Εννέα ιστορίες απώλειας που ενέχουν εντούτοις όλες το βαθύ κι αλύτρωτο αίσθημα της ενοχής. Από τον συγγραφέα που κουβαλά την γερμανική ενοχή σε κάθε βιβλίο του.
Bernhard Schlink «Χρώματα του αποχωρισμού», Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική, σελ. 248
Γεννημένος το 1944 στο Mπίλεφελντ της Γερμανίας και μεγαλωμένος στη Χαϊδελβέργη και στο Μάνχαϊμ, ζώντας ανάμεσα σε Βερολίνο και Νέα Υπόρκη, όντας Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ο Mπέρνχαρντ Σλινκ την κουβαλά την γερμανική ενοχή σε κάθε βιβλίο του. Είτε πρόκειται για το αριστουργηματικό «Διαβάζοντας στη Χάννα» (Κριτική, 1998) με την ιδιότυπη διπλή ενοχή, είτε για την ανατρεπτική του «’Ολγα» (Κριτική, 2018) ήταν και παραμένει ο ανατόμος της Γερμανικής Ιστορίας και Ψυχής.
Στα «Χρώματα του αποχωρισμού» αναφέρεται στην προσπάθεια να κλείσεις, αποχαιρετώντας, τις άλυτες σχέσεις. Εννέα ιστορίες απώλειας που ενέχουν εντούτοις όλες το βαθύ κι αλύτρωτο αίσθημα της ενοχής. Διότι ευκολότερα αποχαιρετάς δια παντός τους αποδεδειγμένα αγαπημένους σου, και δυσκολότερα, έως ποτέ, τους νεκρούς σου όταν δεν έχετε εξηγηθεί, δεν έχεις απολογηθεί. Η νομοτέλεια της ζωής, με τον δικό της ακριβοδίκαιο και αλλόκοτο τρόπο, επαναφέρει ξανά και ξανά στο προσκήνιο το πρόβλημα, ακόμα κι όταν ο άλλος δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Όπως συμβαίνει στο πρώτο διήγημα του βιβλίου, την «Τεχνητή νοημοσύνη» με τον ήρωα να τρέμει ακόμα και μετά τον θάνατο του φίλου του, να μην ανοίξει τους φακέλους της Στάζι η κόρη του και ανακαλύψει την προδοσία που τον έκανε να μη καταφύγει στη Δύση και να μπει φυλακή. Εκ των υστέρων, οι εξηγήσεις πολλές, μάλλον τα ζωτικά άλλοθι που εφεύρει ο καθένας μας για να καθησυχάσει την συνείδησή του που αγρυπνά μια ζωή: «δεν ήθελα να χάσω τον φίλο μου». «Όμως μετά ήμουν διαρκώς δίπλα του και τον βοηθούσα μέχρι την τελευταία στιγμή». Τίποτα, ωστόσο, δεν επαρκεί για να κλείσει η αρχαία πληγή.
Στο «Πικ νικ με την Άννα», επίσης ο αποχωρισμός είναι αδύνατος για τον ήρωα, διότι αν είχε φωνάξει η Άννα θα είχε σωθεί. Ωστόσο πιστεύοντας ότι πρόκειται για τον συνηθισμένο καυγά εραστών, πληγωμένος από τη σχέση τους που πια ήταν για τη μικρή Άννα αδιάφορη ή χαλαρή, την εγκατέλειψε αβοήθητη προσποιούμενος ότι δεν είχε δει.
Στην «Αδελφική μουσική», ο αποχωρισμός αφορά ένα ιψενικό τρίγωνο, κατά κάποιον τρόπο, με νεκροζώντανη πάλι την αδελφική ενοχή. Κανένας δεν το είδε όταν συνέβη, κι όμως εκείνο το κοριτσάκι που έσπρωξε τον αδελφό της κάποτε, θυσιάζει για κείνον τα πάντα, και τον αγαπημένο της, για μια ζωή.
«Το μενταγιόν» αναφέρεται στην συζυγική ενοχή. Ένας άντρας που κάποτε εγκατέλειψε την γυναίκα του για τη νταντά των παιδιών, επανέρχεται βαρύτατα άρρωστος πριν πεθάνει για να της παραδώσει το μενταγιόν της μάνας του, ζητώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο συγγνώμη για σχέσεις που κάποτε διέκοψε βίαια, είπαμε, τις άλυτες σχέσεις μας αποχαιρετούμε διαρκώς μια ζωή.
Στην «Κόρη αγαπημένη» το θέμα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο διότι η κόρη που δεν είναι κόρη, αποκτά τελικά ένα δικό του παιδί. Όλοι μοιάζουν ικανοποιημένοι στο τέλος, εκτός από τον ήρωα που βασανίζεται από ενοχή. Αλλά ποιος ξέρει… «Συμβαίνει τόσο συχνά από κάτι σωστό να προκύπτει κάτι λάθος. Γιατί κατά τον ίδιο τρόπο, να μην μπορεί από κάτι που είναι λάθος να γεννηθεί κάτι σωστό;»
«Το Καλοκαίρι στο νησί» είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, ο μικρός πρωταγωνιστής στις διακοπές με την μητέρα του στο νησί ανακαλύπτει τον έρωτα, την δική του σεξουαλικότητα και την απιστία της μητέρας του. Φυσικά, δεν θα μιλήσει, αλλά θα τον καταδιώκει ωστόσο για μια ζωή.
Στο «Daniel, my brother» αποδεικνύεται ότι το παρελθόν δεν είναι τετελεσμένη ζωή. Μετά την διπλή αυτοκτονία του αδελφού του με την σύζυγό του, ο μικρότερος αδελφός βασανίζεται με αισθήματα εγκατάλειψης, μέχρι τη στιγμή που ένας πίνακας θα σταθεί η επαλήθευση της αγάπης του, και η σχέση θα μπορέσει, έστω μετά θάνατον, να λυθεί.
Στις «Γεροντικές κηλίδες» δυο παλιοί εραστές ξαναβρίσκονται και αποδέχονται τα γεράματα, σε μια ερωτική ιστορία οι εκδοχές είναι δύο, ο καθένας βιώνει με ό,τι έχει, με εκείνο που είναι τον έρωτα, η προδοσία κι η ενοχή ξεκινούν σχεδόν από αόρατη γραμμή.
Στην «Επέτειο» ο συγγραφέας και η μούσα του στην επέτειο ζουν μετά φόβου την εκ των πραγμάτων εύθραυστη ερωτική τους ζωή. Διότι μερικές φορές κι εκείνο το ανακουφιστικό του Ιερού Αυγουστίνου «Αγάπα, και κάνε ό,τι θέλεις», δεν επαρκεί.
Εν κατακλείδι, εκείνο που απομένει είναι η διαπίστωση ότι «το γράψιμο είναι φυγή». Και το αδιέξοδο που προκύπτει όταν εκείνος που το μπορεί, δεν μπορεί να ξαναγράψει, εγκλωβισμένος αδιάκοπα στην δική μου μύχια ανοιχτή πληγή.
Ο Μπέρντχαρντ Σλινκ, συγγραφέας λεπτών αποχρώσεων, έχει την δική του λοξή ματιά στον κόσμο και στη ζωή. Γνωρίζοντας καλά την τέχνη του αστυνομικού μυθιστορήματος, μπορεί και αποδεικνύει το πόσο άλυτη εξίσωση μπορεί να είναι η κάθε ζωή.
Με χαρακτήρες που ζωντανεύει με ελάχιστα βασικά, πυροδοτεί καταστάσεις σχεδόν αθέατες αρχικά και τους προσδίδει την δέουσα δραματικότητα, το δράμα της διαφορετικής επιλογής, εκδοχής. Αποδεικνύοντας, για μια ακόμα φορά, πως είναι ο ανατόμος της συγκρουσιακής ψυχής.
Μη ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Mπέρνχαρντ Σλινκ γεννήθηκε το 1944 στο Mπίλεφελντ της Γερμανίας και μεγάλωσε στη Χαϊδελβέργη και στο Μάνχαϊμ. Είναι νομικός, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, ζει στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Πετυχημένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων -έχει ήδη βραβευθεί για δύο βιβλία του, "O γόρδιος φιόγκος" και "H εξαπάτηση του Zελμπ"- ο Σλινκ εξέπληξε κριτικούς και αναγνώστες και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για το "Διαβάζοντας στη Xάννα", που αποτέλεσε το μεγαλύτερο εκδοτικό γεγονός του 1995 όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για τα παγκόσμια γράμματα, αφού μεταφράστηκε σε 28 γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Stephen Daldry με τίτλο "Σφραγισμένα χείλη" (The Reader) και κέρδισε το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Kate Winslet. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες. Το Μάιο του 2002 ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας απέδωσε στον Μπ. Σλινκ τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.
Διότι τα εγκλήματα του Χίτλερ τα έζησαν μέχρι τα φυλλοκάρδια τους οι ευαίσθητοι Γερμανοί. Ενδεχομένως αν ο Σλινκ ήταν άλλης εθνικότητας να ήταν αλλιώς το χρώμα του αποχωρισμού και ίσως να έλειπε η ενοχή.