Κατά 10% αυξάνονται οι εξαγωγές τροφίμων από χρόνο σε χρόνο, με το θετικό εμπορικό ισοζύγιο που καταγράφεται στον κλάδο να δείχνει τη δυναμική και την αξία του για την ελληνική οικονομία, με δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης, εφόσον αντιμετωπιστούν οι βασικές προκλήσεις, στην προσπάθεια της διεθνούς ανάπτυξης των επιχειρήσεων και, ιδίως, των μικρομεσαίων που δεν εξάγουν.
Τα ελληνικά τρόφιμα έχουν θέση στο εξωτερικό, καθώς το «made in Greece» είναι πλέον ισχυρό brand σε αγορές της Ευρώπης, της Αμερικής και των Τρίτων Χωρών, με τα προϊόντα να γίνονται ανάρπαστα, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ) κ. Συμεών Διαμαντίδης, σε πάνελ συζήτησης με θέμα «Εξωστρέφεια στον κλάδο των τροφίμων», στο πλαίσιο ημερίδας του Οργανισμού «Νέα Γεωργία, Νέα Γενιά» που πραγματοποιήθηκε στην έκθεση Food & Drinks by Detrop, στη Θεσσαλονίκη.
Μιλώντας για την πορεία των ελληνικών εξαγωγών, ο κ. Διαμαντίδης ανέφερε ότι ο τζίρος των 800 επιχειρήσεων-μελών του ΣΕΒΕ είναι στα 50 δισ. ευρώ, τονίζοντας τη σημασία τους για το ΑΕΠ της χώρας.
«Οι εξαγωγές είναι πολύ σημαντικές για την εθνική μας οικονομία, καθώς, κάθε 4 μονάδες αύξησης των εξαγωγών οδηγούν σε 1 μονάδα αύξησης του ΑΕΠ, δηλαδή 2,2 δισ. ευρώ περισσότερα στην κεντρική εξουσία, ώστε να μειώσει φόρους και να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη. Το ελληνικό brand name είναι διεθνώς γνωστό και τα ελληνικά προϊόντα προτιμώνται σε όλον τον κόσμο. Αν και έχουμε μικρές κάμψεις στις εξαγωγές, τα τρόφιμα κινούνται ανοδικά και κάθε χρόνο έχουμε περίπου 10% αύξηση των εξαγωγών», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Διαμαντίδης, επισημαίνοντας ότι ο ΣΕΒΕ στέκεται δίπλα στις επιχειρήσεις-μέλη του για την ενίσχυση της εξωστρέφειάς τους.
«Φρένο» σε εξαγώγιμα τρόφιμα λόγω… Χούθι
Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και η γεωπολιτική αστάθεια αποτελούν παράγοντες που οδηγούν τις επιχειρήσεις τροφίμων, ανεξαρτήτως μεγέθους, να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους τους σχετικά με τις αγορές του εξωτερικού, όπου θέλουν να διεισδύσουν και να αναπτυχθούν.
Αναφερόμενος στις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος στην προσπάθεια της διεθνούς ανάπτυξης, ο κ. Διαμαντίδης εξήγησε ότι η παρεμπόδιση του εμπορίου από τους Χούθι επιφέρει επιπτώσεις στα τρόφιμα. Για παράδειγμα, σταμάτησαν οι εξαγωγές ελληνικών ακτινιδίων στην αγορά της Νότιας Κορέας, λόγω του αυξημένου χρόνου μεταφοράς από έναν σε δύο μήνες. «Τα ευπαθή προϊόντα δεν εξάγονται πλέον στη Νότια Κορέα», δήλωσε ο κ. Διαμαντίδης. Από την άλλη, όμως, ο πόλεμος στο Ισραήλ ευνόησε τις ελληνικές εξαγωγές τροφίμων, καθώς διακόπηκαν οι εξαγωγές της Τουρκίας προς τη συγκεκριμένη χώρα.
Το «στοίχημα» για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Με δεδομένο ότι τα ελληνικά τρόφιμα γίνονται ανάρπαστα σε αγορές της Αμερικής, της Ευρώπης αλλά και Τρίτων Χωρών, δίνονται ευκαιρίες στις επιχειρήσεις τροφίμων να εξάγουν περισσότερο, ακόμη και στις μικρομεσαίες. «Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν εξάγουν και ένας από τους στόχους του ΣΕΒΕ είναι να οδηγηθούν στις εξαγωγές, παρέχοντάς τους τα κατάλληλα εργαλεία, ώστε να επιτευχθεί και ο στόχος για εξαγωγική επίδοση 60% έως το 2027», είπε ακόμη ο κ. Διαμαντίδης, ενώ πρόσθεσε ότι και ως χώρα πρέπει να εξάγουμε καλής ποιότητας τρόφιμα, τα οποία αναζητούν οι καταναλωτές του εξωτερικού.
Αναφέρθηκε επίσης και στην πρόταση του ΣΕΒΕ, να παράγει η Ελλάδα τις πρώτες ύλες που εισάγει, όπως το σουσάμι από την Αφρική, ώστε να μειωθεί και το εμπορικό έλλειμμα. «Προτείνουμε να γίνει καταγραφή των πρώτων υλών που χρειάζεται ο δευτερογενής τομέας και εισάγονται, να δοθούν κατευθύνσεις στους Έλληνες και ιδίως στους νέους παραγωγούς, προκειμένου να καλλιεργούνται στη χώρα μας», υποστήριξε ο κ. Διαμαντίδης.
Τα «αγκάθια» για τους Έλληνες εξαγωγείς
Τη δική του οπτική για τις προκλήσεις των εξαγωγικών επιχειρήσεων έδωσε, μιλώντας στο ίδιο πάνελ, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ZANAE, κ. Τηλέμαχος Πέντζος, της βορειοελλαδίτικης εταιρείας, που δραστηριοποιείται από το 1930 στη μεταποίηση ετοίμων γευμάτων, λαχανικών και προϊόντων ντομάτας. Όπως είπε ο κ. Πέντζος, το 68-70% του τζίρου της ΖΑΝΑΕ προέρχεται από τις εξαγωγές, ενώ στόχος της εταιρείας η περαιτέρω ενδυνάμωσή τους, αφού στο εξωτερικό «βλέπει» πλέον το μέλλον για την ανάπτυξή της.
Περιγράφοντας τις δυσκολίες των εξαγωγικών επιχειρήσεων τροφίμων, μίλησε για τη γεωπολιτική αστάθεια, τις υψηλές πληθωριστικές πιέσεις που έχουν αδυνατίσει τη δύναμη του καταναλωτή και δημιουργούν πρόβλημα στην κατανάλωση, τη δυσκολία στην εξεύρεση πρώτων υλών που χρειάζονται οι επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών, τους οίκους του εξωτερικού με μακροχρόνια τοποθέτηση των προϊόντων τους στις αγορές και τους οποίους καλείται να ανταγωνιστεί το ελληνικό προϊόν, τη δύσκολη και επίπονη προσπάθεια των επιχειρήσεων τροφίμων να βρουν τα κατάλληλα δίκτυα διανομής, το κόστος δανεισμού, το οποίο είναι υψηλό στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες, αλλά και το κόστος ενέργειας, το οποίο αν και έχει ομαλοποιηθεί, παραμένει ακόμη αρνητικός παράγοντας για την τελική τιμή του προϊόντος.
Χάνονται αγορές λόγω μεταφορικού κόστους
«Η ΖΑΝΑΕ ήταν, επίσης, κοντά σε συμφωνία να εξάγει προϊόντα ντομάτας στην Κίνα, η οποία όμως δεν προχώρησε, καθώς τριπλασιάστηκε το κόστος μεταφοράς. Χάσαμε τη συγκεκριμένη αγορά και αυτομάτως, τα προϊόντα μας γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικά», επισήμανε ακόμη ο κ. Πέντζος, με τον ίδιο να προσθέτει ότι για να ενισχυθούν οι εξαγωγές της εταιρείας, επενδύει στην ποιότητα, τις πιστοποιήσεις που αποτελούν «διαβατήριο» για την είσοδο σε ιδιαίτερα δύσκολες αγορές, όπως Γερμανία, Ελβετία και Αυστρία, στη βιώσιμη ανάπτυξη, συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνει στο Τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D), αναπτύσσοντας προϊόντα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του καταναλωτή.
Συντονιστής του πάνελ ήταν ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος, Entrepreneurship Development Manager του Οργανισμού «Νέα Γεωργία, Νέα Γενιά», στο οποίο συμμετείχε και ο Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) κ. Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, με την τοποθέτησή του να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάγκη στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, ως προς την εξωστρέφειά τους για τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.