Άλλη μια πρωτιά καταγράφει η Κίνα στον κλάδο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η οποία ξεπέρασε τις ΗΠΑ στην ανάπτυξη της βιομηχανίας ηλιακής ενέργειας. Ειδικότερα, τη χρόνια που μας πέρασε η κινεζική βιομηχανία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. εγκατέστησε περισσότερα ηλιακά πάνελ απ' όσα οι ΗΠΑ σε όλη την ιστορία τους.
Οι αριθμοί... μιλάνε από μόνοι τους. Πιο συγκεκριμένα, η Κίνα δημιούργησε υποδομές ικανές να παράγουν περίπου 217 γιγαβάτ ενέργειας πέρυσι, ώστε η συνολική δυναμικότητα να ξεπερνά τα 609 γιγαβάτ, σύμφωνα με τα στοιχεία από το Bloomberg και το κινεζικό Υπουργείο Ενέργειας. Στον αντίποδα, η ηλιακή ισχύς των ΗΠΑ ανέρχεται σε μόλις 175 γιγαβάτ.
Αυτή η ανοδική τροχιά της κατασκευής μονάδων παραγωγής ηλιακής ενέργειας από κινεζικές εταιρείες, θέτει την Κίνα σε θέση να κυριαρχήσει στον αναδυόμενο αυτό κλάδο, την ίδια στιγμή που άλλα αμερικανικά εργοστάσια προσπαθούν να τα ανταγωνιστούν και να επιβιώσουν.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει κάνει ο,τι μπορεί για να υποστηρίξει την ανάπτυξη της ηλιακής βιομηχανίας των ΗΠΑ, κυρίως μέσω φορολογικών πιστώσεων αλλά και άλλων κινήτρων. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι τα τρία τέταρτα του συνόλου της αμερικανικής ενεργειακής ισχύος των ΗΠΑ προήλθαν φέτος από τον ήλιο. Ο Μπάιντεν στοχεύει τώρα στην αποδυνάμωση της επιρροής της αντίστοιχης κινεζικής. Η κυβέρνησή του είναι πρόθυμη για νέες επενδύσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ στην καθαρή ενέργεια, προσπαθώντας να αποτρέψει την υπερβολική εξάρτηση από τον γεωπολιτικό αντίπαλο, την Κίνα, καθώς η οικονομία μεταβαίνει από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαμάχη και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά έχει πυροδοτηθεί. Μερικοί από τους δασμούς στα προϊόντα τεχνολογίας που επέβαλε η κυβέρνηση Μπάιντεν, έχουν οδηγήσει σε νέα έξαρση της έντασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η φθηνή και πολύ γρήγορη κατασκευή προϊόντων ηλιακής ενέργειας (ηλιακά πάνελ, φωτοβολταϊκά στοιχεία) από την Κίνα έχει θορυβήσει τις αμερικανικές εταιρείες, που βλέπουν ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες κινεζικές. «Η αύξηση των δασμών θα προστατεύσει από την πολιτική της Κίνας που οδηγεί σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, η οποία συμπιέζει τις τιμές και εμποδίζει την ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας εκτός Κίνας», ανέφερε η κυβέρνηση σε δήλωση σχετικά με τους δασμούς.
Η κινεζική δύναμη
Υπενθυμίζεται ότι εδώ και καιρό ο «ασιατικός γίγαντας» κυριαρχεί στον κλάδο των ΑΠΕ, με την κινεζική κυβέρνηση να επενδύει στην αύξηση του δυναμικού πράσινης ενέργειας της χώρας αρκετές δεκαετίες τώρα. Πλέον, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλιακής και αιολικής ενέργειας, καθώς και ο μεγαλύτερος εξορύκτης λιθίου στον κόσμο. Φυσικά, τα σχέδια επέκτασής της δεν δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης, το αντίθετο, μάλιστα. Χρόνο με τον χρόνο αυξάνει την ισχύ της εγκαθιστώντας μεταξύ 2023 και 2024 περισσότερη ηλιακή ενέργεια από ό,τι τα τρία προηγούμενα χρόνια μαζί, και περισσότερη από τη συνολική παγκόσμια ισχύ που εγκαταστάθηκε το 2023.
Η πρωτιά της Κίνας απασχολεί όλο και περισσότερο τις ΗΠΑ, οι οποίες ανησυχούν εντόνως για την κινεζική κυριαρχία στην πράσινη ενέργεια. Κι αυτό γιατί η κυριαρχία της Κίνας εξαπλώνεται παντού στην αγορά ενέργειας. Δεν πρωτοστατεί μόνο στην παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας, αλλά και στην εξόρυξη κρίσιμων ορυκτών. Η παραγωγή μικροτσίπ, επιτρέποντάς της να κυριαρχεί σε πολλές από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που σχετίζονται με την πράσινη ενέργεια και την καθαρή τεχνολογία, έχει μπει, επίσης, στο μικροσκόπιο της Κίνας.
Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ συμπληρώνονται δύο χρόνια από τον «αντιπληθωριστικό νόμο» για τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόγραμμα κρατικής χρηματοδότησης στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτείών και αποτέλεσε κινητήριο δύναμη για επενδύσεις σε καθαρότερη ενέργεια. Αποτελεί, εξάλλου, την πιο σημαντική κλιματική συμφωνία μετά τη συμφωνία ορόσημο του Παρισιού το 2015.
Περισσότερα από 760 δισ. δολάρια προέβλεπε ο σχετικός νόμος για κρατικές επενδύσεις στην καθαρή τεχνολογία, που υπογράφηκε στις 16 Αυγούστου του 2022 από τον πρόεδρο Μπάιντεν. Ο νόμος αυτός είχε άμεση επίδραση στην ιστορία της ενέργειας και του κλίματος. Τώρα, η Ουάσινγκτον πρέπει να παλέψει με την εφαρμογή του και να κατανείμει αποτελεσματικά τα κεφάλαιά της, ενώ ο ιδιωτικός τομέας συνεχίζει να αναζητά νέες τάσεις και τεχνολογίες.