Τον αποκαλούν «πνευματικό του Πούτιν», αν και ο ίδιος το διαψεύδει με κάθε ευκαιρία, τον θεωρούν «πνευματικό της FSB», επειδή μέχρι πρότινος, ήταν ηγούμενος της μονής της Υπαπαντής στο κέντρο της Μόσχας (1995 - 2018), σε απόσταση αναπνοής από την έδρα της διαβόητης αυτής μυστικής υπηρεσίας, στο ναό της οποίας εκκλησιάζονται σχεδόν όλα τα στελέχη της, πιστεύεται πως είναι ο ισχυρότερος εκκλησιαστικός άντρας της Ρωσίας, υπερκεράζοντας ακόμη και τον πατριάρχη Κύριλλο ή τον ηγούμενο της μονής Βαλαάμ στην λίμνη Λάντογκα και, τέλος, ανήκει στα μέλη της Λέσχης Ίζμπορσκ, ενός think tank, το οποίο είναι ο ιδεολογικός εκφραστής της θεωρίας του «Ρωσικού κόσμου».
Σήμερα, είναι πρόεδρος του Πατριαρχικού Συμβουλίου για θέματα πολιτισμού, συν-πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής Κληρικών - Λαϊκών για τον αγώνα κατά της απειλής του αλκοολισμού. Ταυτόχρονα, είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Το βιβλίο του «Σχεδόν άγιοι», έχει μεταφραστεί με χορηγία του Πατριαρχείου της Μόσχας σε δεκάδες ξένες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και τα Ελληνικά. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε εκατομμύρια αντίτυπα στην Ρωσία και μόνο για τους τρεις πρώτους μήνες του 2023, κατέχει την πρώτη θέση στις λιανικές πωλήσεις. Τέλος, είναι ο διευθυντής του εκκλησιαστικού πόρταλ «Ορθοδοξία».
Ο λόγος, φυσικά, για τον μητροπολίτη Πσκοφ και Ποχρόφ, Τίχονα Σεβκουνόφ (1958), τον άνθρωπο που βρίσκεται διαρκώς στα φώτα της δημοσιότητας, πότε με τις πρωτοβουλίες του για τη δημιουργία μίας ρωσικής Disneyland, ενός θεματικού πάρκου του «Ρωσικού κόσμου», όπου παρουσιάζεται η επίσημη και στρεβλή ιστορία της Ρωσίας, πότε με τις δηλώσεις του για τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας και πότε με τις επιθέσεις του κατά της Δύσης.
Γεννήθηκε στην Μόσχα και τον μεγάλωσε η μητέρα του, μικροβιολόγος το επάγγελμα. Ο ίδιος αναφέρει στο βιογραφικό του πως ανήκει σε γένος ελληνικό και παραθέτει πως ήταν συγγενείς του ο Κοσμός Χριστοφόβιτς και Κυριακή Αναστάσοβνα Παπαδοπούλου, οι οποίοι ζούσαν κατά τη δεκαετία του 1920 στο Γκελεντζίκ και υπέστησαν διώξεις ως κουλάκοι.
Απόφοιτος του διάσημου Κινηματογραφικού Ινστιτούτου της Μόσχας (τμήμα Λογοτεχνίας», ο νεαρός Γκεόργκι, όπως ήταν κατά κόσμον το όνομά του, ήρθε σε επαφή με τον κύκλο της οικογένειας Τσαβτσαβάτζε, μοναρχικών και οπαδών της Λευκής Φρουράς, γεγονός που απέβη καθοριστικό για την μετέπειτα εξέλιξή του. Στον κύκλο αυτό μυήθηκε στον αποκρυφισμό, απέκτησε σχέσεις με απογόνους της παλιάς ρωσικής αριστοκρατίας και με το ζήλο του νεοφώτιστου ασπάστηκε διάφορες ιδέες που ευδοκιμούσαν στους κύκλους της ρωσικής, μοναρχικής και φονταμενταλιστικής δεξιάς.
Λίγο μετά την αποφοίτησή του, ο νεαρός Γκεόργκι, γίνεται δόκιμος μοναχός στη μονή του Σπηλαίου στο Πσκοφ, όπου ήταν ηγούμενος ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης. Πολλά χρόνια αργότερα, το 2000, ο Τίχων, όπως ήταν πλέον το όνομά του, θέλησε να γνωρίσει τον «πνευματικό» του στον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος μόλις είχε ανέλθει στον τσαρικό θρόνο της νέας, μετακομμουνιστικής Ρωσίας. Η συνάντηση κράτησε λίγα λεπτά και βγαίνοντας από το κελί, ο Πούτιν είπε στον Τίχωνα, «διασκεδαστικό γεροντάκι».
Η εκκλησιαστική σταδιοδρομία του Τίχωνα ήταν αξιοσημείωτα ραγδαία. Λίγο καιρό μετά την κουρά του, μετατέθηκε στο εκδοτικό τμήμα του Πατριαρχείου Μόσχας, υπό τη διεύθυνση του μητροπολίτη Πιτιρίμ, ενός από τους πλέον ισχυρούς ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας. Από την εποχή εκείνη, κυκλοφορούν διάφορες φήμες, σύμφωνα με τις οποίες ο νεαρός μοναχός ήταν εραστής των δολοπλοκιών, ενώ πολλοί όταν αναφέρονταν σε αυτόν χρησιμοποιούσαν ένα λογοπαίγνιο, το οποίο υπαινισσόταν πως ήταν λαθρακουστής και πληροφοριοδότης των μυστικών υπηρεσιών.
Η δεκαετία του 1990 ήταν η εποχή της μετεωρικής ανόδου του Τίχωνα στην εκκλησιαστική ιεραρχία: ιεροδιάκονος, ιερομόναχος, προϊστάμενο στο μετόχι της μονής του Σπηλαίου του Πσκοφ στην Μόσχα, ηγούμενος της μονής της Υπαπαντής, αρχιμανδρίτης, μητροπολίτης. Οι κακές γλώσσες λένε πως η εξέλιξη αυτή, οφείλεται στην υποστήριξη της οικογένειας Τσαβτσαβάτζε αλλά και της ρωσικής διασποράς από το εξωτερικό, κυρίως από την Ρωσική Εκκλησία της Υπερορίας. Δεν είναι, άλλωστε τυχαίο, πως χάρη στον Τίχωνα, η Ρωσική Εκκλησία, άρχισε να ενδιαφέρεται ολοένα και περισσότερο για την ρωσική διασπορά και την εκκλησιαστική της έκφραση.
Εκείνη την ταραγμένη για την Ρωσία δεκαετία, ο νεαρός Τίχων, γνωρίζει τον Ρώσο, «ορθόδοξο» ολιγάρχη, τον τραπεζιτη Σεργκέι Πουγκατσόφ, ο οποίος από το 2012 έχει γαλλική υπηκοότητα, για να αποφύγει τη σύλληψή του στην Ρωσία, όπου καταζητείται για διάφορες τραπεζικές απάτες. Την ίδια εποχή, γνωρίζει και τον γνωστό σκηνοθέτη Νικίτα Μιχαλκόφ, ο οποίος τον θεωρεί ίνδαλμά του και, σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν τον συναντάει «χάνει το χάρισμα του λόγου».
Ο ευέλικτος μοναχός, αξιοποίησε όλες τις σχέσεις του τόσο με τον «ορθόδοξο τραπεζίτη», όσο και με τον γνωστό στην Ελλάδα υπερσυντηρητικό ολιγάρχη Κωνσταντίν Μαλοφέγιεφ, για να διεισδύσει στους κύκλους της Ρωσικής Εκκλησίας στην Υπερορία και χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, το 2007, επιτεύχθηκε η προσχώρηση της τελευταίας στο Πατριαρχείο της Μόσχας. Δεν θα ήταν αδόκιμο αν λέγαμε πως ο Σεβκουνόφ ήταν ο «εντεταλμένος» της ρωσικής διασποράς με τις φιλομοναρχικές της αντιλήψεις στους κόλπους της Ρωσικής Εκκλησίας.
Για όσους γνωρίζουν τα παρασκήνια της ρωσικής πολιτικής ζωής, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός πως η διαδικασία προσχώρησης της Εκκλησίας της ρωσικής διασποράς στο Πατριαρχείο της Μόσχας, ήταν υπό την επίβλεψη της προεδρίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτό, όμως, έδωσε την ευκαιρία στον φιλόδοξο Σεβκουνόφ να μπαινοβγαίνει πλέον στις αίθουσες της ανώτατης αρχής και να συγχρωτίζεται με προσωπικότητες όπως ο Νικολάι Πάτρουσεφ, γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο Ίγκορ Σετσίν της Rosneft, οι ολιγάρχες του στενού κύκλου του Πούτιν Γιούρι Κοβαλτσκούκ, Σεργκέι Φουσένκο, Βλαντίμιρ Γιάκοβλεφ, κ.ά.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ο Τίχων Σεβκουνόφ, σταδιακά μετατρέπεται σε πρωταγωνιστική φιγούρα του μεντιακού περιβάλλοντος της Ρωσίας, διευρύνοντας, ταυτόχρονα, την επιρροή του τόσο στην Ρωσική Εκκλησία, όσο και στην ρωσική κοινωνία, διαπρέποντας ως διαπρύσιος κήρυκας διαφόρων θεωριών συνομωσία, αλλά και μιας διαστρεβλωμένης προσέγγισης της ρωσικής ιστορίας, η οποία αποτέλεσε το βασικό ιδεολογικό εργαλείο του Κρεμλίνου. Είναι η εποχή, όταν αναλαμβάνει τη διεύθυνση του πόρταλ «Ορθοδοξία», γράφει τα σενάρια διαφόρων προπαγανδιστικών ντοκιμαντέρ, αφιερωμένων στην ιστορία της Ορθοδοξίας, όπου φυσικά ξεδιπλώνει πλήρως το ταλέντο του ως κήρυκας του ρωσικού εθνοφυλετισμού.
Η ταινία του «Ο θάνατος της αυτοκρατορίας. Το μάθημα του Βυζαντίου» (2008) προκάλεσε σκάνδαλο με τις συνομωσιολογικές του ερμηνείες και την αντίδραση ιστορικών, πολιτικών, αλλά και κληρικών. Βασικό θέμα της ταινίας, ήταν η συνομωσιολογική ερμηνεία της βυζαντινής ιστορίας και η προσπάθεια παράθεσης παραλληλισμών με γεγονότα της σύγχρονης Ρωσίας. Ο τότε μητροπολίτης Σμολένσκ και στη συνέχεια πατριάρχης, ο Κύριλλος Γκουντάγιεφ, αναγκάστηκε να δηλώσει πως η ερμηνεία που δίνει ο Σεβκουνόφ στην ταινία του είναι προσωπική εκτίμηση και δεν υιοθετείται από την ρωσική Εκκλησία. Παρόλα αυτά, η ταινία προβλήθηκε τρεις φορές από τους πανεθνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης, ενώ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ισπανικά, Πορτογαλικά, Σερβικά και Ελληνικά! Εννοείται πως ο αγαπημένος του μαθητής Νικίτα Μιχαλκόφ, τον τίμησε με το βραβείο «Χρυσός αετός».
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Σεβκουνόφ, δημοσίευσε το βιβλίο του «Σχεδόν άγιοι και άλλα διηγήματα». Το βιβλίο αυτό είναι κλασσικό παράδειγμα για το πως η δεισιδαιμονία υποκαθιστά την πίστη, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας πνευματικής ζωής και της ενατένισης των «άγνωστων βουλών του Κυρίου».
Επιμελήτρια του βιβλίου και κατά ορισμένες φήμες, συν-συγγραφέας του ήταν η διαβόητη Γιλένα Γιαμπλόσκαγια, η οποία με την στήριξη του υπερσυντηρητικού πρώην υπουργού Πολιτισμού Βλαντίμιρ Μεντίνσκι (γνωστού και ως επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία τις πρώτες εβδομάδες της ρωσικής εισβολής), αλλά και του ίδιου του Σεβκουνόφ, έγινε επικεφαλής της επιτροπής πολιτισμού της Δούμας και γνωστής για τη φράση: «Την Ρωσία μπορούν να την σώσουν από την πτώση στο γκρεμό δύο δυνάμεις. Η πρώτη είναι ο Θεός και η δεύτερη ο Στάλιν».
Η φιλοδοξία, όμως, είναι σαν το φαγητό, τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Έτσι, ο Σεβκουνόφ, δεν αρκέστηκε στην έκδοση αυτού του βιβλίου κι αποφάσισε να ασχοληθεί με την ιστορία της Ρωσίας και μάλιστα στη φιλομοναρχική - εκκλησιαστική της εκδοχή. Διαθέτοντας τεράστιους κρατικούς πόρους, σχεδίασε και υλοποίησε το πρόγραμμα «Ρωσία, η ιστορία μου», μία σειρά θεματικών πάρκων με μόνιμες εκθέσεις, multimedia παρουσιάσεις, όπου παρουσιάζει τη δική του σκόπιμα διαστρεβλωμένη εκδοχή της Ρωσίας, πότε αποσιωπώντας ολόκληρες περιόδους ή γεγονότα και πότε παρουσιάζοντάς τα ψευδώς. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα ακροδεξιό, υπερ-εθνικιστικό παραλήρημα, με αντιεπιστημονικές, αντιϊστορικές θεωρίες, με στόχο την καλλιέργεια του «πατριωτισμού».
Μόνο το 2013, χάρη στην υποστήριξη του Β. Μεντίνσκι, το προεδρικό ίδρυμα, χορήγησε στον Σεβκουνόφ 150 εκατομμύρια ρούβλια για την παραγωγή του περιεχομένου των εκθέσεων, το υπουργείο Πολιτισμού 50 εκατομμύρια για την τεχνική υποστήριξή, ενώ για την κατασκευή του κτιρίου στην Μόσχα για την μόνιμη έκθεση, δαπανήθηκε 1,5 δισεκατομμύριο ρούβλια. Αξίζει να σημειωθεί πως όλες οι διατάξεις και οι προκηρύξεις του προεδρικού ιδρύματος υποστήριξης των επιστημών και των τεχνών, ήταν φωτογραφικές, για να αποκλεισθεί κάθε περίπτωση εμφάνισης ανταγωνιστικής πρότασης.
Με το όνομα του Σεβκουνόφ, συνδέθηκαν πολλά σκάνδαλα και διώξεις εκ μέρους του υπερσυντηρητικού μετώπου στην Ρωσία κατά διαφόρων καλλιτεχνών. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των διώξεων του σκηνοθέτη Κυρίλ Σερεμπρένικοφ στην Μόσχα, της παράστασης «Τανχόιζερ» στο Νοβοσιμπέρσκ, μα το κυριότερο ήταν η ανάμειξη του στο σκάνδαλο με την σέκτα των Τσαρεμπόζνικ, δηλαδή εκείνων που προωθούν την λατρεία ως αγίων των μελών της τελευταίας τσαρικής οικογένειας. Φημολογείται πως ο πατριάρχης Κύριλλος ήθελε να κρατήσει αποστάσεις από την εν λόγω σέκτα, ωστόσο ηττήθηκε στη σύγκρουσή του με τον Σεβκουνόφ και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Οι σχέσεις του με αυτή τη σέκτα, οδήγησε τον Σεβκουνόφ στη θέση του γραμματέα της πατριαρχικής επιτροπής για την μελέτη της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης των λειψάνων της τσαρικής οικογένειας. Ο Σεβκουνόφ ήταν εκείνος που πρώτος διατύπωσε τη θεωρία της «τελετουργικής εκτέλεσης» της τσαρικής οικογένειας, αφήνοντας μάλιστα υπαινιγμούς για τελετή Καββαλίστικη, δίνοντας νέα ώθηση στον παραδοσιακό και βαθιά ριζωμένο ρωσικό αντισημιτισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Σεβκουνόφ υπερέβη τα εσκαμμένα και έτσι ακολούθησε η άνωθεν προειδοποίηση, η οποία τον ανάγκασε να δώσει αρκετές συνεντεύξεις στους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς αποκηρύσσοντας την ιδέα του, λέγοντας πως εννοούσε ότι η εκτέλεση είχε «συμβολικό χαρακτήρα».
Αν και δεν υπάρχουν επίσημες επιβεβαιώσεις για την πνευματική σχέση του Σεβκουνόφ με τον Πούτιν, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός πως η τελευταία του προαγωγή, στη θέση του μητροπολίτη Πσκοφ, συνδέεται με την περιοχή όπου ιδρύθηκε και δραστηριοποιείται η Λέσχη Ίσμπορσκ, μία ένωση προσώπων, τα οποία εκπροσωπούν τη σκοτεινή, συνωμοσιολογική, υπερσυντηρητική πλευρά του ρωσικού πολιτικού συστήματος, μια ένωση όπου συνυπάρχουν αρμονικά νεοφασίστες, εθνικιστές και υπερσυντηρητικοί, με προεξάρχοντες του γνωστό μας Αλεξάντρ Ντούγκιν, τον σταλινικό Α. Πρόχανοφ, παλιό δημοσιογράφο και εκπρόσωπο σήμερα της σταλινικής παράδοσης στην Ρωσία κ.ά.
Ένας άνθρωπος γαλουχημένος στις καλύτερες παραδόσεις του ριζοσπαστικού φιλομοναρχισμού, του ακραίου ρωσικού εθνικισμού, ο οποίος κάθεται στο ίδιο τραπέζι με νεοφασίστες παγανιστές και συζητάει για το μέλλον της Ρωσίας και του κόσμου, ένας άνθρωπος που κινείται με άνεση χωρίς ηθικούς φραγμούς στο παρασκήνιο και στους διαδρόμους της εξουσίας, είναι εκείνος που μέσω της δεισιδαιμονίας των «σχεδόν αγίων» του, αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο επιδραστικά δημόσια πρόσωπα της Ρωσίας, έναν από εκείνους που ευλογούν τα ρωσικά όπλα για «τη διάσωση και διάδοση του ρωσικού κόσμου», δικαιολογώντας τις σφαγές αθώων στην Ουκρανία. Δικαίως, ο Τίχων Σεβκουνόφ θα μείνει στην ιστορία, ως ο γκρίζος καρδινάλιος της Μόσχας.