Βαδίζοντας σε δικαστικό «ναρκοπέδιο», και με την επανεκλογή στον Λευκό Οίκο να αποτελεί ουσιαστικά τη μόνη «εγγυημένη» γραμμή υπεράσπισης, ο Ντόναλντ Τραμπ επανέρχεται στην εμπρηστική ρητορική που ξεσήκωσε τον όχλο υποστηρικτών του που εισέβαλε την 6η Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο. Το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο την ίδια στιγμή, υπό την πίεση του ιδίου, «ανοίγει» μία επί μακρόν προαναγγελθείσα, αμφιλεγόμενη έρευνα στοχεύοντας στην παραπομπή του Τζο Μπάιντεν.
Δυόμισι χρόνια μετά την «πύρινη» ομιλία που προηγήθηκε των δυστοπικών εικόνων με το Καπιτώλιο να δέχεται επίθεση σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, τα ίδια επικίνδυνα λόγια βγαίνουν από τα χείλη του Τραμπ.
«Πολεμήστε σαν διάβολοι γιατί δεν θα έχετε πια χώρα» έλεγε τότε καλώντας τους υποστηρικτές του να «κατέβουν» τη λεωφόρο Πενσιλβάνια προς το Κογκρέσο γιατί «του είχαν κλέψει τη νίκη». Και εκείνοι το έκαναν, με την αμερικανική Δημοκρατία να δέχεται ένα τραύμα τόσο βαθύ που έως και σήμερα αιμορραγεί.
Να «πολεμήσουν σαν διάβολοι» γιατί θα χάσουν τη χώρα τους, κάλεσε ο Τραμπ τους υποστηρικτές του και από το βήμα ομιλίας που εκφώνησε προ ημερών από τη Νότια Ντακότα.
«Δε νομίζω ότι υπήρξε ποτέ τέτοιο σκοτάδι γύρω από το έθνος μας, όπως τώρα. Καταστρέφουν τη χώρα. Και αν δεν την πάρουμε πίσω το 2024, πραγματικά πιστεύω ότι δεν θα μας έχει μείνει χώρα», διατράνωνε ενώπιον χιλιάδων υποστηρικτών της βάσης του κινήματος MAGA, που παραμένει ακλόνητη μπροστά στο μπαράζ ποινικών διώξεων κατά ενός τέως προέδρου που οδηγείται στο εδώλιο για απόπειρα διάβρωσης της ίδιας της αμερικανικής Δημοκρατίας.
Η ομιλία στη Νότια Ντακότα ήταν η πρώτη αφότου o Τραμπ παραδόθηκε στις διαβόητες φυλακές της κομητείας Φούλτον στην Τζόρτζια, κατόπιν της άσκησης ενός ακόμη ιστορικού και βαρύτατου κατηγορητηρίου που πηγάζει από την έρευνα της εισαγγελέως Φάνι Ουίλις, και το οποίο θα τον οδηγήσει στο εδώλιο μαζί με άλλους 17 συγκατηγορουμένους -πρώην και νυν συνεργάτες, αξιωματούχους και δικηγόρους, περιλαμβανομένου του Ρούντι Τζουλιάνι- για απόπειρα ανατροπής της έκβασης των προεδρικών εκλογών του 2020 mέσω εκτεταμένης συνωμοσίας που αγγίζει τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης. Στη συγκέντρωση, οι οπαδοί του φορούσαν t-shirt με την επίμαχη mugshot, τη φωτογραφία του Τραμπ κατά τη διαδικασία προσαγωγής.
Ήταν μια ομιλία, η οποία κατά τον αμερικανικό Τύπο έδωσε την πλέον ισχυρή πρόγευση για το δυσοίωνο μέλλον που περιμένει τις ΗΠΑ σε περίπτωση επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος και παραμένει μακράν ο επικρατέστερος υποψήφιος για το ρεπουμπλικανικό προεδρικό χρίσμα. Μία ακόμη πιο ακραία, διχαστική και διαβρωτική για το Κράτος Δικαίου και τη Δημοκρατία δεύτερη θητεία «προανήγγειλε» ο Τραμπ, ο οποίος σε πλήρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας υποστήριξε επί της ουσίας ότι ο πραγματικός κίνδυνος για τις πολιτικές ελευθερίες στις ΗΠΑ δεν προήλθε από τις απόπειρές του να ανατρέψει μία ελεύθερη και δίκαιη εκλογική διαδικασία το 2020, αλλά από το γεγονός ότι καλείται να λογοδοτήσει γι’ αυτό.
«Πρόκειται περί πραγματικής απειλής για τη Δημοκρατία, ενόσω καταπατούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματά μας κάθε μέρα» ισχυρίστηκε για να συνεχίσει: «Θα πολεμήσουμε μαζί, θα νικήσουμε μαζί και στη συνέχεια θα δικαιωθούμε μαζί». Και χτίζοντας ένα άκρως επικίνδυνο αφήγημα, όπως και πριν την 6η Ιανουαρίου, ο Τραμπ στράφηκε στους υποστηρικτές του για να πει: «Οδηγούμαι στο εδώλιο για εσάς». Ανάλογης στόχευσης ήταν και η δήλωση στο Συνέδριο Πολιτικής Δράσης των Συντηρητικών (CPAC) του Μαρτίου, όταν έλεγε «εγώ είμαι η εκδίκησή σας».
Ως «θύμα πολιτικού διωγμού» από ένα υποταγμένο στους Δημοκρατικούς και τον Μπάιντεν δικαστικό σύστημα, όπως σταθερά δηλώνει, το «εγώ είμαι η εκδίκησή σας» εύκολα ανά πάσα στιγμή μετατρέπεται σε «εσείς εκδικηθείτε εκ μέρους μου»… Ο Μπάιντεν είναι κατά τον Τραμπ ο πλέον διεφθαρμένος πρόεδρος στην Ιστορία των ΗΠΑ, τα μέσα ενημέρωσης «μοχθηρά», και οι κατηγορίες εις βάρος του εντελώς αβάσιμες και προϊόν συνωμοσίας, όπως φώναζε μιλώντας στη Νότια Ντακότα με το πλήθος να τον επευφημεί.
Οι αναμετρήσεις στις οποίες απερχόμενος πρόεδρος διεκδικεί την επανεκλογή του τείνουν να περιστρέφονται γύρω από τις επιδόσεις και τα πεπραγμένα του ιδίου. Όχι όμως όταν στην Αμερική του σήμερα. Μία αναμέτρηση-ρεβάνς για το 2020 ανατρέπει (και) αυτή την παράδοση, καθώς από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει ότι προεδρικές εκλογές λαμβάνουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Στην τελευταία δημοσκόπηση του CNN, η οποία «βρίσκει» τους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους σε αδιέξοδο σε μια υποθετική αναμέτρηση μεταξύ Μπάιντεν-Τραμπ, το 62% όσων δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν Τραμπ το πράττουν κυρίως ως ένδειξη υποστήριξης προς το πρόσωπό του, ενώ παρόμοιο ποσοστό (64%) όσων δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν τον Τζο Μπάιντεν εξηγούν την επιλογή τους κυρίως ως ψήφο κατά του Τραμπ. Μόνο περίπου το ένα τρίτο των ερωτηθέντων από τις δεξαμενές ψηφοφόρων αμφότερων Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών σταθμίζει κατά κύριο λόγο τα πεπραγμένα του εν ενεργεία προέδρου.
Σε μία ούτως ή άλλως πρωτοφανή στα χρονικά προεκλογική εκστρατεία, υπό το φως των ανοιχτών δικαστικών υποθέσεων ενός πρώην προέδρου που διεκδικεί εκ νέου τον Λευκό Οίκο, το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο έχει έλθει από την πλευρά του να προσθέσει τη διεξαγωγή έρευνας για την παραπομπή του Τζο Μπάιντεν με καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας, παρακώλυση και διαφθορά. Το «πρόσταγμα» για την επίσημη έναρξη έρευνας έδωσε ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, και ήταν μία κίνηση που ήλθε κατόπιν της άσκησης τεράστιας πίεσης από την πτέρυγα Τραμπ.
Οι Ρεπουμπλικανοί επί μακρόν κατηγορούν τον Τζο Μπάιντεν ότι όταν διατελούσε αντιπρόεδρος επί Ομπάμα (από το 2009 έως το 2017) επωφελήθηκε οικονομικά από αμφίβολης νομιμότητας επιχειρηματικές συναλλαγές του γιου του, Χάντερ, στην Ουκρανία και την Κίνα, για τις οποίες εκμεταλλεύθηκε το όνομα και το δίκτυο επαφών του πατέρα του. Στοιχεία εντούτοις δεν έχουν έως και σήμερα παρουσιαστεί.
Ακόμη και αν η πρόταση μομφής περάσει από την ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς Βουλή των Αντιπροσώπων, η έγκρισή της από τη Γερουσία απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων. Τρεις εν ενεργεία πρόεδροι στην αμερικανική Ιστορία έχουν παραπεμφθεί -ο Άντριου Τζόνσον το 1868, ο Μπιλ Κλίντον το 1998 και ο Ντόναλντ Τραμ το 2019 και το 2021- και καμία πρόταση δεν έχει υπερψηφιστεί. Το 1974 ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε επιλέξει την οδό της παραίτησης προς αποφυγή βέβαιης παραπομπής από το Κογκρέσο για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.