Οι ενδείξεις ύπαρξης κοιτασμάτων φυσικού αερίου στις ελληνικές θάλασσες και η εν συνεχεία ανακάλυψή τους, είναι σημαντικές. Αλλά η ανακάλυψη γίνεται έπειτα από γεωτρήσεις, όχι από τις τηλεοράσεις, τις εφημερίδες και τα social media.
Τα περί «θησαυρών πολλών δισ. δολαρίων στους ελληνικούς βυθούς», όπως διακινείται ξανά από «ειδικούς» τα τελευταία 24ωρα, υπονομεύει τις ίδιες τις έρευνες και αποτελεί εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα. Στηρίζεται σε κάποια γεωλογικά δεδομένα, από τα οποία δεν μπορεί να προκύψουν απαντήσεις, αν δεν προηγηθούν δύο και τρεις ερευνητικές γεωτρήσεις. Το ξέρουν καλά οι Κύπριοι και οι Ισραηλινοί με πολύ μεγαλύτερη πείρα από εμάς.
Από τη συλλογή σεισμικών δεδομένων μέχρι την πρώτη παραγωγή χρειάζονται συνήθως 6 με 7 χρόνια, λέει η διεθνής εμπειρία. Αν η κοινοπραξία υπό την ExxonMobil ανακαλύψει και καταφέρει να παράξει φυσικό αέριο νωρίτερα του 2027, τότε θα πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα διεθνώς. Συγκρίσιμο με το ρεκόρ που κατέχει η ιταλική Eni στην περίπτωση του κοιτάσματος Zor στην Αίγυπτο, όπου από τη γεώτρηση με την οποία το ανακάλυψε, μέχρι την παραγωγή, πέρασαν μόλις 2,5 χρόνια.
Αν όμως κάπου κολλήσουν οι έρευνες και διαψευσθούν οι προσδοκίες, όπως έχει συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν στην Ελλάδα, το μόνο που θα έχουμε πετύχει με την αναπαραγωγή υπερβολών και αστήρικτων υπολογισμών, θα είναι να βλάψουμε το ίδιο το εγχείρημα. Και με βάση την προϊστορία της χώρας, οι έρευνες θα μπορούσαν να κολλήσουν για πολλούς λόγους.
Καταρχήν στην ελληνική γραφειοκρατία. Ο βαθμός στον οποίο μπορεί η ελληνική διοίκηση, από το κεντρικό έως το τοπικό επίπεδο, να ανταποκριθεί στα χρονοδιαγράμματα, τις διαδικασίες και την απαιτούμενη νοοτροπία, που απαιτεί ο στόχος, θα κριθεί μόνο στην πράξη. Και στο παρελθόν οι έρευνες είχαν ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς, σύντομα όμως άρχισαν να σημειώνονται σοβαρές καθυστερήσεις, κυρίως στις περιβαλλοντικές και αδειοδοτικές διαδικασίες και άλλες σχετικές με υπηρεσίες του Δημοσίου.
Οι καθυστερήσεις ροκάνισαν τους συμβατικούς χρόνους (7 χρόνια στην ξηρά, 8 χρόνια στην θάλασσα) και χρειάστηκε να δίνονται παρατάσεις, όχι μόνο στις φάσεις αλλά και στο συνολικό στάδιο των ερευνών. Χαρακτηριστική, η περίπτωση στο Κατάκολο, όπου 4 χρόνια μετά από την υποβολή και τη θετική δημόσια διαβούλευση (2018), ακόμη αναμένεται η έγκριση της μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων από τη ΔΙΠΑ (ΥΠΕΝ) για να ξεκινήσουν οι γεωτρήσεις.
Εκλογικοί κύκλοι. Έχουμε μπροστά μας δύο τουλάχιστον εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις και κάτι σημαντικότερο, μια αναμέτρηση τον Οκτώβριο του 2023 σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Τι θα συμβεί αν κάποιες πολιτικές δυνάμεις στοιχηθούν πλάι σε οργανωμένες μειοψηφίες και υψώσουν τη σημαία «όχι στις έρευνες»;
Τέσσερα μόλις χρόνια πριν, στα Ιωάννινα, παραμονές των δημοτικών εκλογών, η τοπική αρχή, παρ΄ότι φίλα προσκείμενη στην ΝΔ, η οποία ήταν υπέρ των ερευνών, ψήφισε αρνητικά στην έκδοση των αδειών, για να μην υστερήσει σε κορώνες έναντι της αντιπολίτευσης.
Επίσης έχουμε ζήσει το παράδοξο σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ να μην ψηφίζει στην Βουλή τις τέσσερις συμβάσεις για έρευνες υδρογονανθράκων (δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, Ιόνιο, μπλοκ 10), που ο ίδιος όμως ως κυβέρνηση είχε υπογράψει, επί υπουργίας Σταθάκη, λίγους μήνες πριν τις εκλογές.
Ερευνητικά κόστη. Η ναύλωση ενός πλοίου γεωτρύπανου στοιχίζει σήμερα ως και 350.000 δολάρια την ημέρα. Υπερδιπλάσιο κόστος μέσα στην τελευταία διετία, αφού τα πάντα, καύσιμα, αμοιβές μηχανικών, λειτουργικά έξοδα, έχουν αυξηθεί. Σύμφωνα μάλιστα με την ελβετικών συμφερόντων Transocean, τη μεγαλύτερη εταιρεία διεθνώς στον τομέα των υπεράκτιων γεωτρήσεων, το ημερήσιο ενοίκιο ενός πλωτού γεωτρύπανου μπορεί να ανέλθει στα 500.000 δολάρια την ημέρα.
Η εταιρεία εκτιμά ότι μια τέτοια αύξηση είναι αναπόφευκτη μεσα στους επόμενους δέκα μήνες, οπότε και εκπνέουν υφιστάμενα συμβόλαια μίσθωσης και θα πρέπει να συνάψει νέα. Με άλλα λόγια, σε μια τέτοια συγκυρία, οι όποιες καθυστερήσεις, παίζουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στις αποφάσεις εταιρειών που εμπλέκονται σε προγράμματα γεωτρήσεων, κάτι που έχει πληρώσει στο παρελθόν η Ελλάδα.
Κίνδυνος εφησυχασμού. H συνεχής αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου (98 ευρώ/ MWh χθες), μπορεί να είναι καλά νέα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, δείχνει ωστόσο να οδηγεί πανευρωπαϊκά, σε ένα γενικότερο εφησυχασμό ότι δεν επείγει, όπως προ μερικών μηνών, η αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων, επομένως μπορούμε να κατεβάσουμε ταχύτητα. To κλίμα χαλάρωσης αποτυπώνεται τόσο στις πρόσφατες δηλώσεις της Φον Ντερ Λάινεν, όσο και στις συζητήσεις στους διαδρόμους των Βρυξελλών, όπου τίποτα δεν προδιαθέτει πως κινούμαστε στην κατεύθυνση να υπάρξει συμφωνία πάνω σε μια κοινή λύση.
Στην Σύνοδο Κορυφής του Οκτωβρίου, οι ηγέτες είχαν επιστρέψει το μπαλάκι πίσω στην Κομισιόν και στους υπουργούς Ενέργειας (συνεδριάζουν στις 24 Νοεμβρίου), όπου στην καλύτερη περίπτωση θα επικρατήσει η συνταγή των συμβιβαστικών αποφάσεων. Απόρροια της βουτιάς των τιμών στο αέριο είναι ότι ήδη ακούγονται κάποιες ευρωπαϊκές φωνές πως η συζήτηση για τους υδρογονάνθρακες πρέπει να εγκαταλειφθεί και να στραφούμε αποκλειστικά στην πολιτική της «πράσινης ατζέντας».
Δεν σκέφτονται όλοι το ίδιο. «Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα αποτελέσουν, μέρος του ενεργειακού μας μείγματος καθ’ οδόν προς την πράσινη μετάβαση για αρκετά ακόμη χρόνια», είπε προ ημερών ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ρίσι Σούνακ. «Οποιος πιστεύει το αντίθετο, απλώς αιθεροβατεί», συμπλήρωσε, απευθυνόμενος στον ηγέτη των Εργατικών.
Ένα πράγμα αναδεικνύουν τα παραπάνω. Ο δρόμος για να φτάσουμε σε παραγωγή υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι μακρύς. Καθυστερήσεις, προσφυγές, αναβολές, αντιδράσεις, μπορεί να ξανασυμβούν όπως και στο παρελθόν, μεταθέτοντας χρονοδιαγράμματα, αναβάλλοντας έρευνες και δυσχεραίνοντας επενδύσεις.
Δείχνουν επομένως, τουλάχιστον ελαφρότητα, είναι επικίνδυνες και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται, δηλώσεις και αναρτήσεις «ειδικών» που βλέποντας την ευκαιρία να δηλώσουν παρόντες, επειδή το θέμα «πουλάει», καλλιεργούν ξανά προσδοκίες για κοιτάσματα δισεκατομμυρίων και τρισεκατομμυρίων ευρώ στις ελληνικές θάλασσες…