Πιο φονική από τα πεδία των μαχών αποδεικνύεται η κλιματική κρίση δημιουργώντας εκατομμύρια εκτοπισμένους σημείωσε η Υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Σοφία Βούλτεψη, μιλώντας στο συνέδριο του Economist με θέμα «Διαχείριση φυσικών καταστροφών: Προστατεύοντας τη ζωή - Χτίζοντας Ανθεκτικότητα» που διοργανώνεται σε συνεργασία με την HELEXPO.
«Βρισκόμαστε μπροστά στον πιο φονικό συνδυασμό που διώχνει ανθρώπους από τις εστίες τους, πόλεμοι, ακραία φυσικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές» είπε η Σ. Βούλτεψη τονίζοντας ότι τα επόμενα 30 χρόνια προβλέπεται να μετακινηθούν 1,2 δις περιβαλλοντικοί μετανάστες καθώς οι περιβαλλοντικές καταστροφές εκτοπίζουν 10 φορές περισσότερους ανθρώπους απ΄ότι οι πόλεμοι.
«Όλοι εμείς που ασχολούμαστε με τη μεταναστευτική κρίση, αισθανόμαστε ότι η μάχη όσον αφορά στην κλιματική αλλαγή έχει χαθεί, τα σημάδια βρίσκονταν εκεί από καιρό και όμως χάναμε τη μία μάχη μετά την άλλη. Χάσαμε τη μάχη της Αφρικής, της Ασίας, χάσαμε τη μάχη στη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή, δεν υπάρχει γωνιά της γης που να μη διεξάγεται ένας πόλεμος με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να εγκαταλείπουν κατά εκατομμύρια τις εστίες τους».
Αναφερόμενη στις ενέργειες της ΕΕ για το συγκεκριμένο θέμα, η Σ. Βούλτεψη ανέφερε ότι δεν αρκεί να μπαίνει η κλιματική αλλαγή ψηλά στην ευρωπαϊκή ατζέντα, δεν αρκούν οι μηχανισμοί έγκαιρης προειδοποίησης και αλληλεγγύης στο εσωτερικό της ΕΕ.
«Αν και ένας από τους παράγοντες που ήδη καθορίζουν τη στάση της μετανάστευσης είναι τα περιβαλλοντικά φαινόμενα που δημιουργούνται ως απόρροια της κλιματικής κρίσης, παρά το γεγονός ότι ακραίες φυσικές καταστροφές πρόκειται να επηρεάσουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, η ΕΕ μπορώ να πω ότι βρισκόταν στη προηγούμενη σελίδα. Η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη σημερινή της ομιλία θέτει το θέμα και δείχνει να παίρνει μπροστά η μηχανή γιατί πρέπει η ΕΕ να μη προσπαθεί πάντα να λύσει τα προβλήματα του παρελθόντος, πρέπει να τα έχει ήδη λυμένα για να πάει μπροστά».
Απαντώντας σε ερώτηση περί αποδοχής προσφύγων και μεταναστών, η Σ.Βούλτεψη δήλωσε ότι δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα πρόβλημα ρατσισμού ή μη αποδοχής προσφυγικού πληθυσμού.
«Η κατάσταση που επικράτησε τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην αναρχία που επικράτησε στη χώρα το 2015 και 2016 όπου 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι μπήκαν σε μια χώρα καθημαγμένη ήδη από τα μνημόνια και την οικονομική κρίση και αυτό προκάλεσε αντίδραση. Συγκρούστηκαν 2 ιδεοληψίες, αυτών που λένε όποιος θέλει μπαίνει μέσα και δεν υπάρχουν σύνορα και η πιο ακραία ιδεοληψία που λέει ότι δεν θέλω κανέναν και οι άνθρωποι που βρίσκονται στο κέντρο και θέλουν λύση, βρέθηκαν κάπως μετέωροι».
Καταλήγοντας η Υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου έθεσε ερωτήματα για το ποιά είναι τα αντανακλαστικά της ΕΕ σε επίπεδο προσαρμογής και ανθεκτικότητας, πώς σχεδιάζει η Ευρωπαϊκή Ενωση να προσαρμοστεί στις επερχόμενες συνέπειες της κλιματικής κρίσης, τι θα γίνει με τις αφίξεις περιβαλλοντικών και μη προσφύγων και πώς θα υποστηρίξει το έργο των χωρών πρώτης υποδοχής
«Αυτά είναι προς το παρόν ερωτήματα που δεν λαμβάνουν απαντήσεις ή λαμβάνουν αποσπασματικές απαντήσεις» κατέληξε.
Για τον Laurent Alfonso, Ανώτερο Σύμβουλο Πολιτικής Προστασίας στην Ένωση για τη Μεσόγειο, απαιτούνται πλατφόρμες δράσεις που θα εμπλέκουν όλους τους αρμόδιους φορείς, σε μια ολιστική προσέγγιση αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
«Πρέπει να αναπτύξουμε πολιτικές με οικονομικό σχεδιασμό, λαμβάνοντας υπόψη την ευαλωτότητα κάποιων εκτάσεων. Χρειαζόμαστε εργαλεία για προβλέψεις με όλες τις τεχνολογίες, αξιολόγησης κινδύνου, με πολιτικές σε όλα τα επίπεδα διασυνοριακής και διεθνούς συνεργασίας».
Απαισιόδοξος ως προς τη διαχείρηση των αποτελεσμάτων της περιβαλλοντικής κρίσης εμφανίστηκε ο Mikael Ribbenvik Cassar, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του EUAA, καθώς οι χώρες μειώνουν τον αριθμό προσφύγων που δέχονται.
«Υπάρχουν αυξημένες ανάγκες σε όλο τον κόσμο αλλά πολλές χώρες δεν θα κάνουν τα πράγματα εύκολα» είπε αναφέροντας ως παράδειγμα τη Σουηδία όπου, παρά τον σχετικό νόμο για τους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες, από τις 140 υποθέσεις, μόλις ένας κατάφερε να πάρει το καθεστώς του περιβαλλοντικού πρόσφυγα.
«Όραμα του Andan Foundation είναι να χτιστούν πόλεις όπου θα πάνε να κατοικήσουν άνθρωποι που δεν μπορούν να επιστρέψουν στις εστίες τους, κάτι που θα μπορούσε να είναι λύση στο πρόβλημα».
Σύμφωνα με τον Αχιλλέα Τζέμο, γενικό διευθυντή του ελληνικού τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, η κλιματική κρίση οξύνει τις ήδη υπάρχουσες δυσμενείς συνθήκες σε χώρες οικονομικά αδύναμες, με υψηλούς δείκτες ανισότητας και αδύναμα συστήματα υγείας.
«Από τις ευάλωτες κοινότητες, ελάχιστοι άνθρωποι θα πάρουν την απόφαση να κάνουν το πολύ ακριβό και επικίνδυνο μεταναστευτικό ταξίδι. Δεν μπορούν να κάνουν ούτε μπρος ούτε πίσω αλλά εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε επιλεγμένα μέλη της κοινότητας να κάνουν ταξίδι και ίσως μελλοντικά να στηρίξουν οικονομικά αυτούς που μένουν πίσω».
Για τον κ. Τζέμο, απαιτείται αναθεώρηση του συστήματος και του ορισμού ασύλου και να διατεθούν περισσότεροι πόροι στα προγράμματα ένταξης.
«Αν και οι ανάγκες αυξάνονται, το νομικό πλαίσιο είναι ακόμη πιο αυστηρό, με περισσότερους πόρους να επενδύονται σε εργαλεία αποτροπής σε σχέση με προγράμματα ένταξης».
Για ένα καλοκαίρι γεμάτο ρεκόρ, με καταστροφές δίχως προηγούμενο φέτος έκανε λόγο ο George Mitri, καθηγητής Περιβαλλοντικών Επιστημών, Διευθυντής στο Πρόγραμμα Γης και Φυσικών Πόρων του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Μπαλαμάντ Λιβάνου.
«Πίσω από κάθε τέτοιο ρεκόρ, υπάρχουν κοινωνίες που επηρεάζονται και όσο η κρίση κλιμακώνεται, με την καταστροφή υποδομών, προκαλείται το φαινόμενο ντόμινο» είπε εκτιμώντας ότι η απάντηση στην κλιματική αλλαγή πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την αποτροπή συγκρούσεων και την επίτευξη ειρήνης, την επένδυση σε καινοτόμες λύσεις και σε υποδομές ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή.