Στα 7,9 δισ. ευρώ ή 3,8% εκτιμάται η συμβολή στο ΑΕΠ της ελληνογερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας βάσει στοιχείων 2022, με τις επενδύσεις σε σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να φτάνουν τα 3,7 δισ. ευρώ την περίοδο 2018 - 2022, το συνολικό τζίρο να έχει αυξηθεί στα 10 δισ. ευρώ το 2022 και τις εταιρείες να απασχολούν περί τους 26.000 εργαζόμενους.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την τελευταία, τέταρτη σε σειρά, μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που πραγματοποίησε για λογαριασμό του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο επετειακής εκδήλωσης του Επιμελητηρίου για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυσή του, με τίτλο «Ελλάδα - Γερμανία συνοδοιπόροι στην οικονομία».
Όπως αναφέρει σημερινή ανακοίνωση του επιμελητηρίου, σύμφωνα με τη μελέτη, βάσει των πολλαπλασιαστών του ΙΟΒΕ, για κάθε 1 ευρώ ΑΕΠ που παράγουν οι ελληνογερμανικές επιχειρήσεις - μέλη του επιμελητηρίου, το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξάνεται συνολικά κατά 1,6 ευρώ και αντίστοιχα, σε όρους απασχόλησης, κάθε μια θέση εργασίας στις επιχειρήσεις της κοινότητας στηρίζει 2,4 θέσεις στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, με τη συνολική συνεισφορά να εκτιμάται σε 75.000 θέσεις εργασίας.
Από την ίδια μελέτη προκύπτουν επίσης οι διαχρονικά στενές εμπορικές σχέσεις Γερμανίας - Ελλάδας, καθώς και η ηγετική θέση που κατέχει η Γερμανία ως εθνικός επενδυτής στην Ελλάδα, με τις καθαρές άμεσες επενδύσεις να διαμορφώνονται το 2022 στα 7,7 δισ. ευρώ.
Τα συμπεράσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ
Αναλυτικότερα, τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ, έχουν ως εξής:
Το «αποτύπωμα» από τη δραστηριότητα εταιρειών-μελών του ΕΓΕΒΕ
Τα μέλη του ΕΓΕΒΕ δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας. Εξειδικεύονται στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών στους κλάδους της μεταποίησης και των υπηρεσιών όπως το εμπόριο, οι τηλεπικοινωνίες, οι ασφάλειες και οι υποστηρικτικές προς τη μεταφορά δραστηριότητες. Η διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας ενισχύει την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και συμβάλλει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η αναπτυξιακή τους πορεία αποτυπώνεται σε κύρια μεγέθη οικονομικής δραστηριότητας. Έπειτα από την ήπια πτώση του κύκλου εργασιών το 2020, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας, το 2022 η δραστηριότητα των εταιριών-μελών του ΕΓΕΒΕ κατέγραψε άνοδο κατά 16,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, όταν στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας η αξία παραγωγής αυξήθηκε κατά 19%. Ως αποτέλεσμα, ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 10 δισεκ. ευρώ το 2022 από 9,1 δισεκ. ευρώ το 2021. Αντίστοιχα, ο αριθμός των εργαζομένων διαμορφώθηκε σε 26 χιλ.
Οι επενδύσεις για τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, οι οποίες υλοποίησαν οι επιχειρήσεις-μέλη του ΕΓΕΒΕ το 2022 ανήλθαν σε 724 εκατ. ευρώ, ενώ σωρευτικά την πενταετία 2018-2022 ξεπερνούν τα 3,7 δισεκ. ευρώ. Επιπλέον, αρκετές από τις επιχειρήσεις-μέλη του Επιμελητηρίου έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, με τη συνολική αξία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών να ξεπερνά τα 1,4 δισεκ. ευρώ το 2022.
Συμβολή εταιρειών-μελών του ΕΓΕΒΕ στην ελληνική οικονομία
Η δραστηριότητα των εταιρειών-μελών του ΕΓΕΒΕ χαρακτηρίζεται ως μοχλός οικονομικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις με άλλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, η συνολική συμβολή, σε όρους ΑΕΠ, από την τακτική λειτουργία των επιχειρήσεων, αλλά και το επενδυτικό πρόγραμμα που υλοποίησαν, εκτιμάται σε 7,9 δισ. ευρώ το 2022 ή 3,8% του ΑΕΠ.
Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 75 χιλ. θέσεις εργασίας το 2021, μέγεθος, το οποίο αντιστοιχεί στο 1,6% της συνολικής απασχόλησης στην εγχώρια αγορά εργασίας. Αντίστοιχα, τα δημόσια έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές ξεπερνούν τα 1,5 δισ. ευρώ.
Σε όρους πολλαπλασιαστών, εκτιμάται ότι για κάθε ένα ευρώ ΑΕΠ που παράγουν οι επιχειρήσεις της ελληνογερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας στη χώρα, το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξάνεται συνολικά κατά 1,6 ευρώ. Αντίστοιχα, σε όρους απασχόλησης, κάθε μια θέση εργασίας στις επιχειρήσεις της κοινότητας στηρίζει 2,4 θέσεις στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Ιδιαίτερη η παρουσία της Γερμανίας στο σκέλος των άμεσων επενδύσεων
Στις εισαγωγές, η Γερμανία επανήλθε στην πρώτη θέση το 2023, από την δεύτερη θέση το 2022, πρώτη θέση που κατείχε σταθερά μεταξύ 2015 και 2021, ενώ κατατάσσεται τρίτη στην κατάταξη των προορισμών για τις ελληνικές εξαγωγές.
Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία ανήλθαν το 2023 στα 3,3 δισεκ. ευρώ έναντι 3,4 δισεκ. ευρώ το 2022 και 2,8 δισεκ. ευρώ το 2021.
Η αξία των εισαγωγών προϊόντων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2023 στα 8,4 δισεκ. ευρώ, έναντι επίσης 8,4 δισεκ. ευρώ το 2022 και 6,9 δισεκ. ευρώ το 2021.
Έτσι, το εμπορικό έλλειμμα αγαθών στο διμερές εμπόριο Ελλάδας - Γερμανίας διευρύνθηκε ελαφρώς στα 5,1. δισεκ. ευρώ έναντι 4,9. δισεκ. ευρώ το 2022.
Το μερίδιο της Γερμανίας στις συνολικές εισαγωγές της Ελλάδας διαμορφώθηκε το 2023 στο 10,4%, από 9,2% το 2022 και 11% το 2021, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών της Ελλάδας προς τη Γερμανία ενισχύθηκε το 2023 στο 6,6%, από 6,4% το 2022 και 7,3% το 2021.
Ανά κατηγορία προϊόντων, οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων προς τη Γερμανία αφορούν κυρίως καταναλωτικά αγαθά, με τη συγκεκριμένη κατηγορία να αντιπροσωπεύει το 55,3% των συνολικών εξαγωγών προς τη Γερμανία. Στις εισαγωγές τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες αποτελούν την κυριότερη κατηγορία, με το μερίδιο να διαμορφώνεται σε 50,4%.
Στις υπηρεσίες, η Ελλάδα καταγράφει διαχρονικά πλεόνασμα στο διμερές εμπόριο (3 δισεκ. ευρώ το 2022). Οι εισπράξεις από τη Γερμανία ενισχύθηκαν το 2023 σε ιστορικά υψηλό επίπεδο 4,9 δισεκ. ευρώ, έναντι 4,3 δισεκ. ευρώ το 2022.
Ιδιαίτερη παρουσία της Γερμανίας σημειώνεται στην ελληνική οικονομία στο σκέλος των άμεσων επενδύσεων. Τα συνολικά κεφάλαια από άμεσες επενδύσεις νομικών και φυσικών προσώπων κατοίκων της Γερμανίας στην Ελλάδα αυξήθηκαν στα 7,7 δισεκ. ευρώ το 2022. Οι νέες άμεσες επενδύσεις από τη Γερμανία διαμορφώθηκαν στα 948 εκατ. ευρώ το 2022, ενώ ιδιαίτερη δυναμική έχουν οι καθαρές επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελλάδα από Γερμανία, με περίπου 160 εκατ. ευρώ καθαρή επένδυση το 2022 και συνολικά πάνω από 500 εκατ. ευρώ από το 2016.
Μ. Βορίδης: Οι πιθανές νέες κρίσεις στο μέλλον θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο σύνθετες
Στην ανακοίνωση του επιμελητηρίου υπενθυμίζεται ότι, η μελέτη που εκπόνησε το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, παρουσιάστηκε στο πλαίσιο πάνελ, όπου συμμετείχαν ο υπουργός Επικρατείας, κ. Μάκης Βορίδης και το μέλος ΔΣ και Διευθυντής Ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) του Βερολίνου, καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ, Αλέξανδρος Κρητικός, ενώ τα βασικότερα συμπεράσματα σχολίασε ο υπεύθυνος Τμήματος Μακροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του ΙΟΒΕ, Σβέτοσλαβ Ντάντσεβ.
Ο υπουργός Επικρατείας, τοποθετούμενος κατά τη διάρκεια της σχετικής συζήτησης, αναφέρθηκε στη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, αποδίδοντάς την καταρχήν στην πολιτική σταθερότητα που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα, καθώς και στην πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές ώστε να εξασφαλιστούν περισσότερες επενδύσεις, περιορίζοντας την διαφθορά και απλοποιώντας τις διαδικασίες βάσει των οποίων λειτουργεί το δημόσιο.
Ο υπουργός πρόσθεσε ότι, η δυσκολία που υπάρχει η χώρα να κρατήσει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εργατικού δυναμικού, ενώ για το τραπεζικό σύστημα επισήμανε ότι η κυβέρνση υποστηρίζει τη δημιουργία ενός ακόμα τραπεζικού πυλώνα, μη συστημικού, προκειμένου να ενταθεί ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό κλάδό και να οδηγηθεί η αγορά σε χαμηλότερα επιτόκια χορηγήσεων και υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων.
Τέλος, ο κ. Μ. Βορίδης, σημείωσε την ανάγκη που υπάρχει να προτεραιοποιήσουμε το κοινό μέλλον της Ευρώπης, ώστε να είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε πιθανές νέες κρίσεις, έχοντας εξασφαλίσει χρόνο αντίδρασης. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι οι νέες κρίσεις στο μέλλον θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο σύνθετες απ' όσο η τελευταία της ενεργειακής ασφάλειας.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, μέσω βιντεοσκοπημένου μηνύματος υπογράμμισε τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, επιτυγχάνοντας ρυθμούς ανάπτυξης πολύ υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ και η Ευρώπη, σημείωσε, απέφυγε μια βαθιά ύφεση που προβλέπονταν εξαιτίας της αναγκαστικής αύξησης των επιτοκίων αλλά και των διαδοχικών κρίσεων που βιώσαμε.
Ωστόσο, παρά τη θετική αυτή εικόνα «η ελληνική οικονομία και η ευρωπαϊκή, και μέσα σ' αυτήν μεγάλες οικονομίες όπως της Γερμανίας, έχουν μπροστά τους προκλήσεις και επιλογές. Για τη δική μας χώρα για να μπορέσουμε να πετύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης που δεν θα μας κάνουν να ανησυχούμε στο μέλλον, υψηλότερους από αυτούς που είχαμε τις τελευταίες 10ετίες πρέπει να εντείνουμε πάρα πολύ τις επενδύσεις μας και τις εξαγωγές με έμφαση σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής αξίας», σημείωσε.
Σε ότι αφορά τις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, στάθηκε στους στενούς δεσμούς που έχουν δημιουργηθεί και την ανθεκτικότητά τους στις κρίσεις που βιώσαμε.
Σχολιάζοντας, τέλος, το μέλλον και τις προοπτικές της Ευρώπης συνολικά ο κ. Βέττας εμφανίστηκε αισιόδοξος υπό την προϋπόθεση όμως «να γίνουν επιλογές που θα στηρίξουν μια στροφή σε υψηλή αξία και τη συνεργασία ανάμεσα σε οικονομίες».
«Για να πετύχουμε ευημερία στην Ευρώπη, διατηρώντας και εντείνοντας τη θεσμική λειτουργία και αυτό που είναι το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι, πρέπει να επιτύχουμε μια στροφή σε υψηλότερη παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα, κάτι που δεν μπορεί να το πετύχει μια οικονομία από μόνη της, είτε αυτή είναι σχετικά μικρότερη όπως η δική μας, είτε μια σχετικά μεγαλύτερη όπως η Γερμανία. 'Αρα θα πρέπει να καλλιεργήσει ακόμα μεγαλύτερη ένταση της συνεργασίας ανάμεσα στις δυο οικονομίες, κάτι που σε βάθος χρόνου θα οδηγήσει σε πολύ μεγάλα οφέλη», υπογράμμισε ο κ. Βέττας.
Από την πλευρά του το μέλος ΔΣ και διευθυντής Ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) του Βερολίνου, καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ, Αλέξανδρος Κρητικός, στάθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης καθώς και σε αυτό της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, σημειώνοντας με έμφαση τις δυνατότητες που υπάρχουν για συνεργασίες στρατηγικού χαρακτήρα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις δύο οικονομίες στο μέλλον. Στάθηκε επίσης στη σημασία των ευρωπαϊκών σχέσεων τονίζοντας ότι θα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από ότι σήμερα, ενώ διευκρίνισε ότι η ανάπτυξη νέων διμερών συνεργασιών θα χαρακτηριστούν από περισσότερες και ισχυρότερες επενδύσεις, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης.