Ένα από τα βασικά προβλήματα της εκπαίδευσης είναι ότι σε μια εποχή ταχύτατων εξελίξεων, οι διαδικασίες, τα προγράμματα και οι εκπαιδευτικές πρακτικές δεν προλαβαίνουν να προσαρμοστούν αρκετά γρήγορα ώστε να παραμένουν συναφείς με τον σύγχρονο κόσμο και χρήσιμες για τους μαθητές. Όμως υπάρχει και ένα ακόμα μεγαλύτερο: το γεγονός ότι δεν προλαβαίνουμε να προσαρμοστούμε εμείς, οι άνθρωποι της Εκπαίδευσης, στις εξελίξεις και πολλές φορές εμφανιζόμαστε κατώτεροι των περιστάσεων.
Όπως εύστοχα σημειώνει στο πρόσφατο άρθρο του ο Γιάννης Γιαννούδης, οι εκπαιδευτικοί μας αποφοιτούν από τα πανεπιστήμια έχοντας μάθει να αναφέρονται στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αγκαλιάσουν εύκολα το μέλλον.
Το συμπέρασμα ισχύει, αλλά όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς: όλοι μας, με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν συμμετέχουμε στην εκπαιδευτική πραγματικότητα -εκπαιδευτικοί, γονείς, εκπαιδευόμενοι- αντανακλαστικά ανατρέχουμε σε ένα σχολείο που μοιάζει με αυτό που θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια. Όμως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για την ποιότητα της εκπαίδευσης, από αυτόν τον αναχρονισμό. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά διεθνές. Ίσως όμως στη χώρα μας να έχει πολύ πιο δυνατές ρίζες στον εγγενή συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας.
Το πρόβλημα
Τις τελευταίες ημέρες ανακοινώθηκε μέσω του Τύπου, για ακόμα μια φορά, η… «δια ροπάλου» απαγόρευση των κινητών στα σχολεία με Υπουργική Απόφαση. Δεν είναι κάτι καινούργιο, αντίστοιχη οδηγία υπήρχε από το 2018 σε εγκύκλιο με υπογραφή του τότε Υπουργού Παιδείας.
Για ποιο λόγο νιώθει το 2024 η Πολιτεία ότι πρέπει να αναδιατυπώσει, να υπογραμμίσει και να κλιμακώσει μια απαγόρευση που δεν έπαψε ποτέ να ισχύει; Για τον προσεκτικό αναγνώστη της είδησης, η διαφορά είναι ότι πλέον καθορίζονται οι ποινές, οι οποίες μάλιστα, αν πράγματι εκφραστούν με Υπουργική Απόφαση, θα είναι υποχρεωτικές. Όσο όμως κάποιος θα περίμενε μια τέτοια απόφαση την εποχή της ισοπέδωσης και του κεντρικού σχεδιασμού του 2018, τόσο αιφνιδιάζεται από μια απόφαση το 2024, την εποχή που ζητούμενο είναι η αυτονομία της σχολικής μονάδας.
Η αιτιολόγηση της απόφασης στηρίζεται κυρίως στην αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού: ο συλλογισμός είναι «έχουμε περιστατικά εκφοβισμού, τα παιδιά διαθέτουν τεχνικά μέσα για να τον καταγράψουν, άρα αν καταργήσουμε τα τεχνικά μέσα, ίσως αυτός εκλείψει». Ο παραλογισμός είναι προφανής. Περιστατικά βίας στα σχολεία υπήρχαν και θα υπάρχουν, η κατάργηση της καταγραφής δεν θα αλλάξει κάτι. Απλώς κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλί ή απλά το στέλνει έξω από τον σχολικό χώρο.
Ένα άλλο πρόβλημα που η απαγόρευση των κινητών τηλεφώνων υποτίθεται λύνει είναι ένα συμπέρασμα του PISA 2022 Summary | PISA 2022 results σύμφωνα με το οποίο 3 στους 10 μαθητές αποσπώνται από κινητές συσκευές στη διάρκεια του μαθήματος. Φυσικά, αυτή είναι μια αποσπασματική ανάγνωση, καθώς παραγνωρίζει τις δεξιότητες που οι μαθητές αναπτύσσουν με τη χρήση κινητών συσκευών και που στο κοντινό μέλλον θα είναι πιο ουσιαστικές από τις απλές γνώσεις.
Στο ίδιο report, μάλιστα, στην ίδια σελίδα, αναφέρεται «Students who spent up to one hour per day on digital devices for learning activities in school scored 14 points higher on average in mathematics than students who spent no time. Enforced cell phone bans in class may help reduce distractions but can also hinder the ability of students to self-regulate their use of the devices» - αλλά αυτό το αποτέλεσμα αποσιωπάται.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο προβληματισμός δεν είναι μόνο εγχώριος. Ο συντηρητισμός στην εκπαίδευση είναι παγκόσμιο πρόβλημα. Ανάλογες αποφάσεις μπορούμε να δούμε στην Ιταλία και στην Αγγλία και μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση με πολύ σκληρές εκφράσεις «Heads can know that they’ll be backed in their attempt to build safe and nurturing cultures, and they’ll find advice about how to make schools a phone-free environment. And when that happens, everyone wins».
Το κείμενο αυτό είναι ένα μνημείο οπισθοδρομικότητας και χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς ο συντηρητισμός και ο στρουθοκαμηλισμός μπορούν να κάνουν την Εκπαίδευση να αποσυνδεθεί από τις προκλήσεις του μέλλοντος. Ίσως να έχουμε συνηθίσει να αιτιολογούμε αποφάσεις με το «και στο εξωτερικό έτσι γίνεται», όμως αυτό δεν είναι πάντα σωστό, ούτε μπορεί να είναι βάση αποφάσεων.
Το λάθος
Η ανάγκη για ύπαρξη ορίων και κανόνων σε κάθε πτυχή της σχολικής ζωής είναι δεδομένη. Δομικό λάθος όμως είναι ότι η ύπαρξη κανόνων συμπίπτει με την απαγόρευση. Για την ακρίβεια, η καθολική απαγόρευση είναι ένας καλός τρόπος να αποφύγει η σχολική κοινότητα να συμφωνήσει, να θεσπίσει και να επιβάλλει κανόνες.
Η απαγόρευση και η αυστηροποίηση των ποινών μέσω των οποίων αυτή επιβάλλεται, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς δεν πρέπει να παίρνονται οι αποφάσεις στην Εκπαίδευση. Οι λόγοι είναι:
1) Λόγοι Αρχής: ό,τι απαγορεύεται, πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς. Έχουμε συνηθίσει να αναμένουμε το κράτος να ρυθμίζει για να λύνει προβλήματα, αλλά ξεχνάμε ότι η βασική αρχή κάθε απαγόρευσης είναι πως αυτή πρέπει να είναι το έσχατο και όχι το πρώτο μέτρο.
2) Συγκεντρωτισμός: είναι μια κεντρική, ισοπεδωτική απόφαση και παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες κάθε σχολικής πραγματικότητας. Προσπαθεί να λύσει κεντρικά κάτι που έπρεπε να είναι αντικείμενο ρύθμισης από τον σχολικό κανονισμό. Προφανώς, το Υπουργείο προσπαθεί να απλώσει μια ομπρέλα προστασίας στους λειτουργούς της κρατικής, κυρίως, εκπαίδευσης που δέχονται πιέσεις από γονείς και μαθητές ώστε να μην εφαρμόζουν πειθαρχικά μέτρα. Όμως, η λογική «ό,τι δεν λύνεται, κόβεται» δεν μπορεί να αποτελεί τη βάση αποφάσεων. Με δεδομένο ότι η παρούσα κυβέρνηση είχε θέσει υψηλή προτεραιότητα για τη διοικητική και παιδαγωγική αυτονομία της σχολικής μονάδας, μια τέτοια απόφαση-σκούπα προκαλεί τουλάχιστον έκπληξη.
3) Αναχρονισμός: οι κινητές συσκευές είναι μια πραγματικότητα στη ζωή όλων μας, και φυσικά των παιδιών – και καλώς είναι. Οι έξυπνες συσκευές δεν αποτελούν είδος πολυτελείας, αλλά καθημερινότητα. Το να βγάλουμε εκτός της εκπαιδευτικής πραγματικότητας ένα μέσο το οποίο είναι δεδομένο στη ζωή όλων μας, είναι υποκριτικό. Ποιος είναι ο λόγος ο οποιοσδήποτε από εμάς να μπορεί σε μια παρουσίαση με το κινητό του να αποτυπώσει μια διαφάνεια που τον ενδιαφέρει και ο μαθητής να μην μπορεί να το κάνει μέσα στην τάξη; Πώς γίνεται κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό εκτός σχολείου να είναι παράνομο εντός του;
4) Ρόλος του σχολείου: ο ρόλος του σχολείου δεν είναι απλά να «μαθαίνει γράμματα» στα παιδιά. Είναι κυρίως να τα εφοδιάζει με τις δεξιότητες και τις αξίες που θα τα καταστήσουν ευτυχισμένους ανθρώπους, επιτυχημένους επαγγελματίες και πολίτες του κόσμου. Πώς το σχολείο θα προετοιμάσει τα παιδιά για έναν κόσμο που ο ψηφιακός τους εαυτός θα έχει
ίδια αξία με τον φυσικό, χωρίς να χρησιμοποιούν ψηφιακές συσκευές; Πώς θα προετοιμαστούν για ένα παγκόσμιο εργασιακό περιβάλλον όπου θα κυριαρχεί η Τεχνητή Νοημοσύνη; Αντί να προετοιμάζουμε τα παιδιά στο να διαμορφώνουν, να υπερασπίζονται και να σέβονται τον ψηφιακό τους εαυτό, απλά τον ακρωτηριάζουμε και τον πετάμε έξω από το σχολικό περιβάλλον. Αρνούμαστε ότι υπάρχει, αλλά στην πραγματικότητα είναι εκεί. Τα παιδιά χρειάζονται ένα ασφαλές και δίκαιο πλαίσιο για να λειτουργήσουν, για να δημιουργήσουν και όχι ένα ιεροεξεταστικού τύπου αφορισμό της ζωής τους.
5) Αναποτελεσματικότητα: η απαγόρευση δαιμονοποιεί τα ψηφιακά μέσα για τον εκφοβισμό, ενώ αυτός υπήρχε και πριν από αυτά. Εδώ υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι κάποια από τα επεισόδια γίνονται ακριβώς προς χάρη της καταγραφής. Όμως «αποβάλλοντας» τις κινητές συσκευές από το σχολείο δεν εξαλείφεται το πρόβλημα, καθώς απλά θα μετατεθεί έξω από τον σχολικό χώρο, αμέσως μετά το μάθημα και μάλιστα ανεξέλεγκτα.
6) Τεχνοφοβισμός: σε μια εποχή που πρέπει να προετοιμάζουμε τα παιδιά για να ζήσουν σε ένα κόσμο όπου η προσαρμοστικότητα και η παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων θα είναι οι κυρίαρχες δεξιότητες, επιλέγουμε να τους δείχνουμε ότι η εξέλιξη είναι κάτι που εγκυμονεί κυρίως κινδύνους. Είναι μια ολέθρια προσέγγιση, καθώς αποσυνδέει το σχολείο εντελώς από τις ανάγκες και τα βιώματα της Gen-Z και της Gen-A που τώρα ξεκινά τα σχολικά της βήματα. Αντί να ενθαρρύνουμε εμείς οι ίδιοι τα παιδιά να φέρουν τις συσκευές στο σχολείο, να αποτυπώσουν τη σχολική ζωή, να καταγράψουν τα πειράματα, να δημιουργήσουν ψηφιακό υλικό, να μάθουν να σέβονται τα προσωπικά δεδομένα, αντί να τα καθοδηγήσουμε και να τα βοηθήσουμε… απλώς βάζουμε το κεφάλι στην άμμο. Τα ίδια παιδιά, μετά το σχολείο, θα συνεχίσουν την ψηφιακή τους ζωή.
Η απόφαση, αν τελικά ληφθεί όπως εμφανίστηκε στη δημοσιότητα, είναι προσχηματική και ανεφάρμοστη. Ίσως αποτελέσει βέλος στη φαρέτρα ορισμένων τεχνοφοβικών γονέων, ίσως λειτουργήσει ως άλλοθι κάποιων φοβικών εκπαιδευτικών που θα μπορούν να μοιράζουν αποβολές, αλλά στην ουσία θα επιβεβαιώσει στα παιδιά ότι το σχολείο δεν έχει καμία συνάφεια με τις μελλοντικές τους ζωές και τις προκλήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν.
Ο ρόλος μας είναι να προετοιμάσουμε τα παιδιά για έναν μελλοντικό κόσμο που σήμερα δεν γνωρίζουμε πώς θα μοιάζει, δεν φανταζόμαστε καν ποιες θα είναι οι πολιτισμικές, οι κοινωνικές, οι εργασιακές συνθήκες που θα έχουν διαμορφωθεί, τα επαγγέλματα που θα υπάρχουν, ο ρόλος των ανθρώπων στην παραγωγή. Αυτό απαιτεί ανοιχτό μυαλό, αγκάλιασμα της τεχνολογικής, ιδεολογικής και κοινωνικής εξέλιξης, καθώς και δίψα για δια βίου κατάρτιση. Όχι απαγορεύσεις, όχι αφορισμούς.
* O Παναγιώτης Καράμαλης είναι Δρ Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών ΕΜΠ, Στέλεχος Εκπαίδευσης