Η πρόσφατη απόφαση της Ε. Ενωσης να ανακοινώσει το σταδιακό τέλος από το 2025 για τους καυστήρες πετρελαίου και φυσικού αερίου, πυροδοτεί ήδη εξελίξεις.
Τα κόστη στις αντλίες θερμότητας πέφτουν, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κατασκευαστών ενισχύεται, οι πωλήσεις τους αυξάνονται και το νέο «Εξοικονομώ» 2024 που θα ανακοινωθεί προσεχώς θα περιλαμβάνει αυξημένες επιδοτήσεις για την αναδυόμενη αυτή τεχνολογία.
Τα νούμερα που επενδύονται πανευρωπαϊκά στις αντλίες θερμότητας ζαλίζουν. Στη Γερμανία, οι πωλήσεις αυξήθηκαν πέρυσι 48%, στην Μ.Βρετανία 20% και οι εκτιμήσεις λένε ότι με τα κατάλληλα κίνητρα, οι μόλις 20 εκατομμύρια εγκατεστημένες αντλίες σήμερα στην ΕΕ, θα έχουν φτάσει στα 60 εκατ. το 2030.
Μόνο στην Ελλάδα, για την αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών, όπως αντλίες θερμότητας, εκτιμάται ότι θα κινητοποιηθούν κοντά στα 42 δισ ευρώ μέχρι το 2030. Ένα νούμερο που εξηγεί πολλά για την εξαγορά της Κωτσόβολος από την ΔΕΗ, όπως και ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, το 17% των κτηρίων κατοικίας στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα καλύπτει τις θερμικές του ανάγκες με αντλίες θερμότητας, ποσοστό που το 2050 αναμένεται να έχει αυξηθεί στο 91%.
Το ενεργειακό περιβάλλον φέρνει αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και στις επιχειρηματικές προτεραιότητες. Οι αντλίες θερμότητας αποτελούν ένα από τα μεγάλα στοιχήματα της πράσινης μετάβασης.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση σπρώχνει συστηματικά τους καταναλωτές προς τα εκεί, αφού δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την συνέχιση της ζωής των καυστήρων πετρελαίου και φυσικού αέριου. Τα ορόσημα για το 2025, οπότε τελειώνουν οι κρατικές επιδοτήσεις για τους καυστήρες, και για το 2040, μετά το οποίο θα απαγορευτεί εντελώς η πώληση και εγκατάσταση τους, έχουν ανοίξει κι επίσημα την πόρτα στις αντλίες θερμότητας, μια νέα τεράστια αγορά.
Αν επαληθευτούν οι στόχοι της ΕΕ μιλάμε για ένα τομέα που θα προσελκύσει επενδύσεις 400-500 δισεκατομμύρια ευρώ τα επόμενα χρόνια. Τρία εκατομμύρια οικιστικά κτίρια στην Ελλάδα και περίπου πάνω από 100 εκατομμύρια πανευρωπαϊκά, καλούνται τις επόμενες δεκαετίες να προσαρμοστούν στην μεγάλη αυτή μετάβαση, που θα δίνει ολοένα και περισσότερες δουλειές στα επαγγέλματα της οικοδομής, στις τράπεζες για χρηματοδοτήσεις, σε εξιδεικευμένες εταιρείες, γεννώντας ανάπτυξη και κέρδη για ένα τεράστιο κύκλο της οικονομίας.
Το ερώτημα βέβαια που απασχολεί τους Ευρωπαίους είναι κοινό. Πόσο θα κοστίσει ο εξηλεκτρισμός του οικιστικού τομέα στα κτίρια; Τι κίνητρα θα ανακοινώσουν οι κυβερνήσεις; Θα αφορούν μόνο τους ευάλωτους ή όλους; Τι βάρη φέρνει η μετάβαση των κτιρίων στην νέα εποχή;
Το μειονέκτημα ακόμη σήμερα των αντλιών θερμότητας είναι το κόστος τους, που ως νέα τεχνολογία, ξεπερνά κατά πολύ το αντίστοιχο ενός καυστήρα φυσικού αέριου ή πετρελαίου. Αν και υπάρχουν και κάποιες φθηνότερες λύσεις, εντούτοις για ένα διαμέρισμα 100 τετραγωνικών μέτρων, το κόστος συνήθως δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 6.000 ευρώ και με την εγκατάσταση φτάνει εύκολα τα 7.000. Είναι μία μέση τιμή, καθώς ανάλογα με την αντλία που θα διαλέξει κάποιος (μάρκα, χώρα κατασκευής κλπ) το κόστος μπορεί εύκολα να φτάσει στα 9.000 ευρώ.
Ας δούμε ένα συγκριτικό παράδειγμα που επεξεργάστηκε η ΔΕΗ, για ένα διαμέρισμα 100 τ.μ. στην Αθήνα, με έτος κατασκευής την περίοδο 2000-2010 και όπου διαμένουν 3-4 άτομα. Το κόστος εγκατάστασης μιας αντλίας. πχ. αξίας κοντά στα 8.000 ευρώ είναι με σημερινές τιμές 77% περίπου υψηλότερο ενός καυστήρα φυσικού αερίου ή πετρελαίου που στοιχίζει 4.500 ευρώ.
Συγκρίνοντας ωστόσο το ετήσιο κόστος θέρμανσης μεταξύ των τριών πιο διαδεδομένων λύσεων (αντλία, φυσικό αέριο, πετρέλαιο), προκύπτει ότι αυτός που επέλεξε αντλία θα πληρώνει το χρόνο γύρω στα 1.000 ευρώ. Αυτός με λέβητα αέριου, θα δίνει 1.330 ευρώ και εκείνος με καυστήρα πετρελαίου, λίγο πάνω από 2.150 ευρώ. Οι υπολογισμοί έχουν γίνει με μεσοσταθμικές τιμές καυσίμων για το 2023.
Δηλαδή, μπορεί το κόστος αγοράς της αντλίας να είναι ακριβότερο, ωστόσο η χρήση της είναι κατά 54% φθηνότερη από το πετρέλαιο και κατά 25% από το φυσικό αέριο. Επειδή είναι πολύ πιο αποτελεσματική έχει πολύ μικρότερη ετήσια κατανάλωση ενέργειας σε κιλοβατώρες έναντι των δύο άλλων τεχνολογιών. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η ετήσια κατανάλωση με την αντλία είναι 4.762 KWh έναντι 13.432 KWh με το φυσικό αέριο και 15.950 KWh με το πετρέλαιο.
Η αλήθεια είναι ότι η μετάβαση από τους καυστήρες στις αντλίες θερμότητας θα κοστίσει. Και το κόστος θα είναι ανάλογα με τον αριθμό των ελληνικών κτιρίων που θα αλλάζουν κάθε χρόνο λέβητα επειδή έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος ζωής του.
Ένας καυστήρας έχει κύκλο ζωής γύρω στα 10-15 χρόνια, άσχετα αν στην Ελλάδα λειτουργούν ακόμη και για 20-25. Από εδώ και πέρα, λόγω και των εξελίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όταν κλείνει ο κύκλος ζωής του λέβητα, το δίλημμα στο οποίο θα μπαίνει ο ιδιοκτήτης θα είναι να αγοράσει καινούργιο, τον οποίο μετά από μερικά χρόνια θα πρέπει αναγκαστικά να καταργήσει ή να περάσει από τώρα σε μια αντλία θερμότητας. Αφού ούτως ή άλλως δηλαδή θα γίνει μια δαπάνη, γιατί αυτή να μην αφορά μια καθαρότερη τεχνολογία, της οποίας το κόστος εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να πέφτει σημαντικά;
Επί της ουσίας αυτό κάνει και η Ευρωπαική Οδηγία που παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο. Δίνει στους καταναλωτές ένα σαφή οδικό χάρτη, χωρίς να τους βάζει το μαχαίρι στο λαιμό, να επιλέξουν τη τεχνολογία του μέλλοντος, ποντάροντας στην μεταξύ αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας που θα ρίχνει συνεχώς τις τιμές.