Το στοίχημα επετεύχθη. Το τέλος των επιδοτήσεων στο ρεύμα όχι μόνο δεν έφερε αυξήσεις, αλλά τα τιμολόγια για τον Ιανουάριο που ανακοίνωσαν οι πάροχοι είναι φθηνότερα και σε σχέση με τα επιδοτούμενα των προηγούμενων μηνών.
Κάτω από τα 14 λεπτά η τιμή της «πράσινης» κιλοβατώρας στην περίπτωση της ΔΕΗ, στα 14 λεπτά ή οριακά πάνω από αυτήν για τη συντριπτική πλειοψηφία των παρόχων, όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα. Η χρονιά ξεκινάει με φθηνότερο ρεύμα κατά 3 με 4 λεπτά από τα τιμολόγια του Δεκεμβρίου.
Ο πρώτος σημαντικός λόγος αφορά τη διεθνή συγκυρία. Η τιμή του φυσικού αερίου που καθορίζει το ρεύμα βρίσκεται σε συνεχή αποκλιμάκωση, ο φετινός χειμώνας είναι ασυνήθιστα ήπιος, ενεργειακή κρίση στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται και έτσι το καύσιμο που σημάδεψε τις ζωές μας το 2022, κινείται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Το φυσικό αέριο όμως δεν ήταν η μοναδική αιτία που η χρονιά ξεκίνησε με φθηνότερο ρεύμα. Υπάρχουν δύο ακόμη λόγοι. Καταρχήν, λειτούργησε ο ανταγωνισμός. Η επιμονή του υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θοδωρή Σκυλακάκη να επιβάλει ένα νέο τιμολόγιο, κοινό για όλους τους παρόχους, εύκολα συγκρίσιμο από τους καταναλωτές και η υποχρέωση να ανακοινώσουν μια τελική τιμή που να περιλαμβάνει τα πάντα, απέδωσε καρπούς.
Η δυνατότητα των καταναλωτών να βλέπουν συγκεντρωτικά στη σελίδα της ΡΑΕ και να συγκρίνουν με μια ματιά τις τιμές όλων των πράσινων τιμολογίων, ήταν μια από τις αιτίες που οι πάντες προσαρμόσθηκαν σε χαμηλά επίπεδα. Και αυτό με τη σειρά του συμπαρέσυρε τον ανταγωνισμό παντού, και στα σταθερά «μπλε» τιμολόγια, παραδοσιακά ακριβότερα των κυμαινόμενων, αφού η κάθε εταιρεία αναλαμβάνει το ρίσκο να «κλειδώσει» ποσότητες ενέργειας για τους πελάτες της, μέχρι και για 12 μήνες, σε συγκεκριμένες τιμές.
Το αποτέλεσμα δικαιώνει τον κ. Σκυλακάκη. Οι προμηθευτές, μπροστά στον κίνδυνο μαζικών μετακινήσεων σε άλλη εταιρεία, προκειμένου να «περιφρουρήσουν» το πελατολόγιό τους, έσπευσαν να προσφέρουν χαμηλά σταθερά τιμολόγια, τα οποία στην ουσία δεσμεύουν τον πελάτη, αφού αν τα «σπάσει» πληρώνει πέναλτι πρόωρης αποχώρησης. Στα νέα «μπλε» τιμολόγια που έχουν μέχρι σήμερα ανακοινώσει πέντε εταιρείες, ενώ έπονται και άλλες, οι τιμές διαμορφώνονται μεταξύ 14,9 και 17,9 λεπτά η κιλοβατώρα. Ποτέ μέχρι σήμερα αυτά τα σταθερά τιμολόγια δεν ήταν μόνο κατά 3 με 4 λεπτά ακριβότερα των κυμαινόμενων.
Η αγορά σκέφτηκε ότι αφού οι τιμές είναι τόσο κοντά με εκείνες στο «πράσινο», γιατί κάποιος να μην επιλέξει ένα σταθερό προϊόν ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Πράγματι, τα επιπλέον 3-4 λεπτά δεν κάνουν δα και τόσο μεγάλη διαφορά στο πορτοφόλι. Έρευνες έχουν δείξει ότι ένας μεγάλος αριθμός καταναλωτών έχει κουραστεί να ψάχνει για τον φθηνότερο πάροχο, δύσκολα μετακινείται σε άλλον και δεν αλλάζει εταιρεία για 5 -10 ευρώ λιγότερα. Είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να μην ασχολούνται κάθε μήνα με το θέμα του ρεύματος κι ας πληρώσουν κάτι παραπάνω. Εάν βέβαια οι τιμές καταρρεύσουν, τότε ο καταναλωτής θα βρεθεί εγκλωβισμένος και για να βγει θα πρέπει να πληρώσει ποινή, ωστόσο οι τάσεις στην αγορά δεν προδιαθέτουν για κάποια απότομη βουτιά, μάλλον η εικόνα θα παραμείνει ίδια και για το αμέσως επόμενο διάστημα.
Ο άλλος παράγοντας που συνέβαλε στο να κάνει ποδαρικό η νέα χρονιά με φθηνότερο ρεύμα ακούει στο όνομα ΔΕΗ. Η ανταγωνιστική και πλέον φθηνή τιμή στην «πράσινη» κιλοβατώρα με την οποία είχε κάνει σαφές ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου ότι προτίθεται να υποδεχθεί τον νέο χρόνο η ΔΕΗ, δεν άφησε πολλά περιθώρια στον ανταγωνισμό. Σχεδόν το σύνολο της αγοράς προσαρμόστηκε, όπως συμβαίνει πάντα, στις τιμές του μεγαλύτερου παίκτη.
Το θέμα βέβαια είναι άλλο. Ότι η ΔΕΗ έχει την ευρωστία να πουλά σε τόσο χαμηλές τιμές, έστω για τον πρώτο μήνα εφαρμογής του συστήματος. Αν δεν έβγαινε οικονομικά, απλά δεν θα το έκανε. Τα 13,6 λεπτά για κατανάλωση μέχρι 500 κιλοβατώρες στο «πράσινο» τιμολόγιο και τα 14,59 λεπτά για πάνω από 500, που ανακοίνωσε η ΔΕΗ για το Γενάρη, είναι μια ακόμη απόδειξη της διαδρομής που έχει διανύσει από το τόσο κοντινό, αλλά και ταυτόχρονα τόσο μακρινό, 2019.
Τι τιμή άραγε θα ανακοίνωνε χωρίς να διακυβεύσει τη μελλοντική της κερδοφορία, αν δεν είχε μεσολαβήσει το turnaround story των τεσσάρων τελευταίων ετών; Τα χαμηλά τιμολόγια με τα οποία συμπεράσυρε προς τα κάτω και την υπόλοιπη αγορά έχουν την ίδια εξήγηση με αυτήν που βρίσκεται πίσω από τα συνεχή deal στις ΑΠΕ (με όμιλο Κοπελούζο, Ιντρακάτ, κ.ά), το μεγάλο άνοιγμα στα Βαλκάνια με την εξαγορά της Enel στη Ρουμανία, την απόκτηση της Κωτσόβολος ή τα φετινά σχέδια για τις τηλεπικοινωνίες:
Είναι η εξυγίανση που πέτυχε και το «γύρισμα» του παιχνιδιού, δείχνοντας πώς η πολιτική βούληση, το σωστό μάνατζμεντ και το τέλος του κρατικοδίατου συνδικαλισμού μπορούν να απογειώσουν μια ελληνική επιχείρηση ακόμη και όταν είναι στενά συνυφασμένη με το Δημόσιο.
Τον επόμενο μήνα μπορεί οι συνθήκες να έχουν μεταβληθεί και πιθανώς η ΔΕΗ να μην είναι σε θέση να ανακοινώσει παρόμοιες τιμές. Σημασία ωστόσο έχει ότι βοηθούμενη και από τη διεθνή συγκυρία, άνοιξε το παιχνίδι του ανταγωνισμού, τόσο στα «πράσινα», όσο και στα «μπλε» σταθερά τιμολόγια, ενεργοποιώντας ένα σπιράλ ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα το 2024 να μπει με φθηνότερο ρεύμα.
Από εκεί και πέρα ουδείς μπορεί να υποσχεθεί ακόμη χαμηλότερες τιμές, αφού αυτές εξαρτώνται από μια σειρά εξωγενών παραγόντων που δεν ελέγχονται. Από τις τιμές του φυσικού αερίου και των εκπομπών ρύπων έως εκείνες του λιθίου, το καθοριστικό υλικό για τις μπαταρίες που αποθηκεύουν ενέργεια.
Αλλά αυτό που πρέπει να εγγυηθεί η κυβέρνηση είναι ότι εκεί που μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της ώστε οι τιμές να οδεύσουν κι άλλο προς τα κάτω: Πάταξη των στρατηγικών κακοπληρωτών, καθώς όταν κάποιος δεν πληρώνει, πληρώνουν οι συνεπείς. Φραγμό στις ρευματοκλοπές, που επίσης επιβαρύνουν τους συνεπείς. Μηνιαία καταμέτρηση της κατανάλωσης από τον ΔΕΔΔΗΕ, ώστε να τελειώσουν οι έναντι λογαριασμοί, που σημαίνει μεγαλύτερη διαφάνεια στην αγορά, με ότι αυτό σημαίνει για το πορτοφόλι του καταναλωτή. Επιτάχυνση των επενδύσεων ΑΠΕ μέσα από την απελευθέρωση ηλεκτρικού χώρου και διαγωνισμοί για περισσότερες μπαταρίες, που διευκολύνουν την πράσινη διείσδυση, και επίσης θα συμβάλουν στη μείωση των τιμών, μεσομακροπρόθεσμα.
Είναι όλες δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο υπουργός ΠΕΝ Θ. Σκυλακάκης, όπως τις είχε περιγράψει προ μηνός στο Liberal. Μόνο αυτά, δηλαδή ο ισχυρός ανταγωνισμός στην αγορά και η πίεση προς τα κάτω πολλών τμημάτων του λογαριασμού ρεύματος, μπορούν να ρίξουν τις τιμές. Στα υπόλοιπα, θα πρέπει να βοηθήσει και η θεά τύχη. Προς το παρόν πάντως, οι διεθνείς τάσεις δεν φαίνεται να προμηνύουν δυσάρεστες εκπλήξεις τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς.