Τα τελευταία χρόνια η λέξη ‘bullying’ εισήλθε στο λεξιλόγιο μας και ενίοτε στην καθημερινότητά μας. Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας μας επιτρέπει να αποδώσουμε τον όρο ως ‘σχολικό εκφοβισμό’. Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας για τη Σχολική Βία και τον Εκφοβισμό περιλαμβάνεται η απόδοση του όρου και των μορφών του, στο πλαίσιο μιας ευρείας, ακριβούς και σύγχρονης προσέγγισης.
Ως ενδοσχολική βία και εκφοβισμός ορίζεται «κάθε μορφή σωματικής, λεκτικής, ψυχολογικής, συναισθηματικής, κοινωνικής, ρατσιστικής, σεξουαλικής, ηλεκτρονικής ή άλλης βίας και παραβατικής συμπεριφοράς, που πλήττει τη σχολική κοινότητα και διαταράσσει την εκπαιδευτική διαδικασία» και αυτός ο ορισμός αποτελεί τον πρώτο ορισμό του φαινομένου σε νομικό κανονιστικό κείμενο της χώρας.
Παρά τις ποικίλες θεωρητικές, ερμηνευτικές και ερευνητικές διαφοροποιήσεις για το φαινόμενο, έχουμε κάποιες σταθερές βασικές παραδοχές για την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό, όπως:
α) Tο σχολείο ως κοινωνικός θεσμός (ανα)παράγει την ευρύτερη βία κατά των παιδιών από την οικογένεια, την κοινότητα, την ευρύτερη κοινωνία και αντιστρόφως. Η θυματοποίηση κατά των παιδιών αντανακλά το συνεχές της βίας και επομένως οι όποιες πολιτικές πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου θα πρέπει να είναι ολιστικές, οριζόντιες, πολυεπίπεδες και συντονισμένες.
β) Oι αναφορές και οι καταγγελίες για συναφή περιστατικά είναι περιορισμένες συγκριτικά με την πραγματική έκταση και συχνότητα του φαινομένου, για πολλούς λόγους (κυρίως από το φόβο των θυμάτων, τον ενδεχόμενο στιγματισμό, την αντεκδίκηση κ.ά.), με αποτέλεσμα τα θύματα να υποφέρουν σιωπηλά και με απρόσμενες συνέπειες ενίοτε. Άρα, η ενθάρρυνση των καταγγελιών, η ενδελεχής διερεύνησή τους, καθώς και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των περιστατικών ενδοσχολικής βίας θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα.
γ) Όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας έχουν σημαντικούς ρόλους στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές, οι ειδικοί επιστήμονες ψυχοκοινωνικής παρέμβασης, οι επαγγελματίες των τοπικών κοινωνιών, όλοι μας. Η δια βίου αρχική και σε βάθος εκπαίδευση των εμπλεκομένων παραγόντων είναι όχι μόνο απαραίτητη, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει στοχευμένα πρακτικά εργαλεία και οδηγούς διαχείρισης των περιστατικών, προκειμένου να προστατευθούν τα θύματα και να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά παρόμοια περιστατικά, και
δ) Η όποια πολιτική για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας θα πρέπει να συνδέεται και να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής για την πρόληψη της βίας κατά των παιδιών, μέσα και έξω από το σχολικό περιβάλλον. Διαθεσμική συνεργασία, εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών, δικτύωση και συνέργειες μεταξύ συναφών πολιτικών και σχεδίων δράσης, ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και αναγνώριση του φαινομένου αποτελούν μερικούς μόνο άξονες δράσης μιας ολιστικής και συνεκτικής πολιτικής πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου.
Σε αυτό το πλαίσιο, φαίνεται ότι το σχέδιο νόμου για την ενδοσχολική βία είναι υποσχόμενο και ενδέχεται να αποτελεί μια ‘επένδυση’ προς όφελος των παιδιών θυμάτων βίας και την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών. Ορίζει τις όψεις του φαινομένου σφαιρικά, ενθαρρύνει τις καταγγελίες και δίνει φωνή στα θύματα μέσα από την πλατφόρμα, ενδυναμώνει τους εκπαιδευτικούς με συγκεκριμένες δράσεις επιμόρφωσης και συνομιλεί με τα άλλα σχέδια δράσης για την προστασία των παιδιών που έχουν εκπονηθεί και υλοποιούνται (μερικώς ή ολικώς).
Προφανώς πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτιώσεων και ιδίως η διαρκής ανατροφοδότηση των πολιτικών από τη θεωρία στην πράξη και αντιστρόφως είναι πολύτιμη στον ανασχεδιασμό και την εφαρμογή τους.
* H Βασιλική Αρτινοπούλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Εμπειρογνώμων Treaty Body του ΟΗΕ