Η εγκατάλειψη, από τον Τζέι Πάουελ, της θεωρίας του «προσωρινού» πληθωρισμού έχει ανάψει τις συζητήσεις για την επερχόμενη διόρθωση στις τιμές των μεγάλων χρηματιστηριακών δεικτών (σε πολλές μετοχές έχει ήδη συντελεστεί σημαντικότατη πτώση). Αν αυτή ξεκινήσει, μόνο η Κεντρική Τράπεζα θα μπορεί να τη σταματήσει, όπως έχει γίνει πολλές φορές τα τελευταία 25 χρόνια. Μόνο που αυτή τη φορά το Fed Put μπορεί να μην ενεργοποιηθεί τόσο εύκολα όσο θα θέλουν οι αγορές.
Από τη δεκαετία του 1990 οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν μάθει πως όταν τα πολύ δύσκολα κάνουν την εμφάνισή τους, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έρχεται να σώσει την κατάσταση, μειώνοντας τα επιτόκια ή/και ενισχύοντας με διάφορους τρόπους τη ρευστότητα των κεφαλαιαγορών, κυρίως μέσω μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων. Η διαδικασία διάσωσης των αγορών έχει αποκτήσει το δικό της όνομα, Fed Put. Για την ακρίβεια, στην αρχή είχε ονομαστεί Greenspan Put, από το επώνυμο του επί σειρά ετών επικεφαλής της Fed Alan Greenspan και μετά ονομάστηκε Bernanke Put, (ο Ben Bernanke ήταν ο διάδοχός του).
Τελικά, αφού οι αγορές κατάλαβαν πως όλοι οι διοικητές της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας δεν έχουν καμία διάθεση να αφήσουν τα χρηματιστήρια να μείνουν για πολύ καιρό σε αρνητικό έδαφος, κατέληξαν στην ονομασία Fed Put. Η ονομασία Fed Put παραπέμπει στο put, το οποίο είναι ένα option (παράγωγο προϊόν) που δίνει τη δυνατότητα στον κάτοχό του να ανακτήσει ένα μέρος των απωλειών του όταν πέσουν οι τιμές των μετοχών. Η διαδικασία ενεργοποιείται είτε όταν η διόρθωση έχει ξεκινήσει από ενέργειες της ίδιας της Τράπεζας, όπως το 1994 και το 2018, είτε σε αναμονή κινήσεων της Τράπεζας, όπως το 2013, είτε από εξωγενείς παράγοντες, όπως έγινε το 2020 λόγω της πανδημίας. Η διαδικασία ενεργοποιήθηκε και το 2008 αλλά η κατάσταση τότε ήταν τόσο δύσκολη που οι ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας, σε συνδυασμό με πολιτικές παρεμβάσεις, δεν είχαν το ίδιο άμεσο αποτέλεσμα όπως τις περισσότερες άλλες φορές.
Το Fed Put δεν είναι μόνο στο μυαλό των επενδυτών. Έχει γίνει και αντικείμενο πανεπιστημιακής έρευνας. Όπως μας είχε πληροφορήσει πριν περίπου ένα χρόνο το Barron’s, δύο καθηγήτριες οικονομικών στα πανεπιστήμια Duke και Berkeley δημοσίευσαν το 2018 την επιστημονική τους μελέτη με τίτλο «The Economics of the Fed Put». Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, οι δύο ερευνήτριες υποστηρίζουν πως το Fed Put δεν είναι μύθος αλλά αποδεικνύεται μέσα από τη μελέτη των αριθμών. Σύμφωνα με την έρευνά τους, το εκάστοτε διοικητικό συμβούλιο της Fed αρχίζει να αντιδρά στην πτώση των χρηματιστηρίων όποτε φοβάται πως η μείωση των τιμών των μετοχών απειλεί την οικονομική ανάπτυξη της χώρας (και μάλλον και πολλών άλλων χωρών).
Οι κινήσεις στις οποίες προχωρεί το συμβούλιο της Fed αποσκοπούν στη διασφάλιση της ομαλής οικονομικής ανάπτυξης και, όπως δείχνει και η μελέτη των δύο ερευνητριών, είναι πάντα υπολογισμένες έτσι ώστε να αποκαθιστούν τη ζημιά που έχει πάθει η οικονομία εξαιτίας της πτώσης των χρηματιστηριακών αξιών. Τα ευρήματα της μελέτης επιβεβαιώνουν την πεποίθηση πολλών επενδυτών πως οι ιθύνοντες της Κεντρικής Τράπεζας παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου. Η μελέτη έχει βρει και έναν τρόπο υπολογισμού της μείωσης των επιτοκίων στην οποία θα πρέπει να προχωρήσει η Κεντρική Τράπεζα μετά από μία ισχυρή χρηματιστηριακή πτώση. Σύμφωνα με το μοντέλο που βρήκαν, μετά από κάθε 10% χρηματιστηριακής πτώσης, ακολουθεί μείωση των επιτοκίων κατά τριάντα δύο μονάδες βάσης (0,32%). Το μοντέλο αυτό επιβεβαιώθηκε κατά κάποιο τρόπο την άνοιξη του 2020.
Η πτώση του δείκτη S&P 500 είχε φθάσει στο 34% και το μοντέλο προέβλεπε μείωση επιτοκίων περίπου κατά εκατόν εννέα μονάδες βάσης (1,09%). Η μείωση στην οποία προχώρησε η Fed ήταν τελικά κατά εκατόν πενήντα μονάδες βάσης (1,5%), όχι ακριβώς όσο προέβλεπε η μελέτη των δύο καθηγητριών αλλά όχι τόσο μακριά. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ένα άλλο εύρημα της μελέτης, σύμφωνα με το οποίο οι αγορές αντιδρούν θετικά στις κινήσεις της κεντρικής τράπεζας όταν αυτές είναι πιο δυναμικές από αυτό που αναμένουν οι επενδυτές.
Αυτό εξηγεί και το γεγονός πως καθώς περνούν τα χρόνια, κάθε νέα παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας για να αντιστρέψει την αρνητική πορεία των χρηματιστηριακών αγορών είναι πολύ πιο δυναμική από τις προηγούμενες, όχι μόνο στα επιτόκια αλλά και στον τομέα της αγοράς ομολόγων. Η παρέμβασή της το 2008 είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση των περιουσιακών στοιχείων της κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, ενώ το 2020 η αντίστοιχη παρέμβαση έφθασε τα τρία τρισεκατομμύρια.
Επιστρέφοντας στη σημερινή κατάσταση των αγορών, είναι φανερό πως υπάρχει μία μεγάλη ανησυχία σχετικά με την πτώση που θα μπορούσε να έρθει στα χρηματιστήρια σαν αποτέλεσμα της αλλαγής στάσης της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. Ο Τζέι Πάουελ, διοικητής της Fed, εγκατέλειψε, ύστερα από πολλούς μήνες, τη θεωρία του προσωρινού πληθωρισμού, αναγνωρίζοντας πως η αύξηση των τιμών διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών που έχει εκδηλωθεί θα είναι τελικά παροδική. Οι αγορές ετοιμάζονται για ένα λιγότερο υποστηρικτικό περιβάλλον, με υψηλότερα επιτόκια και χωρίς τις μεγάλες αγορές περιουσιακών στοιχείων από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών.
Προς το παρόν η κατάσταση είναι σχετικά ήρεμη και οι μεγάλοι χρηματιστηριακοί δείκτες στις ΗΠΑ βρίσκονται ακόμα πολύ κοντά στα ιστορικά υψηλά τους. Την ίδια ώρα όμως, ένας μεγάλος αριθμός μετοχών που δεν επηρεάζουν σημαντικά τις τιμές των δεικτών έχει υποστεί σημαντικότατη πτώση, σε μερικές περιπτώσεις πάνω από 50%. Αυτή η πτώση μας δείχνει και πόσο θα μπορούσαν να χαλάσουν τα πράγματα αν οι επενδυτές αρχίσουν να πιστεύουν πως η πολυετής περίοδος με ευνοϊκές συνθήκες για τις αγορές μετοχών και ομολόγων φθάνει στο τέλος της.
Βέβαια, στο μυαλό των περισσότερων επενδυτών υπάρχει το Fed Put, που «διασφαλίζει» την επαναφορά στις καλές χρηματιστηριακές ημέρες αν τα πράγματα ξεφύγουν πολύ. Είμαστε σίγουροι πως θα ενεργοποιηθεί για μία ακόμα φορά αν αρχίσει η αναμενόμενη από πολλούς σημαντική πτώση των αγορών; Είναι δύσκολο να υποθέσουμε πως ξαφνικά το διοικητικό συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας θα πάψει να ασχολείται με την επίδραση μίας μεγάλης χρηματιστηριακής πτώσης στην οικονομία της χώρας και στην καταναλωτική συμπεριφορά των πολιτών. Ούτε έχει αλλάξει η προδιάθεση των μελών του διοικητικού συμβουλίου υπέρ του υποστηρικτικού, για τις αγορές, περιβάλλοντος.
Υπάρχουν όμως δύο πιθανά προβλήματα που μπορεί να δυσκολέψουν την ενεργοποίηση του Fed Put. Το πρώτο είναι το γεγονός πως τα επιτόκια είναι ήδη πολύ χαμηλά και το περιθώριο μείωσής τους πολύ μικρό έως ανύπαρκτο. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με τη χρήση εναλλακτικών τρόπων τόνωσης των αγορών, όπως τα προγράμματα αγοράς ομολόγων, τα οποία όμως θα πρέπει να είναι ακόμα μεγαλύτερου μεγέθους από τα αντίστοιχα του 2008 και του 2020 (όπως είδαμε παραπάνω) για να μπορέσουν να «εκπλήξουν» θετικά τις αγορές. Το δεύτερο, και σαφώς πιο σημαντικό, είναι ο πληθωρισμός. Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις ενεργοποίησης του Fed Put, ο πληθωρισμός ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και τα χέρια της Κεντρικής Τράπεζας ήταν λυμένα.
Τι θα γίνει αν τη στιγμή που ο Τζέι Πάουελ πάει να πατήσει το «κόκκινο κουμπί» ενεργοποίησης, ο πληθωρισμός δεν έχει αρχίσει ακόμα να αποκλιμακώνεται; Για να είμαστε ειλικρινείς, η εκδοχή αυτή δεν είναι καθόλου απίθανη, αλλά κατά την άποψή μας, ο Πάουελ ξέρει ήδη μέσα του τι θα κάνει. Θα πατήσει τελικά το κουμπί, γιατί οποιοδήποτε σενάριο είναι προτιμότερο από μία ανεξέλεγκτη πτώση των χρηματιστηριακών αγορών, τουλάχιστον γι’ αυτόν και την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας.