Του Γιώργου Δασκαλόπουλου
Το θέμα των χρεώσεων που επιβάλλουν το τελευταίο διάστημα οι τράπεζες σε μια σειρά συναλλαγών, ακόμη και ηλεκτρονικών, θα «πέσει» στο τραπέζι της συνάντησης που θα έχει σήμερα το μεσημέρι ο πρωθυπουργός με τους τραπεζίτες. Η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί στις 13.30 στο Μέγαρο Μαξίμου και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα είναι «ευχάριστος» προς τους τραπεζίτες.
Οι χρεώσεις που ξεκίνησαν τον περασμένο Ιούλιο και επεκτάθηκαν τον τελευταίο μήνα, είναι αντιδημοφιλείς. Και σε συνδυασμό με το περιβάλλον των μηδενικών επιτοκίων, ουσιαστικά ροκανίζει τις αποταμιεύσεις των πολιτών. Από την άλλη πλευρά, με δεδομένη την κατάσταση στον τραπεζικό κλάδο, οι χρεώσεις είναι η μόνη -ίσως- διέξοδος που υπάρχει για να λειτουργεί το ίδιο το σύστημα. Με δυο λόγια είναι ένα μέρος του κόστους που αναλαμβάνουμε «για να έχουμε τράπεζες» μετά την κληρονομιά που μας άφησε η κρίση και οι ανεπαρκείς ανακεφαλαιοποιήσεις του 2015.
Οι διοικητές θα επισημάνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν τα έσοδά τους. Στόχος τους παραμένει η διατήρηση της κερδοφορίας τους και στην κατεύθυνση αυτή, η αύξηση των χρεώσεων είναι ένα αναπόφευκτο μέσο. Θα υποστηρίξουν μάλιστα ότι οι χρεώσεις αυτές στις συναλλαγές δεν απέχουν πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στις τραπεζικά ασφαλείς χώρες της Ευρώπης, οι καταθέσεις έχουν κόστος συντήρησης, όπως και χρεώσεις σε διάφορες συναλλαγές. Και σήμερα οι ελληνικές τράπεζες είναι ασφαλείς, με ευρωπαϊκούς όρους, όπως επίσης και οι καταθέσεις σε αυτές. Ίσως, λοιπόν μια πιο ορθολογική προσέγγιση να αφορά το εάν οι χρεώσεις, οι οποίες είναι αναπόφευκτες, είναι και οι εύλογες.
Η μεγαλύτερη «γκρίνια» όπως εκφράζεται από τους πελάτες στα τραπεζικά στελέχη, αφορά το κόστος των αναλήψεων μετρητών, από ΑΤΜ άλλης τράπεζας. Οι σχετικές χρεώσεις κυμαίνονταν από 1,30 έως 2,20 ευρώ ως το καλοκαίρι, αναλόγως τράπεζας και κάρτας αλλά σήμερα κυμαίνεται πια από 2,50 έως 3 ευρώ ανάλογα με το ΑΤΜ και επιβαρύνεται με πρόσθετη προμήθεια 0,60 ή 0,75 ευρώ (με μία εξαίρεση), από την τράπεζα που έχει εκδώσει την κάρτα. Μπορεί δηλαδή η ανάληψη να φτάσει σε κόστος τα 3,75 ευρώ. Κάτι που βέβαια εκμηδενίζεται εάν ο πελάτης χρησιμοποιήσει το ΑΤΜ του δικτύου που διατηρεί το λογαριασμό του.
Στα τέλη του μήνα, μια τράπεζα θα ξεκινήσει να χρεώνει (15 λεπτά) και την έκδοση αντιγράφου των 7 τελευταίων κινήσεων στα δικά της ΑΤΜ, εγκαινιάζοντας τις χρεώσεις και στο «οικείο» δίκτυο.
Επίσης οι τράπεζες, έχουν αρχίσει χρεώσεις για επανέκδοση ή διατήρηση χρεωστικής κάρτας -από 5 έως 10 (ή και 25 ευρώ αν ο πελάτης βιάζεται), για την απώλεια του PIN (3-4 ευρώ), επέβαλαν μεγαλύτερο κόστος χρήσης των υπηρεσιών phone banking (έως και πέντε φορές μεγαλύτερο).
Αυξήσεις υπάρχουν και στις μεταφορές ποσών σε άλλες τράπεζες, ενώ εδώ και μερικές εβδομάδες οι πελάτες καταβάλουν χρέωση για τις πληρωμές των λογαριασμών τους (ηλεκτρικό, τηλέφωνο κλπ.) ακόμη και όταν χρησιμοποιούν τις προσωπικές ψηφιακές πλατφόρμες του ebanking.
Προμήθειες όμως υπάρχουν πλέον και στην καταβολή του φόρου εισοδήματος ή του ΕΝΦΙΑ, εφόσον οι πελάτες χρησιμοποιούν το «γκισέ» των τραπεζών, από 1 έως 2 ευρώ ανά δόση.
Σε αυτό το «περιβάλλον» που αναμφίβολα επιβαρύνει τους καταναλωτές (ιδιαίτερα δε όσους κάνουν συχνές και πολλαπλές συναλλαγές) τραπεζικά στελέχη παρατηρούν ότι το μεγαλύτερο «ζήτημα» αφορά το ότι σημειώθηκαν πολλές αυξήσεις (ή νέες (χρεώσεις) σε μικρό χρονικό διάστημα. Παρατηρούν ωστόσο ότι αφορούν αντικείμενα ή τραπεζικές εργασίες που έχουν κόστος και για τις ίδιες τις τράπεζες. Για παράδειγμα, αναφέρουν το πλαστικό μιας κάρτας, που διαμορφώνει υπηρεσία για τον πελάτη, έχει κόστος αγοράς από την τράπεζα.
Επιπλέον, η ανάπτυξη των ψηφιακών δικτύων και οι πλατφόρμες ebanking των τραπεζών, έχει γίνει μετά από ιδιαίτερα σοβαρές επενδύσεις από τις ίδιες τις τράπεζες. Αντίστοιχα και οι πληρωμές προς τρίτους, είναι μια υπηρεσία που επίσης έχει κόστος για τις τράπεζες.
Οι χρεώσεις, παρατηρούν τα ίδια στελέχη, είναι μια αναγκαιότητα που ανταποκρίνεται στη διεθνή τραπεζική πραγματικότητα. Άλλωστε, προσθέτουν, αντίστοιχες χρεώσεις εφαρμόζονται στα τραπεζικά δίκτυα, όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Για τις ελληνικές τράπεζες η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι μετά τις ανακεφαλαιοποιήσεις του 2015 και το σοβαρό πρόβλημα των «κόκκινων δανείων», τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ουσιαστικά δεν μπορούν να έχουν κερδοφορία από την άσκηση της συμβατικής τραπεζικής. Κάτι που εκ των πραγμάτων οδηγεί την ενίσχυση των εσόδων και μέσω του νέου συστήματος χρεώσεων και προμηθειών. Το οποίο όμως σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι εύλογο και δίκαιο και να ανταποκρίνεται στα δεδομένα και των πελατών.