Περισσότεροι από το 1% της ανθρωπότητας ή ο ένας στους 97 ζει σήμερα εκτοπισμένος, διαπιστώνει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην ετήσια έκθεσή της και υπογραμμίζει ότι αυτός ο αριθμός είναι ο μεγαλύτερος που έχει καταγράψει μέχρι σήμερα.
Στην έκθεση, που δημοσιεύεται σήμερα με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Προσφύγων στις 20 Ιουνίου, επισημαίνεται ότι 79,5 εκατομμύρια άτομα ήταν εκτοπισμένα στα τέλη του 2019, εκ των οποίων 45,7 εκατομμύρια ήταν εσωτερικά εκτοπισμένοι σε άλλες περιοχές της χώρας τους. Από τους υπόλοιπους, 4,2 εκατομμύρια ήταν αιτούντες άσυλο και 29,6 εκατομμύρια πρόσφυγες και άλλοι αναγκαστικά εκτοπισμένοι εκτός της χώρας τους.
Στα τέλη του 2018, ο αριθμός των εκτοπισμένων ήταν 70,8 εκατομμύρια. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, αυτή η αύξηση οφείλεται στον νέο ανησυχητικό εκτοπισμό το 2019, ιδιαίτερα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Σαχέλ, την Υεμένη και τη Συρία (η τελευταία βρίσκεται στο δέκατο έτος συγκρούσεων και μετρά μόνη της 13,2 εκατομμύρια πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο και εσωτερικά εκτοπισμένους). Ο δεύτερος λόγος είναι η καλύτερη αποτύπωση της κατάστασης των κατοίκων της Βενεζουέλας εκτός της χώρας τους, καθώς «πολλοί από αυτούς δεν είναι νόμιμα καταγεγραμμένοι ως πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο, αλλά για τους οποίους απαιτούνται ρυθμίσεις προστασίας», διευκρινίζεται.
Ανάμεσα στους εκτοπισμένους συγκαταλέγονται πολλά παιδιά, περίπου 30-34 εκατομμύρια υπολογίζει η έκθεση, αριθμός που είναι μεγαλύτερος από ολόκληρο τον πληθυσμό της Αυστραλίας, της Δανίας και της Μογγολίας μαζί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Εξάλλου, το 80% των εκτοπισμένων στον κόσμο βρίσκονται σε χώρες ή περιοχές που πλήττονται από οξεία επισιτιστική ανασφάλεια και υποσιτισμό και πολλές από αυτές τις χώρες αντιμετωπίζουν κλιματική αλλαγή και άλλους κινδύνους καταστροφών. Πάνω από τα τρία τέταρτα (77%) των προσφύγων έχουν παγιδευτεί σε καταστάσεις μακροπρόθεσμου εκτοπισμού, για παράδειγμα η κατάσταση στο Αφγανιστάν βρίσκεται στην πέμπτη δεκαετία. Τα δύο τρίτα των ανθρώπων που εκτοπίζονται διασυνοριακά προέρχονται από πέντε χώρες: Τη Συρία, τη Βενεζουέλα, το Αφγανιστάν, το Νότιο Σουδάν και τη Μιανμάρ.
Τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων, παγκοσμίως, φιλοξενεί η Τουρκία με 3,6 εκατομμύρια ανθρώπους και ακολουθούν η Κολομβία (1,8 εκατομμύρια), το Πακιστάν (1,4 εκατομμύρια), η Ουγκάντα (1,4 εκατομμύρια) και η Γερμανία (1,1 εκατομμύρια). Το 2019 οι εκτοπισμένοι υπέβαλαν δύο εκατομμύρια νέα αιτήματα ασύλου, με τις ΗΠΑ να αποτελούν τον μεγαλύτερο αποδέκτη νέων αιτήσεων (301.000) και ακολουθούν το Περού (259.800), η Γερμανία (142.500), η Γαλλία (123.900) και η Ισπανία (118.300). Η Ελλάδα βρίσκεται στην έβδομη θέση με 74.900 αιτήματα ασύλου.
Επίσης, η έκθεση τονίζει τις μειωμένες προοπτικές των προσφύγων να έχουν ένα γρήγορο τέλος στη δυστυχία τους. Όπως σημειώνεται, στη δεκαετία του 1990 κατά μέσο όρο 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, κάθε χρόνο. Αντίθετα, κατά την τελευταία δεκαετία αυτός ο αριθμός έχει μειωθεί στους περίπου 385.000.
Όπως σχολιάζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Φιλίπ Λεκλέρκ, τα σχεδόν 80 εκατομμύρια γυναικών, ανδρών και παιδιών, που έχουν εξαναγκαστεί να φύγουν από τα σπίτια τους, «είναι ένας συγκλονιστικός αριθμός, με τεράστιες συνέπειες, ένας αριθμός που αντικατοπτρίζει τις συνέπειες της αποτυχίας επίλυσης των μεγαλύτερων συγκρούσεων στον κόσμο, που οδηγούν τους ανθρώπους να φύγουν».
Επίσης, ο κ. Λεκλέρκ παρατηρεί ότι σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί, η φετινή έκθεση «δείχνει και πάλι ότι περισσότεροι από τους οκτώ στους δέκα πρόσφυγες (το 85%) δεν βρίσκονται στην Ευρώπη ή στην Ελλάδα, αλλά σε αναπτυσσόμενες και μεσαίου ή χαμηλού εισοδήματος χώρες και γενικά σε γειτονικές χώρες με αυτές από τις οποίες διέφυγαν. Και αυτές οι χώρες συνεχίζουν να χρειάζονται την υποστήριξη και την αλληλεγγύη μας».
Σε ερώτηση πώς επηρεάζει αυτό το παγκόσμιο σκηνικό την κατάσταση στην Ελλάδα, ο κ. Λεκλέρκ απαντά ότι καθώς οι Αφγανοί και οι Σύροι είναι οι κύριες εθνικότητες των προσφύγων στην Ελλάδα και συμπεριλαμβάνονται, επίσης, στους πρώτους τρεις εκτοπισμένους πληθυσμούς παγκοσμίως, «είναι λογικό ότι η Ελλάδα, μία χώρα στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και σε ένα σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, να λάβει ένα μικρό ποσοστό από αυτόν τον παγκόσμιο προσφυγικό πληθυσμό». Όπως προσθέτει, αυτό το ποσοστό «εξακολουθεί να είναι πολύ διαχειρίσιμο από την πλευρά της Ελλάδας σε επίπεδο αριθμών, ωστόσο μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτο χωρίς δίκαιες και αποτελεσματικές απαντήσεις, μακροπρόθεσμες λύσεις και υπεύθυνη αλληλεγγύη εντός της ΕΕ».