Η απόδοση του ιταλικού δεκαετούς ξεπέρασε το 4% για πρώτη φορά από το 2014 και του ελληνικού έφτασε το 4,3%. Την ίδια στιγμή το spread με τα γερμανικά ομόλογα στην Ιταλία έφτασε τις 231,2 μονάδες βάσης και στην Ελλάδα τις 287,1 μονάδες. Ο πιέσεις στα ομόλογα των χωρών του Νότου αναμένεται να ενταθούν, με τους επενδυτές να αμφισβητούν ευθέως την ετοιμότητα της ΕΚΤ για επαναγορά ομολόγων. Επομένως, μέχρι να ξεδιπλωθεί το σχέδιο της Λαγκάρντ οι αποδόσεις θα βρίσκονται στα ύψη, απειλώντας με νέα κρίση χρέους την Eυρωζώνη.
Όπως ανέφερε το IIF η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής θα είναι αδύνατη, εάν η διεύρυνση των spreads εξελιχθεί σε μια κανονική κρίση χρέους, για αυτό και οι αγορές ποντάρουν τώρα σε ένα νέο πλαίσιο στήριξης από την ΕΚΤ. Ειδικά στην Ιταλία, το πρόβλημα του ποιος θα αγοράσει τα ομόλογα είναι υπαρκτό, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ινστιτούτου, οι ξένοι επενδυτές είναι πωλητές.
«Η σύστασή μας (προς την ΕΚΤ) θα ήταν να αποφύγει αυτή την πρόκληση εντελώς και να καθυστερήσει την ομαλοποίηση της πολιτικής της, καθώς περιμένουμε ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα σύρει την Ευρωζώνη σε ύφεση φέτος», σημειώνουν οι αναλυτές του IIF.
Η Ιταλία αναδεικνύεται σε Αχίλλειος πτέρνα της Eυρωζώνης, με τη χώρα μας να έχει θωρακιστεί, καθώς έχει δημιουργήσει σημαντικό μαξιλαράκι 30 δισ. ευρώ και έχει σηκώσει χρήματα από τις αγορές με ευνοϊκά επιτόκια.
Στην αγορά των ΗΠΑ χθες, η απόδοση στα διετή ομόλογα ξεπέρασε αυτή των 10ετών, μια δεύτερη αντιστροφή φέτος του τμήματος της καμπύλης αποδόσεων που παρακολουθεί στενά η χρηματιστηριακή αγορά και προμηνύει επερχόμενη ύφεση. Η απόδοση στα διετή Treasuries ανέβηκε στο υψηλότερο επίπεδο από το 2007.
Η ημέρα ξεκίνησε χθες πτωτικά στην Ευρώπη με τις αρκούδες να πολιορκούν τα χρηματιστήρια του Άμστερνταμ, της Στοκχόλμης και του Δουβλίνου και τις ευρωπαϊκές μετοχές να πέφτουν σε χαμηλό τριών μηνών με αρκετούς δείκτες αναφοράς να χάνουν πάνω από 20% από την αρχή της φετινής χρονιάς. Η πτώση στους χρηματιστηριακούς δείκτες στο Άμστερνταμ και τη Στοκχόλμη έδωσε τεχνική επιβεβαίωση ότι βρίσκονται πλέον σε «bear market», ενώ στο Δουβλίνο η επιβεβαίωση ήρθε την προηγούμενη εβδομάδα.
Στην αμερικανική αγορά ομολόγων η αντιστροφή της καμπύλης έφερε τη διαφορά απόδοσης ανάμεσα στα διετή και τα 10ετη ομόλογα σε αρνητικό έδαφος, στις -2 μονάδες βάσης. Η πρώτη αντιστροφή είχε συμβεί τον Απρίλιο, για πρώτη φορά από το 2019. Η αντιστροφή αυτού του τμήματος της καμπύλης αποδόσεων θεωρείται από πολλούς αναλυτές αξιόπιστο σήμα ότι πλησιάζει ύφεση τον επόμενο χρόνο.
Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό Μαΐου την Παρασκευή έφεραν τα πάνω κάτω στις προσδοκίες της αγοράς καθώς έδειξαν ότι δεν κορυφώθηκε ακόμη. Και άλλα τμήματα της καμπύλης ανεστράφησαν την Παρασκευή, όπως η διαφορά απόδοσης στα τριετή με τα 10ετη και τα 5ετη με τα 30ετη ομόλογα.
Η απόδοση στα διετή ομόλογα ΗΠΑ χτύπησε υψηλό 15ετίας στο 3,25%. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ τον Μάιο επιταχύνθηκε σε υψηλό 40ετίας και εξαέρωσε τις ελπίδες της αγοράς ότι η Fed θα διέκοπτε τον κύκλο των αυξήσεων τον Σεπτέμβριο. Αντίθετα, πολλοί εκτιμούν τώρα ότι η Fed θα αναγκαστεί να επισπεύσει τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Ήδη, οι αναλυτές της Barclays περιμένουν αύξηση της τάξης των 75 μονάδων βάσης από τη Fed την Τετάρτη, αντί για 50 μονάδες βάσης.
Οι αγορές χρήματος τιμολογούν συνολική άνοδο επιτοκίων 175 μονάδων βάσης μέχρι τον Σεπτέμβριο και δίνουν 20% πιθανότητα για αύξηση 75 μ.β. αυτή την εβδομάδα που αν επιβεβαιωθεί θα πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε μια συνεδρίαση του συμβουλίου της Fed από το 1994. Στο μεταξύ, τα στοιχήματα για το πού θα καταλήξει ο ανοδικός κύκλος και πού θα κορυφωθούν τα επιτόκια αναθεωρούνται στην αγορά χρήματος που τα βλέπει τώρα να προσεγγίζουν το 4% στα μέσα του 2023.
Η Deutsche Bank τα βλέπει να κορυφώνονται στο 4,125% στα μέσα του 2023.
Το sell off στα αμερικανικά Treasuries επηρέασε και την ευρωπαϊκή αγορά με την απόδοση στα 10ετη γερμανικά να ανεβαίνει στο υψηλότερο επίπεδο από το 2014. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ιταλίας αυξήθηκε στο 4% για πρώτη φορά από το 2014, ενώ το κόστος ασφάλισης στο ιταλικό χρέος ανέβηκε στο υψηλότερο σημείο από το 2020 με τις μετοχές των ιταλικών τραπεζών να χάνουν έδαφος επίσης.
Οι επενδυτές ανέβασαν και το πριμ που ζητούν για να διακρατήσουν ομόλογα των χωρών της Νότιας Ευρώπης, έναντι γερμανικών ομολόγων, λίγες ημέρες μετά την απόφαση της ΕΚΤ να τερματίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Τα spread των ισπανικών, πορτογαλικών και ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών διευρυνθήκαν στο υψηλότερο σημείο από το 2020.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα ιταλικά spread διευρύνθηκαν, όχι γιατί η Ιταλία θα αντιμετωπίσει πρόβλημα χρηματοδότησης, αλλά γιατί η αγορά θέλει να δει πόσο σοβαρή είναι η ΕΚΤ στο να κρατήσει τα spread υπό έλεγχο και να αποφύγει τον θρυμματισμό στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Οι επανεπενδύσεις ομολόγων που λήγουν, δεν είναι πανάκεια για το χρέος της Νότιας Ευρώπης
Η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επανεπενδύει τα ποσά από τα ομόλογα που λήγουν στις αγορές που υφίστανται το μεγαλύτερο στρες δεν θα είναι επαρκές μέτρο για να αποφευχθεί μια μη διαχειρίσιμη απόκλιση του κόστους δανεισμού στην Ευρωζώνη, όπως ευελπιστεί η ΕΚΤ μετά το πέρας του προγράμματος αγοράς ομολόγων, εκτιμά η ελβετική επενδυτική τράπεζα UBS.
O αποκαλούμενος θρυμματισμός της πολιτικής, όταν το πριμ που ζητούν οι επενδυτές για να διακρατήσουν ομόλογα χωρών χαμηλότερης πιστοληπτικής διαβάθμισης, έναντι των γερμανικών ομολόγων αυξάνεται πολύ, αποτελεί πρόκληση για την αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Το πρόγραμμα ΡΕΡΡ (Pandemic Emergency Purchase Programme) ύψους 1,85 τρισ. ευρώ που η ΕΚΤ λάνσαρε τον Μάρτιο του 2020, εστίασε σε αγορές ομολόγων με βάση την ανάγκη και όχι το μέγεθος της κάθε οικονομίας της Ευρωζώνης, όπως απαιτεί η κεφαλαιακή κλείδα που τηρείται στις κανονικές αγορές ομολόγων από πλευράς της.
Ενώ το πρόγραμμα ΡΕΡΡ έληξε τον Μάρτιο φέτος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεσμεύτηκε τον Δεκέμβριο ότι θα επιλέγει που θα επανεπενδύει τα έσοδα από τις λήξεις ομολόγων που διακρατεί σε περίπτωση που διαπιστώσει στρες σε συγκεκριμένες οικονομίες. Με βάση τα επίσημα στοιχεία η ΕΚΤ δεν επανεπένδυσε τις εισροές από τις λήξεις με ευελιξία τον Απρίλιο και τον Μάιο.
«Μας εκπλήσσει η βαρύτητα που έχει θέσει η ΕΚΤ στο κανάλι επανεπενδύσεων ως μέσο αποφυγής θρυμματισμού της νομισματικής πολιτικής, γιατί εκτιμούμε ότι αυτός είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στη στήριξη της ποσοτικής χαλάρωσης», αναφέρει σε έκθεση της η UBS, επισημαίνοντας ότι οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί σημαντικά στη ζώνη του ευρώ φέτος, καθώς η ΕΚΤ συνέχιζε το πρόγραμμα αγορών της.
Υποθέτοντας ότι οι εισροές από τα κρατικά ομόλογα που λήγουν στο πρόγραμμα ΡΕΡΡ θα ανέλθουν γύρω στα 120 δισ. ευρώ στο υπόλοιπο της φετινής χρονιάς και γύρω στα 250 δισ. ευρώ το 2023, η UBS υπολογίζει ότι θα υπάρξουν λήξεις γύρω στα 300 δισ. ευρώ που θεωρητικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αγορές ελληνικών και ιταλικών ομολόγων.
Η ΕΚΤ έχει πει ότι σε κανονικές συνθήκες, λόγω του ότι οι λήξεις είναι μεγάλες και η κατανομή τους ανομοιόμορφη, θα χρησιμοποιήσει τα ποσά σε διάφορες χώρες αντιστρέφοντας τις όποιες αποκλίσεις που μπορεί να προκύψουν λόγω της κεφαλαιακής κλείδας. Σύμφωνα με την UBS, αυτό σημαίνει ότι μεγάλες εισροές από ομόλογα που λήγουν, πιθανώς να μην διοχετευτούν σε συγκεκριμένες αγορές άμεσα γιατί αυτό θα ήταν περίπλοκο.
Ήδη, το spread ανάμεσα στα ιταλικά και τα γερμανικά ομόλογα διευρύνθηκε στο υψηλότερο σημείο του από τον Μάιο του 2020 και το 2014. Η ΕΚΤ έθεσε τέλος στο πρόγραμμα αγορών ομολόγων στην τελευταία συνεδρίαση την προηγούμενη εβδομάδα και ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει να αυξάνει τα παρεμβατικά της επιτόκια για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό. Ωστόσο, δεν υπήρξε αναφορά στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου εργαλείου για να συγκρατηθεί το κόστος δανεισμού στις πιο αδύναμες οικονομίες του ευρώ.
«Η απουσία λεπτομερειών για το εργαλείο αντι-θρυμματισμού της νομισματικής πολιτικής μέχρι τώρα σημαίνει ότι το όριο πόνου για την ΕΚΤ βρίσκεται υψηλότερα, πιο κοντά στις 250 μονάδες βάσης ή και παραπάνω», σχολιάζει η UBS.
Οι επενδυτικές τράπεζες ανέβασαν τις προσδοκίες τους για το πόσο θα αυξηθούν τα επιτόκια του ευρώ τους επόμενους μήνες μετά την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ.
Η Morgan Stanley αναθεώρησε προς τα πάνω την πρόβλεψη της για την αύξηση του Σεπτεμβρίου στις 50 μονάδες βάσης, προσθέτοντας άλλες 25 μβ τον Οκτώβριο.
Με τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη να τρέχει με 8,1% και με ανοδική τάση, η ΕΚΤ ανησυχεί πλέον ότι η άνοδος των τιμών καταναλωτή διευρύνεται και μπορεί να οδηγήσει σε σπιράλ αυξήσεων στους μισθούς και στις τιμές και να δυσκολέψει το έργο της που είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.