Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μέσα σε έξι μήνες η Ελλάδα κατάφερε όχι μόνο να αλλάξει την εικόνα των αγορών αλλά και να μηδενίσει την απόσταση που τη χώριζε από την Ιταλία με αποτέλεσμα πλέον να θεωρείται πιο ασφαλής επενδυτικά καθώς την ώρα που απολαμβάνει πολιτική σταθερότητα και ισχυρή ανάκαμψη, η γειτονική μας χώρα αποτελεί τη μεγαλύτερη εστία αβεβαιότητας στην Ευρωζώνη, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά.
Η σημαντική βελτίωση του κλίματος στην ελληνική οικονομία συνεχίζει να καταγράφεται από μια σειρά επίσημων και ανεπίσημων δεικτών υποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα είναι σήμερα μία επιλογή που οι επενδυτές δεν μπορούν για πολλούς λόγους να αγνοήσουν. Αυτό φαίνεται στο κόστος δανεισμού της χώρας στη δευτερογενή αγορά, φαίνεται επίσης από το ύψος των ασφαλίστρων κινδύνου αλλά και από την εικόνα που έχουν οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές, όπως αυτή καταγράφεται από τους δείκτες επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Σε διάστημα 6 μηνών το spread μεταξύ ελληνικών και ιταλικών ομολόγων έφτασε από τις 66,4 μονάδες βάσης, ή 0,66 ποσοστιαίες μονάδες, στο μηδέν, ενώ στις συναλλαγές της Τετάρτης η απόδοση των 10ετών ομολόγων των δύο χωρών διαμορφωνόταν στο 1,39%. Την ίδια ώρα, τα 5ετή CDS της Ελλάδας είναι στις 117,3 μονάδες βάσης και της Ιταλίας στις 119,1 μονάδες βάσης, ενώ ακόμη και στον δείκτη Sentix η πιθανότητα εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ είναι υπερδιπλάσια της Ελλάδας (4,6% έναντι 2,1%).
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό η χώρα που πέρασε από τρία μνημόνια και «κουρεύτηκαν» τα κρατικά της ομόλογα, η χώρα με τη διπλή κρίση του 2010-12 και του 2015 να θεωρείται σήμερα καλύτερη επενδυτική επιλογή από την 7η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Χωρίς, μάλιστα, να έχει αναβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης στην επενδυτική βαθμίδα ή να απολαμβάνει τα οφέλη της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τους τελευταίους μήνες οι ελληνικοί τίτλοι εμφανίζουν χαμηλότερες αποδόσεις συνεχώς στην 5ετία και κατά διαστήματα στη 10ετία, ενώ είναι η πρώτη φορά που η πιθανότητα πτώχευσης, με βάση τα CDS, είναι υψηλότερη της Ιταλίας.
Πολιτικά, η Ιταλία δεν βρίσκεται σε κρίση όμως δεν είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι η συνασπισμός έκτακτης ανάγκης μεταξύ του Κινήματος Πέντε Αστέρων και του Δημοκρατικού Κόμματος θα μακροημερεύσει. Η διεξαγωγή περιφερειακών εκλογών στις 26 Ιανουαρίου ενισχύει τις όποιες ανησυχίες όμως σε καμία περίπτωση η κατάσταση δεν θυμίζει τα τέλη του 2018. Παρ’ όλα αυτά, αν το κόμμα του Ματέο Σαλβίνι επικρατήσει στη μεγάλη και κρίσιμη, λόγω της Μπολόνια, περιφέρεια Εμίλια Ρομάνα, το πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας θα πάρει και πάλι φωτιά. Θα είναι η ένατη διαδοχική νίκη της Λέγκας του Βορρά από τις εκλογές του 2018, αποτελώντας ένα σαφές μήνυμα επιστροφής του Σαλβίνι, ο οποίος προηγείται σε όλες τις εθνικές δημοσκοπήσεις.
Επίσης, το ιταλικό δημόσιο πρέπει να ξεπεράσει αρκετούς κινδύνους για να δανειστεί καλύψει χωρίς κινδύνους – όπου κίνδυνοι και το αρκετά υψηλότερο κόστος – τις χρηματοδοτικές του ανάγκες μέσα στο 2020, καθώς έχει προγραμματίσει σχεδόν τα δύο τρίτα των συνολικών ετήσιων εκδόσεων ομολόγων μέσα στον Ιανουάριο, που αντιστοιχούν σε πάνω από 35 δισ. ευρώ.
Η Ιταλία μπορεί να συμμετέχει στο QE όμως αναλυτές εκτιμούν ότι με τα σημερινά δεδομένα και όσο αυξάνονται οι πολιτικοί κίνδυνοι, οι ιταλικοί τίτλοι δεν αποτελούν την καλύτερη επιλογή. Αντιθέτως, οι επενδυτές ξέρουν τι να περιμένουν από την Ελλάδα η οποία δείχνει να περνάει με θετικό τρόπο ακόμη και τον… κάβο της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με αποτέλεσμα να αλλάζει άρδην η αντίληψη των αγορών για την πορεία της χώρας.
Σε οικονομικό επίπεδο, ωστόσο, μένουν πολλά να γίνουν, όπως η αποτελεσματική μείωση των «κόκκινων» δανείων και η άρση των εμποδίων για επενδύσεις, παράγοντες που συντηρούν την επιφυλακτικότητα τόσο στις τάξεις των επενδυτών όσο και στους οίκους αξιολόγησης. Όπως και να’ χει, η επιστροφή της Ελλάδας είναι αξιοσημείωτη και οι προοπτικές της βελτιώνονται συνεχώς, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επενδυτές αναμένουν και την ένταξη στο QE μέσα στον επόμενο 1-1,5 χρόνο.