Πολυεπίπεδη αποδεικνύεται η προστασία από τον εμβολιασμό, καθώς δημιουργεί ασπίδα προστασίας έναντι ακόμα και των ψυχολογικών επιπτώσεων της Covid 19, όπως προκύπτει από τη μοναδική στο είδος της έρευνα που διενήργησαν στην Ελλάδα το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακρίβειας «Κώστας Στεφανής» (ΕΠΙΨΥ) και το Ινστιτούτο Πολιτικής Υγείας με την υποστήριξη της πρωτοβουλίας «Breathe» (Κίνημα για την Ψυχική Υγεία της Τατιάνα Μπλάτνικ), καταγράφοντας το αποτύπωμα της πανδημίας στην ψυχική υγεία.
Η έρευνα που έγινε τον Ιούνιο του 2021 με επιστημονική ομάδα που αποτελείται από τον καθηγητή πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκο Σουλιώτη, Κοσμήτορα της Σχολής Πολιτικών και κοινωνικών Επιστημών, την ψυχολόγο και συντονίστρια της μονάδας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχοκοινωνικής Φροντίδας του ΕΠΙΨΥ Λίλη Πέππου, την Καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονικά υπεύθυνη της μονάδας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχοκοινωνικής Φροντίδας του ΕΠΙΨΥ, Μαρίνα Οικονόμου, τον Θεόδωρο Γιαννούχο και τη Μυρτώ Σαμαρά με στόχους την αποτύπωση της επίδρασης της τρέχουσας πανδημίας στην ψυχική υγεία του γενικού πληθυσμού, με απευθείας σύγκριση με αντίστοιχη έρευνα που διενέργησαν οι φορείς αυτοί στην αρχή της πανδημίας, την ανάδειξη των πληθυσμιακών ομάδων που πλήττεται κατά κύριο λόγο η ψυχική τους υγεία εν μέσω COVID-19, την ανίχνευση ψυχολογικών παραγόντων που σχετίζονται με την ψυχική υγεία και την αποτύπωση των αντιλήψεων για τον ιό.
Όσον αφορά την επίδραση της πανδημίας στην ψυχική υγεία, μεταξύ 2020 και 2021 παρουσιάζεται σημαντική αύξηση των ατόμων που εμφανίζουν στρες, άγχος και κατάθλιψη μέτριου προς αρκετά σοβαρού βαθμού, δηλαδή που χρήζει παρέμβασης, είτε φαρμακευτικής είτε ψυχολογικής, από ειδικό ψυχικής υγείας. Ειδικότερα, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που εμφάνιζε στρες μέτριου προς αρκετά σοβαρού βαθμού το 2020 ήταν 12,7% ενώ το 2021 ανήλθε σε 22,5% (μία αύξηση της τάξεως του 77%). Τα αντίστοιχα ποσοστά για το άγχος είναι 15,1% το 2020 και 26,4% το 2021 (αύξηση 74%) και για την κατάθλιψη 21,2% το 2020 και 29% το 2021 (αύξηση της τάξεως του 37%).
Επομένως, θα έλεγε κανείς ότι έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, οι ανάγκες του γενικού πληθυσμού για υπηρεσίες ψυχικής υγείας είναι αυξημένες, ενώ συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες αναδύονται ως οι πιο επιβαρυμένες αυτή τη χρονική περίοδο: Οι γυναίκες, οι κάτοικοι των αστικών περιοχών, τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και όσοι έχουν χαμηλό εισόδημα.
Εμβόλιο και Ψυχική Υγεία
Στη μελέτη διερευνήθηκε επίσης η συσχέτιση ανάμεσα στον εμβολιασμό (όσους είχαν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό, όσους είχαν κάνει τη μία δόση, όσους δεν είχαν σκοπό να εμβολιαστούν, όσους το ανέβαλαν για αργότερα και όσους είχαν προηγουμένως νοσήσει και επομένως είχαν φυσική ανοσία).
Όπως αναφέρει η ψυχολόγος και συντονίστρια της μονάδας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχοκοινωνικής Φροντίδας του ΕΠΙΨΥ και βασικό μέλος της επιστημονικής ομάδας Λίλη Πέππου: «από τα αποτελέσματα της μελέτης προκύπτει ότι ο εμβολιασμός σχετίζεται με την ψυχική υγεία, ακόμα κι όταν ληφθούν υπόψιν και άλλες μεταβλητές. Ειδικότερα, όσοι είχαν εμβολιαστεί και εκείνοι με φυσική ανοσία εμφάνισαν τα χαμηλότερα επίπεδα στρες, άγχους και κατάθλιψης συγκριτικά με όλες τις ομάδες (μερικός εμβολιασμός, αρνητές και αναβλητικοί).
Η ανοσία, είτε φυσικά είτε μέσω του εμβολίου, προσφέρει μια προστασία από τη σοβαρή COVID-19 και επομένως μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερα επίπεδα στρες, αλλά και άγχους. Με την ανοσία μειώνεται και η αντικειμενική (στρες) και η υποκειμενική (άγχος) απειλή από τον ιό. Ακόμα και ο μερικός εμβολιασμός οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα στρες και άγχους συγκριτικά με τον μη εμβολιασμό. Αντίθετα ως προς την κατάθλιψη, ο μερικός εμβολιασμός δεν προσέφερε κάποια διαφορά στα επίπεδα κατάθλιψης συγκριτικά με τους μη εμβολιασμένους, πιθανώς διότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα σχετίζονται με τα περιοριστικά μέτρα, που αφορούσαν εξίσου και τους μη εμβολιασμένους και τους μερικά εμβολιασμένους.
Επομένως, κατά ενδιαφέροντα τρόπο, το στρες και το άγχος που βιώνει ο πληθυσμός θα μπορούσε να σχετίζεται με την υποκειμενική και αντικειμενική απειλή του ιού, ενώ η κατάθλιψη με την απώλεια, της κανονικότητας και των ελευθεριών λόγω των περιορισμών. Τέλος, όσον αφορά τους μη εμβολιασμένους, όσοι ανέβαλαν τον εμβολιασμό είτε από φόβο για το εμβόλιο είτε επειδή δεν μπορούσαν στη συγκεκριμένη φάση να εμβολιαστούν είχαν χαμηλότερα επίπεδα άγχους, στρες και κατάθλιψης από τους αρνητές. Πιθανώς οι αρνητές να έχουν επιβαρυμένη ψυχική υγεία και εξαιτίας του θυμού και της περιθωριοποίησης που βιώνουν εξαιτίας της άρνησής τους να εμβολιαστούν».
Αντιλήψεις για τον ιό και θεσμική εμπιστοσύνη
Επιπλέον, η μελέτη κατέγραψε και τις αντιλήψεις των πολιτών για τον ιό καθώς και τις απόψεις τους σχετικά με τη διαχείριση της πανδημίας, παρουσιάζοντας ευρήματα τα οποία, συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα των δύο προηγούμενων μελετών, συμβάλουν, μεταξύ άλλων, στην ερμηνεία των στάσεων και των συμπεριφορών απέναντι στα μέτρα που λαμβάνονταν καθ’ όλη αυτή την περίοδο. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και εν των επιστημονικών υπευθύνων της έρευνας κ. Κυριάκος Σουλιώτης: «είναι αξιοσημείωτο το ότι το ποσοστό όσων υιοθετούν την άποψη ότι “ο ιός είναι κατασκευασμένος και η διασπορά του υπηρετεί κάποιο σκοπό” σημειώνει αύξηση από 24,4% το 2020 σε 28,8% το 2021.
Περαιτέρω, ενώ τον Απρίλιο του 2020 το 40,4% δηλώνουν ότι η εμπιστοσύνη τους στο κράτος και τους θεσμούς του (που σχετίζονται με την πανδημία) αυξήθηκε από την έναρξή της, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους το 52% δηλώνουν ότι αυτή μειώθηκε ενώ τον Ιούνιο του 2021 μείωση καταγράφεται από το 61,6%. Η τάση αυτή αντανακλά την κόπωση της κοινωνίας από την πανδημία, η οποία δεν φαίνεται να περιορίζεται από το εμβολιαστικό πρόγραμμα, το οποίο αξιολογείται θετικά από το 53,4% του πληθυσμού που συμμετείχε στη μελέτη. Ωστόσο, μία ακόμα αντίφαση συνίσταται στο ότι έναν χρόνο μετά την έναρξή του, το 8,3% δηλώνουν «αρνητές του εμβολίου», ποσοστό το οποίο είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο που κατέγραψε η μελέτη που διενεργήθηκε πριν τον αντι-Covid εμβολιασμό (6,1%)».
Τέλος, όπως σημειώνει η Καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιστημονικά υπεύθυνη της μονάδας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχοκοινωνικής Φροντίδας του ΕΠΙΨΥ, Μαρίνα Οικονόμου: «Η ελληνική κοινωνία είναι αντιμέτωπη με διαδοχικές κρίσεις, οι οποίες πολλαπλασιαστικά έχουν εξαντλήσει τα ψυχικά αποθέματα του πληθυσμού. Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις είναι ανησυχητικές, όπως διαφαίνεται και από τα στοιχεία της μελέτης, αλλά και από την απουσία κοινωνικής συνοχής με την έξαρση των περιστατικών βίας και την εδραίωση του κοινωνικού στίγματος.
Ωστόσο, οι κρίσεις αυτές υπογραμμίζουν τόσο την αναγκαιότητα όσο και την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί για την άμβλυνση των ψυχοκοινωνικών συνεπειών: ορθή και επιστημονική ενημέρωση του πληθυσμού, καταπολέμηση του στίγματος, ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου και καλλιέργεια της ψυχικής ανθεκτικότητας, όχι μόνο της ατομικής, αλλά της συλλογικής. Πρέπει να στοχεύσουμε στη δημιουργία υγιών κοινοτήτων».