Οι υπέρμετρα φιλόδοξοι στόχοι της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και του πράσινου λόμπι των Βρυξελλών θέτουν εν κινδύνω τη λαϊκή αποδοχή της πράσινης μετάβασης.
Το νέο κύμα του ευρωσκεπτικισμού έχει σχέση με συγκεκριμένες πολιτικές, όπως για παράδειγμα με την Κοινή Αγροτική Πολιτική που απέτυχε στην εφαρμογή της. Το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί και με το Green Deal.
Τεράστια ποσά, υπονόμευση της βιομηχανίας και κυρίως αναστάτωση της ζωής των πολιτών, με νέους, ακόμη πιο φιλόδοξους κλιματικούς στόχους, αφού οι επιδοτήσεις όσο γαλαντόμες κι αν είναι, καλύπτουν ένα κλάσμα μόνο από το συνολικό κόστος που συνεχώς μεγαλώνει.
Τέτοια είναι η τελευταία κλιματική πρόταση της Κομισιόν, όπως διατυπώθηκε στη προχθεσινή Σύνοδο των 27 υπουργών Περιβάλλοντος, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ πρέπει να παράγει το 2040, λιγότερες κατά 90% εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990.
Τρεις χώρες τάχθηκαν κατά, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, ενώ άλλες δεκατρείς ζήτησαν πρόσθετη στήριξη από τις Βρυξέλλες, δηλαδή πολλά επιπλέον δισεκατομμύρια. Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, ούσα από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ατζέντας, λέει ένα ξεκάθαρο «όχι» σε κάποιο κλιματικό στόχο της Επιτροπής.
Τι σημαίνει η νέα αυτή πρόταση; Στις τρεις δεκαετίες μεταξύ 1990 και 2021, τα 27 κράτη μέλη της Ε.Ε. κατάφεραν να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 30%, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.
Στην ουσία, για να πάμε στο 90%, θα πρέπει οι χώρες στη μιάμιση δεκαετία που απομένει ως το 2040, να κάνουν τριπλάσια δουλειά απ’ αυτήν που έκαναν τα τριάντα τελευταία χρόνια.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στις επιδοτήσεις που όσο γενναίες και αν είναι, δεν επαρκούν για τέτοιες προσαρμογές. Είναι ότι τα οφέλη από την πράσινη μετάβαση σε πολλούς τομείς, δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς στους πολίτες, οι κοινωνικές αντιδράσεις μεγαλώνουν, ενώ οι μεγάλοι ρυπαντές του πλανήτη (Κίνα, ΗΠΑ), εκμεταλλεύονται την τήρηση από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία με θρησκευτική ευλάβεια της πράσινης ατζέντας, για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε βάρος της Ευρώπης.
Τα περιέγραψε όσο καλύτερα μπορούσε χθες, στο συνέδριο Power & Gas Forum, ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΝ Τέλης Αιβαλιώτης, σταχυολογώντας μερικές από τις νέες ευρωπαϊκές Οδηγίες που έρχονται.
Η μια αφορά την υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση όλων των κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε», δηλαδή τα σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979. Αυτά πρέπει να αναβαθμιστούν τουλάχιστον στην κατηγορία «Ε». Στη περίπτωση της Ελλάδας, αυτό αφορά 1,3 εκατομμύρια κατοικίες. Σύμφωνα με τα νούμερα, που επικαλέστηκε ο Γ.Γ. του ΥΠΕΝ, γι’ αυτή και μόνο την Οδηγία, πρέπει ως χώρα να δαπανήσουμε 25 δισ. ευρώ μέχρι το 2035.
Άλλη Οδηγία λέει ότι μέχρι το 2040 πρέπει να απαγορευτούν εντελώς όλοι οι παραδοσιακοί καυστήρες πετρελαίου και φυσικού αέριου, και να αντικατασταθούν με αντλίες θερμότητας ή άλλα μέσα. Μέτριοι υπολογισμοί μιλούν για άλλα 25 δισ. ευρώ.
Μια τρίτη Οδηγία προβλέπει ότι μέχρι το 2050, πρέπει να αντικαταστήσουμε όλα τα κλιματιστικά που έχουμε σήμερα και τα οποία λειτουργούν με ψυκτικό μέσο που έχει ως ουσία το φθόριο ή κάποιο μείγμα του (τα φθοριούχα αέρια, μαζί με το CO2 και άλλα, αποτελούν την ομάδα που είναι γνωστοί ως «αέρια του θερμοκηπίου») και να βάλουμε στη θέση τους κλιματιστικά που έχουν πεντάνιο. Άγνωστο, πόσα δισεκατομμύρια ευρώ σημαίνει αυτό.
Τα κόστη είναι δυσθεώρητα, το αντίκτυπο αμφίβολο και ο κλιματικός στόχος δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί, ειδικά όταν η Ευρώπη παράγει μόλις το 18,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά οι μεγάλοι ρυπαντές του πλανήτη, οι οποίοι έχουν τη μερίδα του λέοντος στο παγκόσμιο ΑΕΠ, ακολουθούν άλλες, δικές τους πολιτικές.
Λίγοι επίσης γνωρίζουν ότι η πολιτική προώθησης της ηλεκτροκίνησης υπολογίζεται ότι έχει ένα ετήσιο κόστος για την Ελλάδα περί τα 800 εκατ. ευρώ. Τμήμα του ποσού είναι οι επιδοτήσεις που δίνονται για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ωστόσο ένα άλλο τμήμα αφορά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης που επιβάλλεται στη βενζίνη και το ντίζελ κίνησης.
Όσο ένα τμήμα του συμβατικού στόλου αυτοκινήτων αντικαθίσταται με ηλεκτρικά, το κράτος χάνει και ένα τμήμα του ΕΦΚ που εισέπραττε. Από κάπου πρέπει να αντικατασταθούν αυτά τα έσοδα. Από κάποιο νέο φόρο. Το θέμα έχει συζητηθεί και φυσικά οι όποιες αποφάσεις παραπέμπονται για το απώτερο μέλλον.
Έχει τη σημασία του ότι όλα τα παραπάνω κόστη είναι νέα, δεν έχουν συμπεριληφθεί στο λογαριασμό των περίπου 192 δισ. ευρώ, όσο είχε υπολογίσει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, (Νοέμβριος 2023), τη πράσινη μετάβαση της Ελλάδας μέχρι το 2030. Το μεγαλύτερο τμήμα του αφορούσε επιδοτήσεις για ηλεκτρικά οχήματα (100 δισ) και αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών (44 δισ), όπως αντλίες θερμότητας και γενικώς αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό.
Την πραγματικότητα αυτή, το γεγονός ότι οι πράσινες πολιτικές χρειάζονται οικονομική στήριξη πολλαπλάσια της σημερινής, ότι η μετάβαση χωρίς ευρεία κοινωνική αποδοχή δεν θα πετύχει, ανέδειξε και ο Γ.Γ. Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρος Βαρελίδης που εκπροσώπησε τον υπουργό Θ. Σκυλακάκη στο προχθεσινό Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος «Χρειάζεται να εξηγηθούν καλύτερα και απλούστερα στους πολίτες τα οφέλη των πολιτικών για κλιματική ουδετερότητα για κάθε διαφορετικό κλάδο και όπου υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις να αντιμετωπιστούν με κατάλληλα οικονομικά εργαλεία», όπως είπε.
Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ευρωπαϊκής ατζέντας της Κομισιόν, παίρνει σαφείς αποστάσεις από βασικές ευρωπαϊκές κλιματικές πολιτικές, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Δείχνει μια συνειδητοποίηση, όπως και από άλλες κυβερνήσεις, ότι αυτός ο μαξιμαλισμός της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας σε υψηλούς στόχους και οι τεράστιες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν τα νοικοκυριά, μπορεί να γυρίσει μπουμερανγκ. Και να χάσει το Green Deal τη λαϊκή αποδοχή και συναίνεση των ευρωπαίων πολιτών, κατ' επέκταση να υπονομευτεί ανεπανόρθωτα η προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Τι θα σήμαινε αυτό με τη σειρά του;
Αν δεν εκλογικευτεί η Ευρώπη στους στόχους που βάζει, αν δεν τραβήξει λίγο το πόδι από το γκάζι, αν δεν σταματήσει να φορτώνει με επιπλέον δισεκατομμύρια τους ευρωπαίους πολίτες, θα πετύχει το αντίθετο από αυτό που προσδοκά.
Από τη μια πλευρά, θα δώσει δίκιο στις ακραίες φωνές ότι η πράσινη μετάβαση είναι ακριβή και επιβλαβής, όπως η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, τα πανιά της οποίας φουντώνουν ενόψει Ευρωεκλογών, από την άλλη, θα κάνει τους μετριοπαθείς πολίτες να απωλέσουν την εμπιστοσύνη τους στο εγχείρημα. Και η σωστή προσπάθεια της ΕΕ να αντιμετωπίσει τη κλιματική αλλαγή, τη μείωση των εκπομπών που έχουν τυλίξει τον πλανήτη θα πάει πίσω. Συνυπολογίζοντας και την ΚΑΠ που απέτυχε παταγωδώς, δημιουργείται ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.
Το ένα πρόβλημα είναι αυτό. Ένα δεύτερο είναι ότι ενώ η κλιματική αλλαγή χτυπάει με ακραίο τρόπο, όπως ο Ντάνιελ, η ΕΕ δεν έχει προβλέψει επαρκώς τις ανάγκες χρηματοδότησης που θα προκύψουν. Ενώ δίνουμε πάρα πολλά χρήματα για τη πράσινη μετάβαση, δεν έχουμε προβλέψει αρκετά κονδύλια για αποκαταστάσεις ζημιών από καταστροφές, κάτι που ξέρουμε καλά στην Ελλάδα όταν η κυβέρνηση αιτήθηκε βοήθεια για τη Θεσσαλία.
Τότε είχε γίνει γνωστό ότι το Ταμείο Αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, που ιδρύθηκε στην ΕΕ το 2022, δεν διέθετε επαρκή κονδύλια, γι’ αυτό και κάλυψε μόλις το 6% των ζημιών που υπέστη η χώρα. Το Ταμείο αυτό είχε σχεδιασθεί για μια άλλη εποχή.
Η Ευρώπη σχεδιάζει για την επόμενη μέρα. Σχεδιάζει για την απολιγνιτοποίηση, την πράσινη μετάβαση, τον εξηλεκτρισμό, τις μπαταρίες αποθήκευσης, το στόλο από ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα υπεράκτια αιολικά, δηλαδή για το τι θα συμβεί μετά από 5, 10, 15 χρόνια. Ξεχνά ότι η κλιματική κρίση είναι εδώ σήμερα.