Το στοίχημα κερδήθηκε, το τέλος των κρατικών επιδοτήσεων στο ρεύμα συνοδεύτηκε από χαμηλότερες τιμές έναντι του 2023.
Τώρα, αναλαμβάνει δουλειά ο ανταγωνισμός τον οποίο και θα πυροδοτήσει η σύγκριση των τιμών. Κάποιοι καταναλωτές θα φύγουν από τους ακριβότερους παρόχους για να πάνε στους φθηνότερους.
Ταυτόχρονα, οι εταιρείες που εμφανίζονται ως οι ακριβότερες στη σχετική λίστα σύγκρισης με τα «πράσινα» κυμαινόμενα τιμολόγια που ανήρτησε στην ιστοσελίδα της η ΡΑΕ, θα σπεύσουν τον επόμενο μήνα να εμφανιστούν φθηνότερες. Και ο κάθε πάροχος θα επιδιώξει μέσα από νέα προϊόντα («μπλε» σταθερά, «κίτρινα» κυμαινόμενα) να τραβήξει σε αυτά τους πελάτες του, απομακρύνοντας τους από τον άβολο για τον ίδιο συγκριτικό πίνακα των «πράσινων», από τον οποίο κάθε 1η του μήνα δεν θα μπορεί να ξεφύγει κανείς.
«Ο έρωτας, ο βήχας και οι τιμές των παρόχων, δεν θα κρύβονται», είπε νωρίτερα ο Θοδωρής Σκυλακάκης, καθώς πλέον θα είναι ο καταναλωτής που θα επιλέγει πάροχο και όχι το ανάποδο, όπως μέχρι πρότινος, όπου το τοπίο στην αγορά του ρεύματος ήταν αποτέλεσμα περισσότερο των πρακτικών μάρκετινγκ, παρά των φθηνών τιμών.
Αυτό είναι και το μεγάλο πλεονέκτημα του «πράσινου» τιμολόγιου στο οποίο έχουν μεταπέσει από την 1η Ιανουαρίου υποχρεωτικά όλοι οι καταναλωτές που δεν προτίμησαν κάποια άλλη κατηγορία: Ακριβώς επειδή είναι κοινό για όλους τους παρόχους και διαφοροποιείται μόνο ως προς το περιθώριο κέρδους του καθενός, επιτρέπει στους καταναλωτές, πατώντας πάνω σε ένα σχετικό μπάνερ στην ιστοσελίδα της ΡΑΕ, να συγκρίνουν ποιος είναι ο φθηνότερος προμηθευτής, μια άσκηση πρακτικώς αδύνατη σήμερα.
Σε αυτό το εξαιρετικά σύνθετο τοπίο όπως η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπου η αξιολόγηση και σύγκριση διαφορετικών προϊόντων είναι εξαιρετικά απαιτητική διαδικασία, αρκεί μια ματιά, όπως φαίνεται στο σχετικό πίνακα που ανήρτησε η Αρχή, για να δει κανείς ποιος έχει τις χαμηλότερες τιμές.
Στον πίνακα, όπως και σε αυτόν για τα «μπλε» σταθερά που επίσης δημοσίευσε η ΡΑΕ, υπάρχουν τα πιο βασικά που ενδιαφέρουν τον κάθε καταναλωτή: Τι ακριβώς πληρώνει και ποιος είναι ο φθηνότερος προμηθευτής. Τα πάντα είναι ενσωματωμένα σε μια και μοναδική τιμή: Βασική χρέωση, εκπτώσεις, περιθώριο κέρδους εταιρείας, παροχές, όλα συμπεριλαμβάνονται σε ένα νούμερο. Αυτό θα βλέπει ο καταναλωτής.
Γιατί όχι «μπλε» σταθερό
Και αν δεν θέλει να ασχολείται κάθε μήνα με το θέμα του ρεύματος; Δεν έχει παρά να επιλέξει κάποιο από τα «μπλε» σταθερά τιμολόγια κι ας πληρώσει κάτι παραπάνω. Εξάλλου οι διαφορές με τα «πράσινα» είναι πολύ μικρές.
Στα νέα σταθερά τιμολόγια που έχουν μέχρι σήμερα ανακοινώσει πέντε εταιρείες, ενώ έπονται και άλλες, οι τιμές διαμορφώνονται μεταξύ 14,9 και 17,9 λεπτά η κιλοβατώρα. Στα «πράσινα» κινούνται μεταξύ 13,6 και 17,06 σεντς. Μιλάμε για διαφορές 3 - 4 σεντς ή για 10 ευρώ για μια μέση κατανάλωση 600 κιλοβατώρες το μήνα.
Πώς και τόσο μικρές οι διαφορές; Οι προμηθευτές, μπροστά στον κίνδυνο μαζικών μετακινήσεων σε άλλη εταιρεία, προκειμένου να «περιφρουρήσουν» το πελατολόγιό τους, έσπευσαν να προσφέρουν χαμηλά σταθερά τιμολόγια, τα οποία στην ουσία δεσμεύουν τον πελάτη, αφού αν τα «σπάσει» πληρώνει πέναλτι πρόωρης αποχώρησης. Το ύψος του ορίζεται ρητά στη σύμβαση που υπογράφει και το γνωρίζει εκ των προτέρων.
Σε κάθε περίπτωση, οι τιμές είναι πολύ κοντά με εκείνες στο «πράσινο», καθιστώντας λίαν ελκυστικά τα σταθερά τιμολόγια για όσους δεν θέλουν να ασχολούνται κάθε μήνα με το θέμα του ρεύματος. Εάν βέβαια οι τιμές καταρρεύσουν, τότε ο καταναλωτής θα βρεθεί εγκλωβισμένος σε ένα ακριβό προϊόν και για να βγει θα πρέπει να πληρώσει «πέναλτι», ωστόσο οι τάσεις στην αγορά δεν προδιαθέτουν για κάποια απότομη βουτιά. Η εικόνα μάλλον θα παραμείνει ίδια και για το αμέσως επόμενο διάστημα.
Το μεγάλο πλεονέκτημα στο «πράσινο»
Στο «πράσινο» τιμολόγιο, που θα αποτελεί πλέον τον οδηγό για την κάθε εταιρεία, οι καταναλωτές που έχουν μεταπέσει σε αυτό μπορούν να αλλάξουν οποιαδήποτε στιγμή προϊόν ή πάροχο χωρίς επιβάρυνση. Η βασική τιμή προμήθειας μεταβάλλεται ανά εξάμηνο, αλλά η εταιρεία υποχρεούται να ενημερώνει τους πελάτες της δύο μήνες πριν. Η έκπτωση στη βασική τιμή προμήθειας, όπως και το πάγιο θα αλλάζουν κάθε 1η του μήνα και θα ανακοινώνονται μαζί με την τελική τιμή χρέωσης της κιλοβατώρας.
Το μεγάλο πλεονέκτημα, όπως είπαμε, είναι ότι ο καταναλωτής έχει την ίδια δυνατότητα που έχει και ένας οδηγός μπροστά στο βενζινάδικο. Ξέρει εκ των προτέρων, όπως ακριβώς ο οδηγός που κοιτάζει την ταμπέλα στο πρατήριο καυσίμων, ποια είναι η χρέωση στο ρεύμα πριν συνάψει το συμβόλαιο και ξεκινήσει ο μήνας τιμολόγησης. Η τιμή που βλέπει την 1η κάθε μήνα παραμένει αμετάβλητη μέχρι τον επόμενο. Όχι αυτό, δεν είναι αυτονόητο.
Στο προ επιδοτήσεων καθεστώς, εκτός από την αδυναμία σύγκρισης των πάνω από 150 διαφορετικών μεταξύ τους τιμολογίων, τα περισσότερα, (όσα συνδέονταν με ρήτρα αναπροσαρμογής), είχαν το μειονέκτημα ότι δεν επέτρεπαν στον καταναλωτή να ξέρει την τελική τιμή εκ των προτέρων. Δηλαδή η παράμετρος της χονδρικής τιμής που ελάμβαναν υπόψη, κλείδωνε μετά την έναρξη του μήνα τιμολόγησης. Έτσι, ο καταναλωτής δεν γνώριζε από την αρχή ποια τιμή θα πληρώσει για όλο τον τρέχοντα μήνα.
Η δύσκολη κατηγορία των «κίτρινων»
Στα «κίτρινα», (κυμαινόμενα όπως και τα «πράσινα»), η μετακίνηση των καταναλωτών είναι επίσης ελεύθερη χωρίς επιβαρύνσεις, ωστόσο αποτελούν μια δύσκολη κατηγορία, καθώς πρόκειται για εντελώς ανόμοια προϊόντα, κάθε εταιρεία χρησιμοποιεί δικές της παραμέτρους και η σύγκριση είναι στην ουσία αδύνατη.
Στην κατηγορία αυτή, το υπουργείο δεν κρύβει την ανησυχία του να δούμε ξανά τακτικές, όπως παλαιότερα, δηλαδή τιμολογίων που τον πρώτο μήνα λειτουργούσαν ως «κράχτες», αλλά μετά οι τιμές αυξάνονταν απότομα. Αλλά επειδή το «πράσινο» τιμολόγιο είναι ένας καθρέφτης σύγκρισης των φθηνών και των ακριβών παρόχων από τον οποίο δεν θα μπορεί να ξεφύγει κανείς, θα είναι πολύ δύσκολο για μια εταιρεία να λανσάρει άλλα «τιμολόγια κράχτες», όντας ακριβή στο «πράσινο».
Ένα μειονέκτημα για το «πράσινο» είναι ότι η τιμή καθορίζεται με βάση τη διακύμανση της μέσης χονδρεμπορικής αγοράς των δύο προηγούμενων μηνών. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι σε μια συγκυρία συνεχούς αποκλιμάκωσης των τιμών στο ρεύμα, το τιμολόγιο αυτό θα αποδειχθεί ακριβότερο έναντι των «κίτρινων», των οποίων η τελική τιμή αναπροσαρμόζεται με βάση τη χονδρεμπορική τιμή κάθε τρέχοντος μηνός.
Το μειονέκτημα στα «κίτρινα», είναι, όπως είπαμε, η αδυναμία σύγκρισης αφού δεν περιλαμβάνουν πανομοιότυπες παραδοχές και ίδιες φόρμουλες υπολογισμού. Επειδή όμως η σύγκριση πυροδότησε τον ανταγωνισμό σε όλες τις κατηγορίες μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα «κίτρινα» τιμολόγια να φτάσουν να είναι φθηνότερα και από τα αντίστοιχα πράσινα.
Ένα είναι σε κάθε περίπτωση βέβαιο: Οι καταναλωτές δεν πρέπει να βιαστούν να επιλέξουν πάροχο. Μπορούν να το κάνουν, αφού πρώτα συγκρίνουν ποιος είναι ο φθηνός και ποιος ακριβός στο πράσινο τιμολόγιο. Και όπως έχει πει και ο Θ. Σκυλακάκης, όποιος είναι ανταγωνιστικός στο «πράσινο» τιμολόγιο, που αποτελεί πλέον την εικόνα της κάθε εταιρείας, σημαίνει ότι έχει κάνει σωστά τη δουλειά του, άρα είναι σε θέση να πουλήσει φθηνότερα «κίτρινα» και «μπλε».
Εξάλλου, όποιος δεν θέλει να αναζητά κάθε μήνα το φθηνότερο πάροχο στην αγορά δεν έχει παρά να κλειδώσει τιμή για 6 ή 12 μήνες, επιλέγοντας κάποιο από τα φθηνά σταθερά τιμολόγια, προϋπολογίζοντας από τώρα το ετήσιο κόστος της ενέργειας που θα καταναλώσει.