Το 2025 αποτελεί ένα έτος ορόσημο για τον χώρο της Ανώτατης Παιδείας. Το επόμενο έτος αναμένουμε ότι θα ξεκινήσει η ίδρυση των πρώτων μη κρατικών Πανεπιστημίων, ενώ ταυτόχρονα θα πραγματοποιηθούν και οι πρώτες διαγραφές των λεγόμενων αιώνιων φοιτητών.
Τόσο η ίδρυση των πρώτων μη κρατικών Πανεπιστημίων, όσο και οι πρώτες διαγραφές των αιώνιων φοιτητών, αν συνέβαιναν σε άλλες εποχές θα είχαν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, εκδήλωση διαμαρτυριών και κύματα καταλήψεων. Ευτυχώς σήμερα, οι περισσότερες από τις εμπλεκόμενες πλευρές αντιμετωπίζουν την εφαρμογή των συγκεκριμένων κυβερνητικών αποφάσεων με ωριμότητα και σοβαρότητα.
Υπάρχουν όμως και φωνές από τον καθηγητικό χώρο που εκτιμούν ότι οι διαγραφές δεν πρέπει να προχωρήσουν. Εκτιμούν ότι τα Πανεπιστήμια δεν πρέπει να τηρούν μια τιμωρητική στάση απέναντι στους «αιώνιους φοιτητές» και να τους διαγράφουν, όπως για παράδειγμα η πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου καθηγήτριας Χριστίνας Κουλούρη, η οποία σε συνέντευξή της αναφέρεται στην τιμωρητική στάση της διαγραφής των αιωνίων φοιτητών, μοιάζει σα να χαϊδεύει αυτιά σε ένα θέμα που έχει λύσει προ πολλού η ίδια η πραγματικότητα. Τι προσφέρουν στα πανεπιστήμια οι λιμνάζοντας φοιτητές όπως τους χαρακτήρισε η ίδια; Τι προσφέρει η αιώνια φοίτηση στους ίδιους τους φοιτητές;
Σύμφωνα με αυτή τη λογική η λειτουργία των Πανεπιστημίων δεν επιβαρύνεται από την ύπαρξη λιμναζόντων φοιτητών, αφού αυτοί δεν έχουν φοιτητική ταυτότητα, δεν έχουν τα προνόμια των εν ενεργεία φοιτητών και οι περισσότεροι απλώς έχουν μείνει ως αναγραφές στο αρχείο επειδή οι κατάλογοι των φοιτητών κάθε σχολής δεν ήταν μηχανογραφημένοι.
Τι προβλέπει ο νόμος; Ότι θα διαγράφονται οι φοιτητές που δεν έχουν περατώσει επιτυχώς τις σπουδές τους μέσα σε χρονικό διάστημα «ν+2» ετών, όπου ο «ν» είναι ο αριθμός των ετών των σπουδών.
Είναι άραγε αυτός ο νόμος τιμωρητικός; Όχι. Και μάλιστα, εάν όπως αναφέρουν όσοι έχουν ενστάσεις με την εφαρμογή του νόμου, οι περισσότεροι «αιώνιοι φοιτητές» απλά έχουν μείνει ως αναγραφές στο αρχείο, η διαγραφή τους δεν θα δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στους ίδιους. Και φυσικά δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.
Εάν πάλι ένας φοιτητής δεν έχει καταφέρει να περατώσει τις σπουδές του μέσα στο χρονικό πλαίσιο των «ν+2» ετών, είναι όντως τιμωρητική; Όχι. Διότι μια τέτοια καθυστέρηση σημαίνει ότι ο φοιτητής αδυνατεί να κατανοήσει την ύλη των σπουδών του, αδυνατεί να συντάξει τις εργασίες του και να ολοκληρώσει με επιτυχία τις εξετάσεις του.
Στο Λύκειο το βασικό σύνθημα ήταν «να μπούμε στο Πανεπιστήμιο και μετά βλέπουμε…». Έτσι υπάρχουν φοιτητές που είτε δεν ενδιαφέρονται για το αντικείμενο των σχολών στις οποίες εισέρχονται, είτε αδυνατούν να παρακολουθήσουν με επάρκεια τα μαθήματα. Υπάρχουν φοιτητές που είτε βλέπουν ότι το πτυχίο των σπουδών που ακολουθούν τους οδηγεί στην ανεργία, είτε στην πορεία αλλάζουν απόφαση για το μέλλον τους. Ε, για όλα αυτά πρέπει να υπάρχει λύση.
Οι «αιώνιοι φοιτητές», το «πανεπιστημιακό άσυλο» και «η πολιτική ζύμωση» αποτελούσαν και ίσως για μερικούς αποτελούν ακόμα μέχρι σήμερα σημεία ταμπού για τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Και αυτά τα ταμπού πρέπει να ξεπεραστούν το συντομότερο δυνατόν, αν θέλουμε να διασωθεί η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας.
Η ουσία είναι απλή.
Οι φοιτητές δεν σπουδάζουν από χόμπι. Επιθυμούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους όσο πιο γρήγορα γίνεται για να ενταχθούν ως επαγγελματίες στην κοινωνία. Ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο, να κάνουν απόσβεση του χρόνου και των χρημάτων που δαπανήθηκαν για τις σπουδές τους. Η έννοια της «δωρεάν» παιδείας και η αφασία όσον αφορά την έννοια και το κόστος του παράγοντα «χρόνου», συχνά επιτρέπουν στους φοιτητές να μην βλέπουν καθαρά το θέμα των σπουδών τους. Οπότε όταν και οι καθηγητές επισφραγίζουν την αμφισβήτηση της βαρύτητας του χρόνου, δίνεται μια παράταση στη στρεβλή αντίληψη της αξίας και της χρησιμότητας των σπουδών και των πτυχίων.
Την ίδια στιγμή ούτε οι καθηγητές είναι άμοιροι ευθυνών για την υπέρβαση του «ν+2». Η ποιότητα και η έκταση της ύλης που διδάσκεται στα μαθήματα είναι ένα μεγάλο στοίχημα για τη σύνδεση του πτυχίου με την αγορά εργασίας, αλλά και για την εφικτή διάρκεια σπουδών. Στα προγράμματα σπουδών στο εξωτερικό διδάσκονται 3 με 4 μαθήματα ανά εξάμηνο, ώστε να καταφέρει ο φοιτητής να τα εμπεδώσει και να περάσει και τις αντίστοιχες εξετάσεις. Πέρα από την ποιότητα και την ποσότητα της διδασκαλίας, σημαντικό ρόλο παίζει και η αξιοπιστία του εξεταστικού συστήματος μέσα στο ίδιο το Πανεπιστήμιο.
Επομένως, η παραβίαση του «ν+2» από την πλευρά των φοιτητών αντικατοπτρίζει το σύνολο του συμπλέγματος της διάρθρωσης των σπουδών, των υποχρεώσεων των φοιτητών και των καθηγητών, των στόχων των σπουδών και της αξιοπιστίας των διαδικασιών. Και η παραβίαση αυτή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί μέρος της κανονικότητας.
Εξ άλλου στις μέρες μας, οι σπουδές δεν ολοκληρώνονται στα Πανεπιστήμια. Η έννοια της δια βίου μάθησης είναι πανταχού παρούσα. Σπουδάζουμε, μαθαίνουμε και δοκιμαζόμαστε συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού μας βίου. Στον οποίο δεν υπάρχει ούτε «ν+2» ούτε «ν+3». Αν δεν κάνεις αυτό που πρέπει, στο χρόνο που πρέπει, η ίδια η ζωή σε αφήνει πίσω. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το συνειδητοποιήσει κάποιος ήδη από τα φοιτητικά του έδρανα.
Επομένως, το τέλος εποχής για τους αιώνιους φοιτητές δεν αποτελεί τιμωρία, αλλά προσγείωση στην πραγματικότητα.