Ξεκινώντας με μία εισαγωγική τοποθέτηση αρχής, ότι το δικηγορικό λειτούργημα για να μπορεί να ασκηθεί όπως πρέπει προϋποθέτει ένα ελάχιστο κύρος των δικηγόρων έναντι της υπόλοιπης κοινωνίας. Τα ασυμβίβαστα της δικηγορικής ιδιότητας που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων πρέπει να εξυπηρετούν πρωτίστως το σκοπό αυτό.
Για αυτό και η επικείμενη τροποποίηση του Κώδικα, που θα εστιάσει μεταξύ άλλων και σε αλλαγές στα ασυμβίβαστα, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αντιμετωπίζει τα δικηγορικά ασυμβίβαστα σαν ένα δικαιοπολιτικής τάξεως ζήτημα.
Πριν αρχίσουμε να συζητάμε για τα επιμέρους έργα, τα οποία θα μπορούσαν θεωρητικά να συνδυαστούν με τη δικηγορία και να πάψουν να αποτελούν ασυμβίβαστα, πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα, τι είδους δικηγορία θέλουμε. Και ακόμα πρωτύτερα, πρέπει να αναζητήσουμε και να θεραπεύσουμε τα αίτια, τα οποία έχουν ωθήσει τους δικηγόρους, αντίθετα στις μέχρι σήμερα προβλέψεις του Κώδικά μας, να ασκούν διαφορετικές επαγγελματικές δραστηριότητες.
Η απάντηση που δίνω προσωπικά στο ερώτημα αυτό, είναι ότι θα προτιμούσα ιδανικά κανείς δικηγόρος να μην έχει ανάγκη άλλης επαγγελματικής ενασχόλησης, για να είναι οικονομικά διασφαλισμένος. Ότι θα έπρεπε η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, να διασφαλίζει τέτοιες συνθήκες και αμοιβές, που πρωτίστως ο ίδιος ο δικηγόρος να μην επιθυμεί να στραφεί σε άλλες δραστηριότητες που μπορεί να υποβαθμίζουν το κύρος του.
O Στέλιος Λεριός, Σύμβουλος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Επειδή η κατάσταση που περιγράφω απέχει σαφώς από τη σημερινή πραγματικότητα, τονίζω ότι προτεραιότητα πρέπει να δοθεί σε αλλαγές του Κώδικα που εστιάζουν πρωτίστως στις αμοιβές τις προερχόμενες από δικηγορικές δραστηριότητες, και στη διασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών ασκήσεως της δικηγορίας. Και ο λόγος της προτεραιότητας αυτής είναι ότι δεν πρέπει για κανένα λόγο να δοθεί ένα μήνυμα στους συναδέλφους, αλλά και στην υπόλοιπη κοινωνία, ότι η δικηγορία πλέον δε μπορεί να διασφαλίσει οικονομικά όσους την ασκούν, και ότι θα πρέπει να ασκείται εφεξής ως παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα ή και "χόμπι".
Ακόμα, όταν η δικηγορία ασκείται υπό συνθήκες που υποβαθμίζουν το κύρος των δικηγόρων -συχνά με ευθύνη και ημών των ιδίων-, και κυρίως όταν δικηγόροι αναγκάζονται να ασκούν δραστηριότητες άσχετες με τη δικηγορία, είναι ολίγον τι υποκριτικό να θεωρούμε ότι το κύρος διασφαλίζεται μόνο με τη θέσπιση των ασυμβιβάστων.
Πέραν ωστόσο των ζητημάτων αυτών, θεωρώ δεδομένο πως η τροποποίηση του Κώδικα μπορεί σήμερα να προχωρήσει σε μια κατεύθυνση άρσης των ασυμβιβάστων, που θα παρέχει σε κάθε δικηγόρο τη δυνατότητα αύξησης του εισοδήματος του, χωρίς παράλληλα να υποβαθμίζει το κύρος του δικηγορικού επαγγέλματος. Οι θέσεις που θα καταλήξουμε ως κλάδος ως προς τα επιτρεπόμενα έργα του δικηγόρου, πρέπει να είναι προϊόντα ενός διαλόγου, τον οποίο πρώτα έχει υποχρέωση να ανοίξει ο μεγαλύτερος επιστημονικός σύλλογος της χώρας.
Βασική μας αρχή σε αυτόν τον διάλογο, πρέπει να είναι ότι δε μπορεί να αλλοιωθεί ο πυρήνας του δικηγορικού επαγγέλματος, και πρέπει να θωρακιστεί και να αναβαθμιστεί το κύρος των δικηγόρων στην κοινωνία. Αυτός είναι ο βασικός σκοπός της εξαρχής θέσπισης των ασυμβιβάστων και παραμένει αναγκαίος.
Θεωρώ, ωστόσο, πως η κατάσταση έχει ωριμάσει για να προχωρήσουμε ως δικηγορικό σώμα στη μερική άρση των ασυμβίβαστων που προβλέπονται σήμερα, καθότι είναι δεδομένο ότι πολλά εξ' αυτών είναι πλέον αναχρονιστικά και οι δραστηριότητες που αφορούν δεν πλήττουν το κύρος του δικηγορικού επαγγέλματος. Οι δικηγόροι πρέπει να μπορούν να ασκούν κάθε παρεμφερή με τη δικηγορία δραστηριότητα, που έχει χαρακτηριστικά επιστημονικά, θεωρητικά, ανθρωποκεντρικά, ακαδημαϊκά, κοινωνικά, εμπορικά, πολιτικά.
Πρέπει να μπορούν να κατέχουν σημαντικές θέσεις ευθύνης σε επιχειρήσεις και δημόσια διοίκηση, από τις οποίες θα ασκούν επίδραση στην κοινωνία και τη λήψη κεντρικών αποφάσεων. Και γενικότερα πρέπει να αρθεί κάθε περιορισμός που υπερβαίνει την αναγκαία προστασία του κύρους των δικηγόρων και οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Θα κλείσω με τον τρόπο που ξεκίνησα. Τα ασυμβίβαστα έχουν θεσπιστεί για να προστατεύεται το κύρος της δικηγορίας. Το κύρος αυτό σήμερα αδιαμφισβήτητα έχει πληγεί, και όχι λόγω των ασυμβιβάστων. Η προτεραιότητα της τροποποίησης του Κώδικα πρέπει να δοθεί στις δικηγορικές αμοιβές και στη διασφάλιση συνθηκών άσκησης δικηγορίας. Τα ασυμβίβαστα με τη δικηγορία πρέπει να ρυθμιστούν εκ νέου, παράλληλα με τις αλλαγές αυτές, αλλά και χωρίς να σχετίζονται. Δε μπορεί η άρση των ασυμβιβάστων να λειτουργήσει ως λόγος να παραμείνει ως έχει το καθεστώς για τα ζητήματα αυτά.
*Ο Στέλιος Λεριός είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών