Οι εκτιμήσεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας μας τη χρονιά που έφυγε, κινούνται σε όλο και υψηλότερα επίπεδα, φτάνοντας ακόμη και το 10%. Μετά το εφιαλτικό 2020, μια τόσο μεγάλη ανάπτυξη μόνο ανακούφιση μπορεί να προκαλεί. Παρ' όλα αυτά, ας μη βιαστούμε να πανηγυρίσουμε. Αρκεί να σκεφθούμε ότι, ακόμη και με ανάπτυξη 10%, «μόλις και μετά βίας» θα ανακτήσουμε τα εισοδήματα του 2019, ενώ στο χρέος μας θα έχουν προστεθεί τα περίπου 40 δισ. ευρώ του πακέτου στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Έτσι, με χρέος 200% του ΑΕΠ και πρωτογενές έλλειμμα που όλα δείχνουν ότι θα ξεπεράσει το 7%, το 2022 προμηνύεται δύσκολο.
Η κατάσταση γίνεται χειρότερη, αν προσθέσουμε τα νέα προβλήματα που έφερε η πανδημία, με κυριότερα την παραλλαγή όμικρον, τη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας και τον πληθωρισμό, που μας απειλεί πλέον με άνοδο των επιτοκίων. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, τα όπλα με τα οποία θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις δυσκολίες, δεν είναι ευκαταφρόνητα. Η εισροή ευρωπαϊκών πόρων θα φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ, ενώ η ΕΚΤ και ο ESM θα συνεχίσουν να κρατούν χαμηλά το κόστος του δανεισμού μας.
Οι προσδοκίες για το 2022
Οι εκτιμήσεις των περισσότερων έγκυρων αναλυτών, για το 2022 είναι αρκετά αισιόδοξες: Η ανάπτυξη, η οποία τοποθετείται μεταξύ 4% και 5%, θα ωθήσει το ΑΕΠ κοντά στα 190 δις (από 166), θα περιορίσει το χρέος στο 190% (από 200%) και θα δώσει τη δυνατότητα μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος στο 1% ως 1,5% (από 7% το 2021) και της ανεργίας στο 14,5% (από 16%). Τέλος, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 22%, έναντι μόλις 12% το 2021.
Δεν είναι η ιδανική εικόνα, αλλά (αν επαληθευτούν αυτές οι προσδοκίες) θα κάνουμε ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης των μεγάλων και χρόνιων προβλημάτων μας.
Ιδιαίτερα οι επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, θα εντάσσονται κατά κύριο λόγο (60%) στους τομείς της ψηφιακής και της πράσινης οικονομίας. Έτσι, η ελληνική οικονομία δεν θα «εισπράξει» μόνο τα συνήθη ωφέλη που πηγάζουν απο νέες επενδύσεις, αλλά (κυρίως) θα βελτιώσει τη δομή της και κατ επέκταση τη μακροπρόθεσμη προοπτική της. Βέβαια, υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες για την ικανότητα του κράτους και του χρηματοοικονομικού μας τομέα, να διοχετεύσουν με τη δέουσα ταχύτητα τους πιο πάνω πόρους στην οικονομία, αλλά με αυτούς τους μηχανισμούς θα πορευτούμε.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, βασική προϋπόθεση για να προσελκύσουμε επενδυτές και να αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά τα τεράστια κεφάλαια που έχει εγκρίνει για εμάς η ΕΕ, είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και μάλιστα με ταχύτερο βηματισμό.
Επίλογος
Με τη δρομολόγηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, μας παρέχεται μια πολύ σπουδαία ευκαιρία να αναδιαρθρώσουμε και να ισχυροποιήσουμε την οικονομία μας, ξεκινώντας από το 2022. Επίσης, η ΕΚΤ, με την απόφαση της να μας βάλλει κατ εξαίρεση στην ποσοτική χαλάρωση, δημιουργεί για εμάς ένα απάνεμο χρηματοοικονομικό περιβάλλον, που μας επιτρέπει να εξυπηρετούμε το τεράστιο χρέος μας με χαμηλό κόστος. Σε όλα αυτά να προσθέσουμε και τη νομισματική σταθερότητα που μας εξασφαλίζει το ευρώ (δείτε τι γίνεται με την τουρκική λίρα). Πρόκειται για μια πολύ ευνοϊκή και σπάνια συγκυρία. Ας μην τη χάσουμε.
Βέβαια, οι κίνδυνοι δεν λείπουν και είναι σημαντικοί. Όπως π.χ. η νέα παραλλαγή της πανδημίας και ο πληθωρισμός, που όμως φαίνεται ότι θα ξεθωριάζουν με τον καιρό. Επίσης, το γεγονός ότι το 2022 απέχει μόλις έναν χρόνο από τις επόμενες εκλογές, εγκυμονεί τον κίνδυνο επικράτησης πνεύματος παροχολογίας και μείωσης της διάθεσης πραγματοποίησης των αναγκαίων τομών, κυρίως εκείνων που έχουν «πολιτικό κόστος». Ας ευχηθούμε να αποφύγει η κυβέρνηση αυτό τον πειρασμό και να λειτουργήσει με κριτήριο το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας. Η οικονομία μας δεν αντέχει ούτε μεγάλα πακέτα ενισχύσεων, ούτε αναστολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
* O Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής