«Σε καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν εκτιμούν τόσο πολύ τον Βλαντιμίρ Πούτιν όσο στην Ελλάδα». Έτσι ξεκινά πρόσφατο άρθρο, το οποίο υπογράφει Γερμανός δημοσιογράφος εγκατεστημένος στην Ελλάδα από το 1995. Αν και το κείμενο, που αναπαράγει η Deutsche Welle, δεν αποπνέει απόλυτη βεβαιότητα, αποδίδει την αξιοπρόσεκτη ιδιαιτερότητά μας στην «κοινή θρησκεία» και σε «ιστορικούς» λόγους με μόνη συγκεκριμένη αναφορά στη ρωσική συμβολή στην ανεξαρτησία της Ελλάδος (Ναβαρίνο).
Στην πραγματικότητα, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίον μια πολύ μεγάλη μερίδα Ελλήνων αντιμετωπίζει με συμπάθεια ηγέτες, όπως ο Πούτιν σήμερα, ο Μιλόσεβιτς ή ο Τσάβες χθες, ο Κάστρο ή ο Νάσερ προχθές, ανάγεται στο γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται να ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στη Δύση. Δεύτερο, αξιοπρόσεκτο, κοινό σημείο τους, αποτελεί η περιφρόνησή τους για τη δημοκρατία.
Ο κοινός παρονομαστής όσων αρνούνται να καταδικάσουν την πολιτική του Πούτιν ή/και κατηγορούν τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τον πόλεμο στη Ουκρανία είναι μια σαφής αντιδυτική προδιάθεση. Ως στοιχείο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας ο αντιδυτικισμός έχει πράγματι βαθιές ρίζες και διαπερνά οριζόντια όλους τους πολιτικούς χώρους, έστω και αν εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση στα άκρα του πολιτικού φάσματος (βλ. π.χ. την έρευνα της Public Issue της 17.03.22).
Βεβαίως, οι ρίζες του αντιδυτικισμού περιλαμβάνουν και το κοινό θρησκευτικό υπόβαθρο, το οποίο δεν θα ασκούσε τέτοια επίδραση αν δεν το καλλιεργούσαν συστηματικά ιερωμένοι και «γέροντες» της Αθωνικής Πολιτείας.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο κατά πόσον τη στάση τόσο μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης επηρεάζει η ανάμνηση της ρωσικής συμμετοχής στην τριάδα των Δυνάμεων που εξασφάλισαν την ίδρυση ελληνικού κράτους, με την επέμβαση των στόλων τους στο Ναβαρίνο. Αν μη τι άλλο, τον καθοριστικότερο ρόλο είχε παίξει τότε η Μεγάλη Βρετανία, η οποία μάλλον δεν συγκαταλέγεται στις προσφιλείς μας ξένες δυνάμεις (βλ. παλαιότερο κείμενό μου με τίτλο «Το “παράδοξο” της ρωσοφιλίας των Ελλήνων»).
Όπως έχει επισημάνει και ο Σάκης Μουμτζής, η ρωσοφιλία των Ελλήνων επικάθεται πάνω στο αστάρι του αντιδυτικισμού. Το φαινόμενο αυτό, παρακλάδι του οποίου είναι ο εθνικός μας αντιαμερικανισμός, ιστορικά μπορεί να αναχθεί ακόμα και στα σχίσματα των Εκκλησιών ή την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204. Για να κατανοήσουμε, όμως, την τρέχουσα δυναμική του πρέπει να ανατρέξουμε σε δύο τραυματικά γεγονότα της μεταπολεμικής μας Ιστορίας.
Για μεν την Αριστερά, το γενεσιουργό γεγονός υπήρξε η ήττα της στον Εμφύλιο, η οποία, ιδίως το κρίσιμο 1944, οφειλόταν στην επέμβαση δύο δυτικών δυνάμεων, της Βρετανίας και, εν συνεχεία, των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για δε το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, το τραύμα που προκάλεσε την «ψυχικήν έξοδον» από τη Δύση (με τα λόγια του Γεωργίου Παπανδρέου) υπήρξε η ματαιωμένη διεκδίκηση της Κύπρου, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Στην αφετηρία του αγώνα για την Ένωση της μεγαλονήσου είχε καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, τουλάχιστον, όφειλαν να στηρίξουν το δίκαιο αυτό αίτημα το ελληνισμού. Ο,τιδήποτε λιγότερο ερμηνευόταν ως περιφρόνηση των «εθνικών μας δικαίων».
Για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, τα πράγματα εξελίχθηκαν ακόμα πιο δυσάρεστα, με την εμπειρία των επεμβάσεων στην ελληνική πολιτική ζωή, εξαιτίας της οποίας η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων θα ερμήνευε τα δεινά της περιόδου 1967-74 (πάλι με επίκεντρο την Κύπρο) ως αποτέλεσμα αμερικανικού δάκτυλου παρά κακών ελληνικών χειρισμών.
Τα τελευταία χρόνια, ο αντιδυτικισμός αυτός, ο οποίος αναβιώνει τελετουργικά κάθε 17η Νοέμβρη, εκδηλώθηκε σε κάθε διεθνή κρίση αλλά και στη διάρκεια του «αντιμνημονιακού αγώνα» της περιόδου 2010-15. Το ενδιαφέρον είναι ότι αποδεικνύεται ανθεκτικό σχήμα πρόσληψης των εξελίξεων ακόμα και σε μια περίπτωση κατάφωρης εγκληματικής δράσης ενός κράτους, όπως αυτή που παρατηρούμε σήμερα στην Ουκρανία.
Εξίσου ενδιαφέρον, και ανησυχητικό, είναι η διαπίστωση ότι ο αντιδυτικισμός συνυπάρχει σε μεγάλη έκταση με τις ανορθολογικές τάσεις που εκδηλώθηκαν με την άρνηση της πανδημίας και την απόρριψη του εμβολιασμού, τάσεις που επίσης διαπερνούν οριζόντια όλο το πολιτικό φάσμα, με σαφή ένταση στα άκρα του.
Αν συνδυαστεί με την αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία που ήδη πλήττει την πλειονότητα του πληθυσμού, το μίγμα αυτό ανορθολογισμού μπορεί και πάλι να καταστεί εκρηκτικό, ικανό να αποσταθεροποιήσει το δημοκρατικό μας σύστημα, όπως λίγο έλειψε να συμβεί την περίοδο 2010-15.
Επομένως, παράλληλα με τα μέτρα στήριξης των (κατά τεκμήριο πάντα) ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, η σημερινή ηγεσία καλείται να δώσει μια παρατεταμένη μάχη στο πεδίο των ιδεών. Μάχη δύσκολη αλλά όχι εκ των προτέρων χαμένη, στο μέτρο που, ακόμα και οι θαυμαστές του Πούτιν δύσκολα θα επέλεγαν να «ψηφίσουν» Ρωσία ως την ιδανική χώρα για να ζήσουν αυτοί και, κυρίως, τα παιδιά τους.
*Ο καθηγητής Γιάννης Στεφανίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου Ψυχρός Πόλεμος (εκδόσεις ΕΑΠ, 2021)