Φωτιά ξέσπασε το μεσημέρι του Σαββάτου (21/10/2023) στην περιοχή Άγιος Στέφανος Αυλιωτών της Βόρειας Κέρκυρας σε δασική έκταση, κοντά σε ξενοδοχειακή μονάδα και κατοικίες και με κατεύθυνση προς κατοικημένη περιοχή. Η κατάσβεση έλαβε χώρα υπό αντίξοες συνθήκες, αφού στην περιοχή έπνεαν ισχυροί άνεμοι εντάσεως έως 8 μποφόρ.
Από την Πολιτική Προστασία το μήνυμα του 112 που εστάλη ζητούσε από τους κατοίκους να μετακινηθούν προς το λιμάνι του Αγίου Στεφάνου, όπου λόγω των ισχυρών ανέμων τόσο η πορθμειακή γραμμή Λευκίμμης - Ηγουμενίτσας όσο και Κέρκυρας - Ηγουμενίτσας είχαν απαγορευτικό απόπλου. Συνολικά επιχείρησαν 44 πυροσβέστες, δύο ομάδες πεζοπόρων, 14 οχήματα, εθελοντές πυροσβέστες, μηχανήματα έργου και υδροφόρες ΟΤΑ, ενώ καθοριστική ήταν η συμβολή των εναέριων μέσων στη μάχη με 4 αεροσκάφη και ένα ελικόπτερο.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής (22/10/2023) η πυρκαγιά τέθηκε υπό μερικό έλεγχο, έχοντας κάψει σχεδόν 80 στρέμματα αγροτοδασικής έκτασης.
Εικ.1: Εναέρια αποτύπωση των μετώπων της πυρκαγιάς ταυτόχρονα σε δύο σημεία, από την επιτόπια αυτοψία που πραγματοποιήθηκε με χρήση μη επανδρωμένου αεροσκάφους πάνω από την περιοχή του Αγίου Στεφάνου Αυλιωτών. (Φωτογραφίες: Σπύρος Κροκίδης)
Από μορφολογική άποψη η πληγείσα περιοχή χαρακτηρίζεται από την παρουσία μικρών λοφωδών εξάρσεων με μικρής έκτασης ταπεινώσεις του μορφολογικού ανάγλυφου, ενώ το υδρογραφικό δίκτυο παρουσιάζεται αναπτυγμένο με σύνθετη μορφή. Τα ρέματα που τροφοδοτούν τους κύριους κλάδους συνδέονται κλιμακωτά, ενώ οι μικρότεροι κλάδοι αναπτύσσονται δενδριτικά.
Η παραπάνω σύνθετη ανάπτυξη δείχνει μία ανώμαλη γεωλογική και μορφολογική παρουσία, δηλαδή μεταβολή στη σύσταση των γεωλογικών σχηματισμών κατά την κατακόρυφη έννοια, έντονη εδαφική αποσάθρωση, διακλάσεις μέσα στους γεωλογικούς σχηματισμούς και πτύχωση αυτών, αλλαγή στη σύσταση των γεωλογικών σχηματισμών (από μαργαϊκό σχηματισμό μεταβαίνουμε σε αλλουβιακές αποθέσεις στα χαμηλότερα υψόμετρα), αλλά και ομοιογένεια κατά θέσεις ως προς το είδος του γεωλογικού σχηματισμού (αφού μαργαϊκής σύστασης σχηματισμός αναγνωρίσθηκε μόνο στο υψηλό ανάγλυφο).
Γενικά το ικανοποιητικό υδρογραφικό δίκτυο στα ψηλότερα σημεία ευνοεί την επιφανειακή απορροή, ενώ αντίθετα στο χαμηλό και ενδιάμεσο πεδινό τμήμα λόγω των μικρών εδαφικών κλίσεων και της παρουσίας των αλλουβιακών νεογενών προσχώσεων ευνοείται η κατείσδυση. Σε φυσικές τομές παρατηρήθηκε ότι στα υλικά αυτά παρουσιάζονται εδαφικές αστοχίες (λασποροής), φαινόμενα τα οποία συσχετίζονται άμεσα με τον κορεσμό τους σε νερό και την πρόσθετη φόρτισή τους.
Εικ.2: Χαρακτηριστική άποψη της καμένης έκτασης εξέλιξης από την επιτόπια αυτοψία που πραγματοποιήθηκε με χρήση μη επανδρωμένου αεροσκάφους πάνω από τις πληγείσες περιοχές, στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου Αυλιωτών. (Φωτογραφίες: Σπύρος Κροκίδης)
Παράταση αντιπυρικής περιόδου
Παραδοσιακά η αντιπυρική περίοδος ξεκινά κάθε χρόνο την 1η Μαΐου και ολοκληρώνεται την 31η Οκτωβρίου. Τα τελευταία χρόνια όμως, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας και της επιμήκυνσης των περιόδων που χαρακτηρίζονται από υψηλές θερμοκρασίες, καθιστούν αναγκαία την παράταση της αντιπυρικής περιόδου και μετά το τέλος Οκτωβρίου. Πράγματι φέτος, για τις Περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης η αντιπυρική περίοδος παρατάθηκε για 20 επιπλέον ημέρες, μέχρι τις 15 Νοεμβρίου, αφού οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές για ξέσπασμα πυρκαγιών, καθιστώντας αναγκαία την παράταση αυτή.
Εικ.3: Γράφημα ποσοστιαίας αποτύπωσης των καμένων εκτάσεων των ευρωπαϊκών χωρών για το 2023 (κόκκινο), συγκρινόμενο με το ετήσιο ποσοστό για την περίοδο 2010-2022 (πηγή: EFFIS Estimates for European Union)
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Δασικών Πυρκαγιών EFFIS, η χώρα μας φέτος κατέλαβε την πρώτη θέση στη σχετική κατάταξη της συνολικής ετήσιας καμένης έκτασης, αφού η αθροιστικά καμένη έκταση το 2023 ήταν το 1,32% της έκτασης της χώρας, όταν ο μέσος ετήσιος όρος για την περίοδο 2010-2022 ήταν μόλις 0,22%. Στη δεύτερη θέση βρέθηκε η Πορτογαλία και ακολούθησαν κατά σειρά η Ιταλία, η Κύπρος και η Ισπανία.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι αρκετές πυρκαγιές στο τέλος της αντιπυρικής περιόδου ή ακόμη και μέσα στον Νοέμβριο θα εμφανίζονται όλο και συχνότερα, αφού λόγω της κλιματικής κρίσης επικρατούν υψηλότερες θερμοκρασίες, παρατεταμένη ξηρασία, ισχυρότεροι άνεμοι και μειωμένη υγρασία στο έδαφος, με άλλα λόγια η κλιματική αλλαγή αυξάνει τη δασική τρωτότητα. Αναφορικά με τη βροχόπτωση, αν και δεν παρατηρείται διαφοροποίηση στο ετήσιο αθροιστικό ύψος βροχής, παρατηρείται αύξηση της συχνότητας των περιόδων ανομβρίας και μια όλο και συχνότερη τάση εκδήλωσης ακραίων βροχοφόρων επεισοδίων.
Τα ανωτέρω συνθέτουν ένα πυρομετεωρολογικό προφίλ ευνοϊκό ως προς την επικινδυνότητα εξάπλωσης μιας πυρκαγιάς στο τέλος της αντιπυρικής περιόδου. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο να επαναξιολογηθούν τόσο ο άμεσος προσδιορισμός του σημείου εκκίνησης της πυρκαγιάς όσο και ο χρόνος απόκρισης. Η γνώση των τοπικών συνθηκών και η συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξης και της δυναμικής τους με την πάροδο του χρόνου είναι απαραίτητη για τη διαχείριση, τόσο σε τοπικές πυρκαγιές όσο και σε φαινόμενα μεγαλύτερης κλίμακας.
Παράλληλα, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί κατά τους χειμερινούς μήνες μεταξύ της λήξης της αντιπυρικής περιόδου και της έναρξης της επόμενης, οφείλει να δοθεί έμφαση στον τομέα της πρόληψης της πυρκαγιών με ενέργειες όπως αραίωση της ξυλώδους μάζας και της καύσιμης ύλης, αντιπυρικές ζώνες, μηχανισμοί περιφρούρησης των δασών με ενίσχυση του προσωπικού καθώς και εκπαίδευση και ενημέρωση των πολιτών.
Μόνο με την αναγκαία προεργασία προσανατολισμένη στις ενέργειες πρόληψης των πυρκαγιών θα δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αντιπυρική θωράκιση και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος καθώς και την προστασία των ανθρώπινης ζωής.
*Ο Δρ. Σπυρίδων Κροκίδης είναι Διδάκτωρ Φυσικών Καταστροφών - Γεωκινδύνων, Επιστημονικός Συνεργάτης Περιφέρειας Ιονίων Νήσων - Γραφείο Αυτοτελούς Διεύθυνσης Πολιτικής Προστασίας Π.Ε.Κέρκυρας.