Οι χθεσινές ανακοινώσεις της κυβέρνησης να επιτρέψει τη λειτουργία μη κερδοσκοπικών μη κρατικών πανεπιστημίων δημιουργούν συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μπορεί ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης να αποκτήσει περισσότερη ποικιλομορφία, προσφέροντας επιπλέον επιλογές για τους φοιτητές και δημιουργώντας ένα περιβάλλον που ευνοεί την καινοτομία και την έρευνα.
Εάν όλα πάνε καλά και δεν υπάρξουν στην πορεία λόγοι (πολιτικοί ή νομικοί) που θα εμποδίσουν την πραγματοποίηση της απόφασης της κυβέρνησης τότε η χώρα μας θα είναι σε θέση να ακολουθήσει τις υπόλοιπες χώρες στις ραγδαίες εκπαιδευτικές εξελίξεις που συντελούνται διεθνώς.
Η διεθνοποίηση της οικονομίας και του εμπορίου σε συνδυασμό με την αλματώδη πρόοδο της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης μεταβάλλουν δραστικά την εκπαιδευτική διαδικασία και οικοδομούν με ταχείς ρυθμούς έναν ενιαίο - ούτε καν μόνο ευρωπαϊκό αλλά στην πραγματικότητα οικουμενικό - χώρο ανώτατης εκπαίδευσης.
Είναι πλέον κοινός τόπος για τους ανθρώπους της οικονομίας και της εκπαίδευσης ότι μια από τις βασικότερες προϋποθέσεις της ευμάρειας, της βιώσιμης και διατηρήσιμης ανάπτυξης και του πλούτου των κρατών είναι η διεθνής ανταγωνιστικότητα, η ποιότητα και εξωστρέφεια των εκπαιδευτικών συστημάτων τους και η ανταπόκρισή τους στις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας.
Τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της θαρραλέας πρωτοβουλίας του υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη και της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη από κάθε άλλη χώρα εγχώρια ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές. Ένα μεγάλο μέρος της κατευθύνεται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Περισσότεροι από 40.000 Έλληνες φοιτητές, και μάλιστα οι περισσότερο εύποροι, σπουδάζουν στο εξωτερικό. Οι λιγότερο εύπορες οικογένειες από το υστέρημά τους στέλνουν τα παιδιά τους στα κολλέγια.
Τα κολλέγια είναι εκπαιδευτικοί φορείς μη τυπικής μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως τα ονόμασε ο «πάνσοφος» νομοθέτης. Λειτουργούν στην Ελλάδα βάσει συμφωνιών πιστοποίησης, επικύρωσης ή δικαιόχρησης που έχουν συνάψει με αναγνωρισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Οι τίτλοι σπουδών των συνεργαζόμενων ξένων πανεπιστημίων που χορηγούν τα κολλέγια οδηγούν στην αναγνώριση επαγγελματικής και όχι ακαδημαϊκής ισοδυναμίας με τα πτυχία των ελληνικών πανεπιστημίων. Από το τίποτε, καλό είναι κι αυτό.
Στα κολλέγια που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια και παρέχουν πτυχία τα οποία αναγνωρίζονται από τον νόμο και οδηγούν σε επαγγελματική αναγνώριση, όπως αναφέραμε, έχει διοχετευτεί όλα αυτά τα χρόνια ένα σημαντικό μέρος της εγχώριας ζήτησης για σπουδές ανώτατης εκπαίδευσης. Σ’ αυτά φοιτούν σήμερα περισσότεροι από 30.000 Έλληνες σπουδαστές, οι οποίοι επιλέγουν έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ειδικοτήτων με σαφώς καλύτερη απορρόφηση στην αγορά εργασίας από την πλειονότητα των δημοσίων πανεπιστημίων.
Την ίδια στιγμή ο αριθμός των φοιτητών των δημοσίων πανεπιστημίων ανέρχεται σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία σε 800.000 περίπου. Ο αριθμός είναι απολύτως πλασματικός. Υπάρχουν σήμερα σε ελληνικά πανεπιστήμια εγγεγραμμένοι φοιτητές από την προδικτατορική περίοδο και ουδείς ενδιαφέρεται - ακόμη και για στατιστικούς λόγους - να εκκαθαρίσει τα φοιτητικά μητρώα.
Στην πραγματικότητα ο αριθμός των όντως φοιτώντων σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν υπερβαίνει το 45% έως 50% το πολύ των εγγεγραμμένων φοιτητών. Ο νόμος του 2021 για το Ν+2 δεν βιαζόμαστε να εφαρμοστεί: θα ισχύσει από την ακαδημαϊκή περίοδο 2027-2028!
Με βάση τα πραγματικά στοιχεία λοιπόν από το σύνολο των φοιτητών της χώρας (δημόσια ΑΕΙ, ξένα πανεπιστήμια και κολλέγια) περίπου το 15% δεν βρίσκεται από επιλογή ή ανάγκη στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Όσοι όμως φοιτούν σε μη κρατικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) έχουν επιλέξει κατά κανόνα τη σχολή που τους ενδιαφέρει.
Σε αντίθεση με όσους φοιτούν στα δημόσια πανεπιστήμια, εκ των οποίων λιγότεροι από 25% εισέρχονται στις σχολές της πρώτης ή της δεύτερης προτίμησής τους. Από μόνο του το ποσοστό αυτό καταδεικνύει την παθογένεια του συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων, αλλά και την αποτυχία κάθε σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού στις τάξεις του λυκείου.
Την ίδια στιγμή η ζήτηση διεθνώς για ποιοτικές πανεπιστημιακές σπουδές αυξάνεται, μαζί με τον ανταγωνισμό των κρατών για την προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών. Μέχρι τις σημερινές εξαγγελίες της κυβέρνησης η Ελλάδα δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προσελκύσει αλλοδαπούς φοιτητές ή να ανακόψει τον ξενιτεμό των νέων μας. Κρυπτόμενη πίσω από μια ξεπερασμένη ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος η χώρα βούλιαζε σε μια καταστροφική ματαιότητα.
Εάν η κυβέρνηση δεν υποχωρήσει μπροστά στις αναμενόμενες αντιδράσεις και πραγματοποιήσει τις εξαγγελίες της καταργείται - μερικώς τουλάχιστον και εντός των ορίων που αναμφίβολα επιτρέπει το Σύνταγμα - το αναχρονιστικό κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση. Θα επιτραπεί, ειδικότερα, η εγκατάσταση και λειτουργία στο έδαφος της Ελλάδας παραρτημάτων πανεπιστημίων άλλων χωρών της Ε.Ε. ή και τρίτων χωρών υπό τις αυστηρές - ίσως και στο όριο της υπερβολής - προϋποθέσεις που παρουσίασε σήμερα ο Υπουργός Παιδείας.
Η αξιολόγηση και πιστοποίηση των παραρτημάτων των αλλοδαπών πανεπιστημίων θα γίνεται από την ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.) σύμφωνα με ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια εναρμονισμένα με τις Αρχές και τις κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Από μια τέτοια μεταρρύθμιση τα οφέλη που θα προκύψουν είναι πολλά. Πρώτον, τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια θα βγουν ωφελημένα από τον ανταγωνισμό, εάν μάλιστα ενισχυθεί, όπως εξαγγέλθηκε η αυτονομία τους και η ουσιαστική αυτοδιοίκησή τους από το κράτος, και αυξηθεί η χρηματοδότησή τους με αντικειμενικά κριτήρια απόδοσης και αποτελεσμάτων, εάν ενισχυθούν θεσμικά να επιλέξουν την εξωστρέφεια και όχι το σημερινό συγκεντρωτικό μοντέλο γραφειοκρατικής οργάνωσης που τα ταλανίζει για δεκαετίες.
Η εισαγωγή δυνητικού και έμπρακτου ανταγωνισμού στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα επιδράσει βελτιωτικά στην παραγωγή και διανομή των εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα δημόσια πανεπιστήμια θα υποχρεωθούν να κάνουν περισσότερο ορθολογική και αποτελεσματική χρήση των πόρων τους, να αξιοποιήσουν τη μεγάλη αλλά αναξιοποίητη περιουσία τους, και να βελτιώσουν τις αποδόσεις των παγίων κεφαλαίων τους.
Όπως αποδεικνύεται από το παράδειγμα της Κύπρου η συνύπαρξη δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων ωφέλησε σημαντικά και τα δημόσια πανεπιστήμια, ενώ άμβλυνε τις κοινωνικές ανισότητες. Βασικός μοχλός, να επαναλάβουμε για άλλη μια φορά, υπήρξε ο ανταγωνισμός καθώς τα δημόσια πανεπιστήμια αναγκάστηκαν, υπό το φάσμα της υποβάθμισης, να εγκαταλείψουν τις γραφειοκρατικές λογικές του παρελθόντος και να λειτουργήσουν, όπως τα ιδιωτικά.
Οι παρεχόμενες υπηρεσίες τους βελτιώθηκαν αισθητά. Οι φοιτητές από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού λαμβάνουν σήμερα από τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου εκπαιδευτικά αγαθά υψηλής ποιότητας σε σχέση με το παρελθόν του κρατικού μονοπωλίου. Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Κύπρο συνετέλεσε σημαντικά στην αύξηση τόσο της πρόσβασης των παιδιών των ασθενέστερων οικονομικά οικογενειών στην ανώτατη εκπαίδευση όσο και της κοινωνικής κινητικότητας.
Ο ανταγωνισμός στην ανώτατη εκπαίδευση θα επιτρέψει να δημιουργηθεί ένας νέος δυναμικός κλάδος στην ελληνική οικονομία, αυτός των εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών. Η Ελλάδα είναι σε θέση να καταστεί περιφερειακό κέντρο ανώτατης εκπαίδευσης για χιλιάδες ξένους φοιτητές.
Η εξαγγελία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, εφόσον δεν ματαιωθεί στην πορεία, θα έχει άμεσες θετικές εκπαιδευτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που θα προλειάνουν το έδαφος για την πλήρη κατάργηση του αμαρτωλού κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στη χώρα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
* O Tάσος Ι. Αβραντίνης είναι νομικός και μέλος του ΔΣ του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών - Μάρκος Δραγούμης