Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για την έναρξη εμπορικής λειτουργίας του πρώτου ελληνικού πλωτού σταθμού αποθήκευσης και επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Το πρώτο δοκιμαστικό φορτίο του «Αλεξανδρούπολις» φτάνει στον σταθμό στις 20 Ιανουαρίου και μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου ξεκινά η εμπορική λειτουργία του σταθμού, ετήσιας δυναμικότητας 5,5 δισ. κυβικών μέτρων και στόχο την περαιτέρω ενεργειακή απεξάρτηση της ΝΑ Ευρώπης από τη Ρωσία.
Η Μόσχα, παρά τη σημαντική μείωση των ροών, εντούτοις κάλυψε πέρυσι το 13% των συνολικών αναγκών της Ευρώπης, (αρκετά χαμηλότερα του 40% που είχε το 2021), με τη συντριπτική πλειοψηφία να αφορά LNG, το οποίο εσχάτως έχει επανακάμψει στις ευρωπαϊκές αγορές, αποτέλεσμα της πολιτικής χαμηλών τιμών που ακολουθεί η Ρωσία.
Το 30% της δυναμικότητας του πρώτου πλωτού ελληνικού σταθμού επαναεριοοποίησης, δηλαδή 45.000 MWh φυσικού αερίου ημερησίως ή 1,5 δισ. κυβικά μέτρα, θα τροφοδοτεί το ελληνικό σύστημα, ενώ το υπόλοιπο 70% θα εξάγεται μέσω του ελληνοβουλγαρικού αγωγού.
Προορισμός, οι αγορές της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Β.Μακεδονία, αλλά και της Κ. Ευρώπης μέχρι την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, συνολικής κατανάλωσης κοντά στα 70 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως, μια τεράστια αγορά με κατανάλωση όση περίπου και η Γερμανία.
Στην τεράστια αυτή αγορά στοχεύει το έργο που οραματίστηκε αρχές του 2010 ο επιχειρηματίας Δημήτρης Κοπελούζος για να δικαιωθεί πλήρως από τις γεωπολιτικές εξελίξεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την ανάγκη απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο. Τυχαίο δεν είναι ότι έχει ήδη δεσμευθεί το 80% της δυναμικότητας του σταθμού από συνολικά 13 διαφορετικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, μεταξύ των οποίων και ελληνικών.
Το πρώτο δοκιμαστικό φορτίο LNG θα φτάσει στον FSRU «Αλεξανδρούπολις» στις 20 Ιανουαρίου (σύμφωνα με την LNG Prime), θα είναι προέλευσης όχι φυσικά ρωσικής (δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για ένα έργο που σχεδιάστηκε ακριβώς για να συμβάλει στην απεξάρτηση της ΝΑ Ευρώπης από το ρωσικό αέριο) και θα αφορά ποσότητα 1 THW.
Στο διαδικαστικό σκέλος, μετά την αγκυροβόληση του FSRU ανοιχτά του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες σύνδεσης του με τον υποθαλάσσιο αγωγό μήκους 24 χλμ, που θα συνδέει τον τερματικό με το εθνικό σύστημα φυσικού αερίου, ενώ τρέχουν μια σειρά από δοκιμές, ώστε να φανεί αν όλα τα συστήματα δουλεύουν σωστά, προκειμένου μετά από έξι - επτά εβδομάδες, ο τερματικός να είναι έτοιμος να ξεκινήσει την εμπορική του λειτουργία.
Δηλαδή, μέσα στο πρώτο 10ήμερο του Μαρτίου, οπότε και ο σταθμός θα αρχίσει να τροφοδοτεί πλήρως τον ελληνοβουλγαρικό αγωγό, των μόλις 182 χιλιομέτρων, ο οποίος παρά το μικρό του μήκος, μόνο ήσσονος σημασίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Αποτελεί το πρώτο κρίκο μιας μακράς ενεργειακής γέφυρας, με δεύτερο κρίκο το σκέλος Βουλγαρία -Ρουμανία, τρίτο το κλείσιμο της ένωσης με την Ουκρανία και στόχο φυσικό αέριο δυτικών συμφερόντων να φτάνει στην «αυλή» της Ρωσίας. Το ταξίδι του «ελληνικού LNG» θα αρχίζει από το Αιγαίο και μέσω από μια διαδρομή άνω των 1.000 χιλιομέτρων θα καταλήγει στην Ουκρανία, ίσως και παραπέρα, με στόχο να «σπάσει» τη ρωσική κυριαρχία.
Τα μικρά μεγέθη του ελληνο-βουλγαρικού αγωγού δεν απεικονίζουν τη σημασία του project, που φέρει το όνομα Κάθετος Διάδρομος (Vertical Corridor), τμήμα του οποίου είναι και ο IGB.
Ναι, μεν η εμπορική λειτουργία του IGB ξεκινά με τη ροή φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο θα «μπαίνει» στη διασταύρωση του αγωγού με τον TAP, στην Κομοτηνή, αλλά από το 2023 και μετά θα δέχεται αμερικανικό, καταριανό και άλλης προέλευσης LNG από τον τερματικό της Αλεξανδρούπολης.
Το «ελληνικό φυσικό αέριο» ταξιδεύει ήδη μέσω της Ρεβυθούσας στη Βουλγαρία, μετά την οποία θα ακολουθήσει η Β. Μακεδονία, ενώ σε ένα χρόνο από σήμερα, αμερικανικά φορτία LNG θα καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες σημαντικού τμήματος από τα ρωσοκρατούμενα Βαλκάνια.
Το FSRU «Αλεξανδρούπολις» που έχει μέγιστη ημερήσια δυναμικότητα αεριοποίησης περίπου 22,5 εκατ. κ.μ. αποτελείται από μια μεγάλη πλωτή βιομηχανική μονάδα αποθηκευτικής δυναμικότητας 153.500 κ.μ. και τρεις μονάδες αεριοποίησης, έχει προφανή εθνική σημασία.