στην Corriere della Sera ο Ιρανός καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί και ειδικός στη Μέση Ανατολή, Σαΐντ Γκολκάρ.
Αμφότεροι έχουν προσπαθήσει στο παρελθόν να θέσουν υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα, περνώντας μάλιστα τον αυστηρό έλεγχο του Συμβουλίου των Φρουρών -όργανο στα χέρια του ανώτατου πνευματικού ηγέτη- αλλά δεν έλαβαν ποτέ αρκετές ψήφους. «Ένας άλλος υποψήφιος θα μπορούσε να είναι ο πρώην πρόεδρος του Κοινοβουλίου Αλί Λαριτζανί, αλλά δεν έχει περάσει τον έλεγχο του Συμβουλίου», επισημαίνει ο Γκολγκάρ.
Όσο για τη διαδοχή Χαμενεΐ, ορισμένοι αναλυτές διακρίνουν πως υπό τις νέες συνθήκες αυξάνονται οι πιθανότητες κληρονομικής διαδοχής, αν και αυτό αντιβαίνει ως προς τις «επαναστατικές αρχές της χώρας» και μένει να διαφανεί ποια δυναμική θα δημιουργηθεί δυναμική υπέρ του Μοτζταμπά Χαμενεΐ, γιου του ανώτατου πνευματικού ηγέτη του Ιράν.