Επίσημα έχει ξεκινήσει η διαδικασία της Διεθνούς Διαιτησίας της ΔΕΠΑ Εμπορίας κατά της Gazprom, με τον ελληνικό όμιλο να διεκδικεί αποζημίωση για τις υψηλές τιμές προμήθειας ρωσικού αερίου την περίοδο 2022-2023. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναμένεται τον Σεπτέμβριο του 2025 και ως τότε θα διεξάγεται μέσω ανταλλαγής εγγράφων και διά ζώσης ακροάσεων.
Το μπα ντε φερ
Η διαιτητική «μάχη» των δύο πλευρών ξεκίνησε στις αρχές του έτους, όταν και η ΔΕΠΑ Εμπορίας προσέφυγε στο Διαιτητικό Δικαστήριο, για τη σύμβαση προμήθειας που έχει συνάψει με την Gazprom. Τα επίμαχα σημεία διαφωνίας έχουν να κάνουν με τις τιμές του ρωσικού αερίου, οι οποίες κρίθηκαν ως υπερβολικά υψηλές από τη ∆ΕΠΑ Εμπορίας, υποστηρίζοντας, παράλληλα, ότι η Gazprom δεν τήρησε όρο της σύμβασης που υποχρέωνε τη ρωσική εταιρεία να προσφέρει το αέριο σε ανταγωνιστική τιμή, έναντι οποιουδήποτε εναλλακτικού καυσίμου ή άλλου προμηθευτή της ελληνικής αγοράς.
Αυτό είναι και το βασικότερο «όπλο» για τη ΔΕΠΑ Εμπορίας, κάτι που την καθιστά αισιόδοξη για την απόφαση της Διαιτησίας, εκτιμώντας πως το αποτέλεσμα μπορεί να τη δικαιώσει και εμπράκτως, καταφέρνοντας να εισπράξει ακόμα και mega αποζημίωση από τη ρωσική εταιρεία.
Το αντίπαλο δέος, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι η ελληνική εταιρεία παραλάμβανε μικρότερες ποσότητες αερίου από τις συμφωνηθείσες, επικαλούμενη τη ρήτρα για τις ελάχιστες ποσότητες παραλαβής. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της η ΔΕΠΑ υποστηρίζει πως δεν υπάρχει καμία οφειλή προς την Gazprom για τις υπόλοιπες συμβασιοποιημένες ποσότητες ρωσικού αερίου που δεν έχουν εισαχθεί και εμπλέκονται στις ρήτρες take or pay. Μετά την απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, θα οριστικοποιηθεί το ακριβές ύψος, στο οποίο θα κινούνται οι ποσότητες αυτές και η τιμή στην οποία θα κοστολογηθούν. Άρα, δεν πρόκειται για οφειλή αλλά για προπληρωμή καυσίμου, που θα εισαχθεί στη συνέχεια. Οι ποσότητες αυτές δεν εισήχθησαν το 2022 και το 2023, λόγω της τιμής τους, αλλά και της κατάστασης στην εγχώρια αγορά, με τη Gazprom να ζητά να εξοφληθεί για αυτές.
Στο μεταξύ, οι εξελίξεις «τρέχουν» γενικότερα στη συνεργασία των δύο εταιρειών. Η σύμβαση προμήθειας φυσικού αερίου μεταξύ της ΔΕΠΑ Εμπορίας και της Gazprom ολοκληρώνεται σε δύο χρόνια. Προς ώρας, όμως, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι μέλλει γενέσθαι για την ανανέωση της συνεργασίας, καθώς η γεωπολιτική κατάσταση, που θα επικρατεί το 2026, παραμένει άγνωστη, με τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών να έχουν «ταράξει» ήδη τα νερά. Εκτός από την ευρωπαϊκή πολιτική απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο που θα επηρεάσει την κατάσταση, και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ΔΕΠΑ Εμπορίας, αναμένεται να συμβάλλει, επίσης, σε αυτό, το μέλλον του οποίου είναι εξίσου απρόβλεπτο. Κι αυτό γιατί υπενθυμίζεται ότι συνεχίζονται οι συζητήσεις της εταιρείας με τη HellenIQ Energy, η οποία έχει εκδηλώσει εδώ και καιρό το ενδιαφέρον της για να πουλήσει το 35% της ΔΕΠΑ Εμπορίας, όπου και κατέχει, με το ελληνικό δημόσιο να ενδιαφέρεται να το αποκτήσει, προκειμένου και να «έχει στα χέρια» της τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας.
Η «πράσινη» στροφή και το «άνοιγμα» στις ΑΠΕ
Μέσα σε όλο αυτό το αλαλούμ, η ΔΕΠΑ Εμπορίας συνεχίζει να διευρύνει τις δραστηριότητές της, με το «βλέμμα» στραμμένο στις ΑΠΕ. Αφού συνέβαλε σημαντικά στην ελληνική οικονομία, τα τελευταία 5 χρόνια, με συνολικά περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ επενδύσεις, επιδοτήσεις στους λογαριασμούς καταναλωτών, μερίσματα προς τους μετόχους και έσοδα για το δημόσιο, από την πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών, το βάρος πέφτει τώρα στην αγορά των ΑΠΕ.
Μάλιστα, «προ των πυλών» είναι η ανακήρυξη αναδόχου, για την κατασκευή των πρώτων 500 MW φωτοβολταϊκών σε Δυτική Μακεδονία, Θεσσαλία και Κεντρική Ελλάδα, η οποία αναμένεται μέσα Δεκεμβρίου. Το έργο θα ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2025, ενώ, εντός του έτους, αναμένεται να προχωρήσουν επιπλέον 225 MW φωτοβολταϊκών, που ήδη ωριμάζουν, ενώ σε κάποια από αυτά θα προστεθούν και μπαταρίες. Στόχος της εταιρείας είναι η απόκτηση εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ 1 GW μέσα στα οποία θα ενταχθούν και αιολικά έργα, για την ανάπτυξη των οποίων βρίσκεται τώρα σε συζητήσεις για εξαγορές ώριμων έργων. «Κλειδί» για την ανάπτυξη αυτών θα αποτελέσει η απόδοση των κεφαλαίων που θα επενδυθούν.