Από το 1863 μέχρι σήμερα, η Bayer (BAYN XETRA) έχει ξεπεράσει πολλές και μεγάλες δυσκολίες. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, έχασε όλα τα περιουσιακά της στοιχεία στις Η.Π.Α., όπως και τα δικαιώματα πώλησης της ασπιρίνης. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη διάλυση της μεγάλης κοινοπραξίας I.G. Farben που είχε δημιουργηθεί υπό την ηγεσία της στην περίοδο του μεσοπολέμου, ουσιαστικά επανιδρύθηκε και σύντομα έγινε και πάλι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρώπης.
Η κρίση που ταλαιπωρεί τη μεγάλη γερμανική επιχείρηση τα τελευταία τρία χρόνια, μετά την εξαγορά της Monsanto και τις δικαστικές περιπέτειες τις οποίες «κληρονόμησε», δεν πρόκειται να τη σκοτώσει. Μπορεί όμως να κοστίσει στον Werner Baumann, ο οποίος διευθύνει την εταιρεία από το 2016 και είναι ο κύριος εμπνευστής της εξαγοράς, τη θέση του ή να οδηγήσει την εταιρεία σε μία ριζική αναδιοργάνωση.
Στη σημερινή της μορφή, μετά την αποχώρηση από τη χημική βιομηχανία και την παρασκευή χρωμάτων, η Bayer έχει τρεις βασικούς τομείς που αναπτύσσουν, παράγουν και πωλούν τα προϊόντα τους.
Ο τομέας αγροτεχνολογίας, εξειδικευμένους σπόρους για καλλιέργειες, παρασιτοκτόνα και ζιζανιοκτόνα, καθώς και ψηφιακές λύσεις για την ανάπτυξη αειφόρων καλλιεργειών.
Ο τομέας φαρμάκων, συνταγογραφούμενα φάρμακα κυρίως για καρδιολογικές παθήσεις και προβλήματα γυναικείας υγείας, εξειδικευμένες θεραπείες για ογκολογικά, αιματολογικά, οφθαλμολογικά προβλήματα και γονιδιακές και κυτταρικές θεραπείες (οι δύο τελευταίες είναι στο στάδιο της ανάπτυξης).
Ο τομέας καταναλωτικών προϊόντων υγείας, σκευάσματα χωρίς συνταγή που καταπολεμούν δερματικές παθήσεις, συμπληρώματα διατροφής, αναλγητικά (όπως π.χ. η ασπιρίνη) και διάφορα παρόμοια προϊόντα. Από τα 41 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν ο κύκλος εργασιών της εταιρείας για το 2020, ο κλάδος αγροτεχνολογίας έφερε λίγο κάτω από 19 δις, ο κλάδος φαρμάκων λίγο πάνω από 17 και ο κλάδος καταναλωτικών προϊόντων υγείας λίγο πάνω από 5.
Ο τομέας αγροτεχνολογίας έγινε ο μεγαλύτερος μέσα στην εταιρεία το 2018, μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Monsanto. Το σχέδιο του Baumann ήταν απλό. Η Bayer θα γινόταν η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου παγκοσμίως, και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον ανταγωνισμό από ευρωπαϊκές και ασιατικές εταιρείες. Το σχέδιο δεν ήταν παράλογο, ήταν όμως παράτολμο, γιατί ο Baumann αγνόησε τις ανησυχίες αναλυτών και μετόχων σχετικά με τα προβλήματα που κουβαλούσε η Monsanto εξαιτίας των αναρίθμητων αγωγών εναντίον της λόγω της επικινδυνότητας του πιο επιτυχημένου ζιζανιοκτόνου της, του Roundup.
Ο Baumann εκτίμησε, λανθασμένα όπως αποδείχθηκε, πως οι αποζημιώσεις που θα επιδίκαζαν τα δικαστήρια σε όσους είχαν στραφεί νομικά εναντίον της Monsanto θα ήταν λιγότερες από 4-5 δισεκατομμύρια δολάρια. Όταν όμως τα αμερικανικά δικαστήρια άρχισαν να εκδίδουν αρνητικές αποφάσεις, η μετοχή της εταιρείας άρχισε να πέφτει, και μάλιστα πολύ. Οι μεγάλες ανησυχίες για το ύψος των αποζημιώσεων, σε συνδυασμό με την αύξηση του δανεισμού της εταιρείας κατά 30 δισ. ευρώ λόγω της εξαγοράς, έφεραν τη μετοχή στα 52,91 ευρώ, ενώ το καλοκαίρι του 2017 ήταν πάνω από 110 δολάρια. Το 2020 η μετοχή της Bayer είχε τη χειρότερη απόδοση από όλες του βασικού χρηματιστηριακού δείκτη της Γερμανίας, του DAX 30.
Ο άλλος μεγάλος «βραχνάς» για τους μετόχους είναι το γεγονός πως μέχρι το 2025 θα λήξουν οι πατέντες για τα δύο πιο επιτυχημένα φάρμακα της εταιρείας, το αντιπηκτικό αίματος Xarelto και το οφθαλμολογικό Eylea, που μαζί φέρνουν το 40% του κύκλου εργασιών του τομέα φαρμάκων. Η αγορά φοβάται πως η Bayer δεν θα καταφέρει να αναπληρώσει γρήγορα αυτή την απώλεια, παρά τη στροφή της σε νέους, πολλά υποσχόμενους τομείς, κυρίως μέσω εξαγορών μικρών εταιρειών όπως η Asklepios και η Blue Rock.
Τους τελευταίους μήνες, ο Baumann προσπαθεί να πείσει τους μετόχους πως τα χειρότερα πέρασαν και πως υπάρχει σοβαρό σχέδιο για την συνέχεια. Σχετικά με τις αποζημιώσεις για το Roundup, η Bayer περιμένει την έγκριση από τα δικαστήρια, κάποια στιγμή τον ερχόμενο Μάιο, της συμφωνίας της με το μεγαλύτερο μέρος των εναγόντων.
Η συμφωνία θα κοστίσει στην εταιρεία περίπου 11 δισ. δολάρια, χωρίς να υπολογίσουμε τα νομικά έξοδα, αλλά θα την απαλλάξει από τον φόβο για ακόμα μεγαλύτερη ζημιά στο μέλλον. Σχετικά με τα δύο πολύ σημαντικά φάρμακα, ο Baumann αποδέχεται πως τα περιθώρια κέρδους στον φαρμακευτικό τομέα θα κατέβουν από το 35% στο 30%, αλλά εμφανίζεται σίγουρος πως η στροφή της εταιρείας στην έρευνα για γονιδιακές και κυτταρικές θεραπείες θα αποδώσουν μεσοπρόθεσμα και θα αναπληρώσουν το κενό που θα δημιουργηθεί.
Οι προβλέψεις του για τις οικονομικές επιδόσεις της εταιρείας στο μέλλον είναι συγκρατημένα αισιόδοξες. Για το 2021 προβλέπει στασιμότητα κερδών και τζίρου, με σταδιακή επιστροφή στην ανάπτυξη μέχρι το 2024, όταν τα κέρδη ανά μετοχή θα κυμανθούν ανάμεσα στα 7 με 7,5 ευρώ και ο κύκλος εργασιών θα είναι περίπου 45 δισ ευρώ.
Με τη μετοχή να κλείνει χθες στα 52,91 ευρώ, η χρηματιστηριακή αξία των 52 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν φαίνεται καθόλου απαιτητική, ενώ το μέρισμα (μειωμένο από το περσινό) των 2 ευρώ ανά μετοχή είναι αρκετά αξιόλογο.
Αν θυμηθούμε πως τα κέρδη ανά μετοχή το 2017 ήταν λίγο πάνω από 8 ευρώ και η μετοχή ήταν στα 116 ευρώ, είναι εύκολο να αντιληφθούμε πως οι μέτοχοι δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι. Αντιλαμβάνονται φυσικά πως τα περιθώρια πτώσης είναι πολύ μικρά, αλλά σίγουρα θέλουν κάτι καλύτερο.
Αν η συμφωνία εγκριθεί τον Μάιο, είναι πολύ πιθανόν να δούμε καλή κίνηση της μετοχής. Σε κάθε περίπτωση όμως, αν η μετοχή δεν αρχίσει να ανεβαίνει ουσιαστικά μέσα στους επόμενους μήνες, οι μέρες του Baumann είναι μετρημένες. Δεν αποκλείεται καθόλου να εμφανιστεί κάποιος ακτιβιστής μέτοχος που θα συγκεντρώσει μεγάλο ποσοστό της εταιρείας στις σημερινές χαμηλές τιμές και θα συνασπίσει γύρω του και άλλους, για να απαιτήσουν την εκδίωξη του Baumann και την πρόσληψη κάποιας επενδυτικής τράπεζας που θα αναλάβει να εκπονήσει ένα σχέδιο αναζωογόνησης της εταιρείας και της μετοχής. Ό,τι και να γίνει πάντως, λογικά δεν θα αργήσουμε να το δούμε μπροστά μας.