Στις αντλίες θερμότητας σπρώχνει συστηματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση τους καταναλωτές για τη θέρμανση του οικιακού τομέα, φέρνοντας όλο και πιο κοντά στο τέλος τους παραδοσιακούς καυστήρες πετρελαίου και φυσικού αερίου και πυροδοτώντας, μαζί με τις ενεργειακές αναβαθμίσεις στα κτίρια ένα νέο γύρο επενδύσεων στα ακίνητα και την αλλαγή του εξοπλισμού τους.
Σε ένα χρόνο από σήμερα, από την 1η Ιανουαρίου 2025, οι χώρες - μέλη πρέπει να σταματήσουν να επιδοτούν τους λέβητες. Και σταδιακά μέχρι το 2040 να τους έχουν απαγορεύσει εντελώς. Τρία και πλέον εκατομμύρια οικιστικά κτίρια στην Ελλάδα και πάνω από 100 εκατομμύρια πανευρωπαϊκά, καλούνται σταδιακά να προσαρμοστούν στη νέα αυτή μεγάλη μετάβαση, ενεργοποιώντας επαγγέλματα της οικοδομής, συναφείς δραστηριότητες, χρηματοδοτήσεις από τράπεζες, ένα ολόκληρο κύκλο, με το ζητούμενο για τους καταναλωτές να μην επωμιστούν μόνοι τους όλο το κόστος.
Το στίγμα της νέας αναθεωρημένης οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση στα κτίρια (EPBD) που συμφωνήθηκε προ ημερών στο Ευρωκοινοβούλιο, με πρόβλεψη ότι οι χώρες θα δώσουν κίνητρα, είναι σαφές. Τα νούμερα είναι τεράστια, το ίδιο και η ευκαιρία για καθαρότερα κτίρια, που θα αναβαθμίσει και την αξία τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα νοικοκυριά θα διευκολυνθούν με πολύ σημαντικές ενισχύσεις και χρηματοδοτήσεις.
Η ευρωπαϊκή οδηγία άλλωστε δεν περιορίζεται στις αντλίες θερμότητας. Συμπεριλαμβάνει και φωτοβολταϊκά στις στέγες που για τα καινούργια κτίρια γίνονται πλέον υποχρεωτικά : Σε όλα τα νέα δημόσια και εμπορικά κτίρια μέχρι το 2026, σε όλα τα καινούργια οικιστικά μέχρι το 2029, στα μη οικιστικά που έχουν υποστεί ανακαίνιση μέχρι το 2027 και σε όλα τα υφιστάμενα κτίρια του Δημόσιου μέχρι το 2030, η κάλυψη των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια πρέπει να γίνεται με ηλιακά πάνελ.
Και αν σε ένα σπίτι εκατό τετραγωνικών, συνδυαστεί μια αντλία (4.500 - 6.000 ευρώ) με ένα φωτοβολταϊκό (10.000 ευρώ) στη λογική του net metering, της πώλησης δηλαδή στο δίκτυο της περίσσειας ενέργειας που δεν καταναλώνει ο ιδιοκτήτης, δημιουργεί μια επένδυση, ικανή να αποσβεστεί γύρω στη 5ετία - 6ετία, ανάλογα πάντα με την τιμή κιλοβατώρας.
Είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε για τον εξηλεκτρισμό των κτιρίων μας και για το ξήλωμα των καυστήρων; Θα πέσουν οι τιμές στις αντλίες και στα φωτοβολταϊκά; Έχουμε τα πακέτα επιδοτήσεων που θα χρειαστεί να δώσουμε προς τους μη έχοντες ώστε να μην μεγεθυνθεί η ενεργειακή φτώχεια;
Και στο βαθμό που θα φύγουν από τη μέση όλοι αυτοί οι όγκοι φυσικού αερίου και πετρελαίου και θα αντικατασταθούν από νέα ηλεκτρική ενέργεια, θα μπορεί να καλυφθεί από την εγχώρια παραγωγή η υπερβάλλουσα αυτή ζήτηση ή μπορεί να χρειαστούν και νέες μονάδες;
Τέτοια ερωτήματα είναι υπαρκτά και δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι κάποτε έπρεπε να τελειώσουμε με την υπόθεση ορυκτά καύσιμα στα κτίρια που καταναλώνουν το 40% της συνολικής χρήσης ενέργειας, περισσότερο από το 50% του φυσικού αερίου και εκπέμπουν το 36% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που σχετίζονται με την ενέργεια;
Το τέλος πάντως του παραδοσιακού καυστήρα είναι πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε. Ας τα πάρουμε τη σειρά.
- Από την 1η/1/2025 τα κράτη - μέλη θα πρέπει να σταματήσουν να δίνουν επιδοτήσεις για αυτόνομους λέβητες πετρελαίου και φυσικού αερίου, μήνυμα προφανώς αποτρεπτικό για επενδύσεις σε αυτή την κατεύθυνση.
- Τα εμπορικά και δημόσια κτίρια θα είναι τα πρώτα στη σειρά. Κάθε κράτος θα προετοιμάσει το δικό του εθνικό σχέδιο. Μέχρι το 2030, τα εμπορικά και κρατικά κτίρια θα πρέπει να έχουν μειώσει κατά 16% την κατανάλωση ενέργειας έναντι εκείνων με τη χειρότερη απόδοση.
- Τα δε, οικιστικά, θα πρέπει έως το 2030 να έχουν πετύχει μείωση 16% στην κατανάλωση ενέργειας έως το 2030, ποσοστό που θα πρέπει να έχει αυξηθεί στο 20-22% έως το 2035.
- Τα πάντα τελειώνουν το 2040, οπότε και οι λέβητες γίνονται μουσειακό είδος. Τότε, υπολογίζεται ότι θα έχει κλείσει ο κύκλος ζωής και της τελευταίας φουρνιάς, κάθε είδους καυστήρα θέρμανσης από ορυκτά καύσιμα, οπότε και θα απαγορευτεί εντελώς η πώληση και εγκατάσταση τους.
Τι ισχύει σε μια σειρά από χώρες
Σε αυτήν ακριβώς τη λογική κινείται η οδηγία. Στο πόσα από τα συνολικά 4,1 εκατομμύρια κτίρια της Ελλάδας και τα περίπου 3 εκατομμύρια στον οικιστικό τομέα, αλλάζουν κάθε χρόνο καυστήρα επειδή έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος του, καθώς και πόσα καινούργια κτίζονται. Και υπό αυτή την έννοια, αφού ούτως ή άλλως θα γινόταν μια δαπάνη, γιατί αυτή να μην αφορά μια καθαρότερη τεχνολογία, της οποίας το κόστος εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να πέφτει σημαντικά;
Όταν επομένως κλείσουν τον κύκλο ζωής τους όλοι οι υφιστάμενοι καυστήρες, ο οποίος συνήθως είναι 10-15 χρόνια (άσχετα αν στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί που λειτουργούν και για 20-25 χρόνια ή παραπάνω), τότε οι πολίτες θα μπορούν να τους αντικαταστήσουν, όχι με καυστήρα, αλλά με μια αντλία θερμότητας. Δίνεται δηλαδή ένας σαφής οδικός χάρτης σε εκατομμύρια Ευρωπαίους, χωρίς να τους βάζει το μαχαίρι στο λαιμό, ποντάροντας στη μεταξύ αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας.
Ακριβώς λόγω των χρονοδιαγραμμάτων που περιλαμβάνει η οδηγία, εκτιμάται ότι όπως συμβαίνει πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, θα πυροδοτηθεί τα επόμενα χρόνια ένας συνδυασμός ισχυρού ανταγωνισμού από τους κατασκευαστές αντλιών θερμότητας και τεχνολογικών εξελίξεων βελτιώνοντας τις αποδόσεις, με αποτέλεσμα να συμβεί ό,τι και με τα κλιματιστικά inverter : Στα νέα μοντέλα, η κάθε κιλοβατώρα ρεύματος, παράγει όλο και περισσότερες θερμικές κιλοβατώρες, καθιστώντας τα αποδοτικότερα και φθηνότερα απ’ ότι προ μερικών ετών.
Και οι επιδοτήσεις; Τα προγράμματα θα πρέπει σίγουρα να αυξηθούν σημαντικά, να βγουν νέα «Εξοικονομώ», πιο στοχευμένα, με χρηματοδοτικά εργαλεία πιο ευέλικτα και κυρίως να προσαρμοστούν στους μη έχοντες, αυτούς που δεν μπορούν να κάνουν τέτοιες δαπάνες, που αδυνατούν να ακολουθήσουν την τεχνολογία. Το επισημαίνει και η ίδια η Οδηγία, τονίζοντας ότι διαφορετικά η ούτως ή άλλως μεγάλη ενεργειακή φτώχεια στην Ευρώπη κινδυνεύει με διόγκωση σε έναν άκρως ευαίσθητο τομέα, που είναι η κατοικία. Το άλλο ερώτημα είναι κατά πόσο το κράτος θα επιδοτήσει και τους μη έχοντες για να αντικαταστήσουν καυστήρες, ακόμη και όταν έχουν ακόμη χρόνο ζωής μπροστά τους, ώστε να δώσει ώθηση στο εγχείρημα.
Τα ποσά που πρόκειται να πέσουν στην ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και για επενδυτικές δαπάνες σε κτίρια πανευρωπαϊκά, ζαλίζουν. Το RePowerEU τα υπολογίζει στα δύο τρισ. ευρώ μέχρι το 2030. Η οικοδομή και οι συναφείς εργασίες αναμένεται να γνωρίσουν τεράστια άνθηση.
Στην Ελλάδα, ο οικιακός και κτιριακός τομέας, αναμένεται να αποσπάσει κοντά στα 50 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα επτά χρόνια, σύμφωνα με τις προβολές του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Η αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών, όπως αντλίες θερμότητας και γενικώς η αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό, εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσει πάνω από 42 δισ. ευρώ, στα οποία προστίθενται 6 δισ. για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων.
Τελικά, το τάιμινγκ της κίνησης της ΔΕΗ να εξαγοράσει τον Κωτσόβολο, μόνο τυχαίο δεν ήταν, καθώς διεθνώς η ανανέωση του εξοπλισμού των ηλεκτρικών συσκευών των νοικοκυριών τρέχει με αλματώδεις ρυθμούς. Και είμαστε ακόμη στην αρχή.