Την άποψη ότι μπαίνουμε σε μια διαδικασία του Β' Παγκόσμιου Ψυχρού Πολέμου και θα γίνουν ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που θέλει ο Πούτιν, εξέφρασε η Άννα Διαμαντοπούλου, πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ για το μέλλον του Κοινωνικού Κράτους, πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, πρώην επίτροπος στην Κομισιόν και πρώην υπουργός, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα.
Η κ. Διαμαντοπούλου ανέφερε ότι θα υπάρξει σημαντικός εξοπλισμός σε όλα τα σύνορα των Βαλτικών χωρών από πλευράς ΝΑΤΟ, γιατί, όπως είπε «είναι προφανές ότι όπως μπήκε στην Ουκρανία και στη Γεωργία, θα μπορούσε να μπει και στη Λιθουανία», προσθέτοντας ότι θα γίνει κάθε προσπάθεια για απεξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από το ρωσικό φυσικό αέριο. Επιπλέον, όπως είπε, η Σουηδία και η Φινλανδία – που ήταν ουδέτερες χώρες -θα ενταχθούν με συνοπτικές διαδικασίες στο ΝΑΤΟ, καθώς «μπαίνουμε σε μια φάση όπου δεν χωρά ουδετερότητες».
Μάλιστα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «ζητείται ο Τσώρτσιλ του 21ου αιώνα», εξηγώντας πως ήταν μια εμβληματική μορφή που σε μια συγκεκριμένη στιγμή ύψωσε το μέγεθος και τη δύναμη της Βρετανίας απέναντι στον Χίτλερ για να υπερασπιστεί την ελευθερία, ενώ είχε αρνηθεί τη συμφωνία που του είχε προτείνει ο Χίτλερ. «Υπάρχει σήμερα έστω και μια χώρα που θα δεχόταν να μπει ένα τάγμα ή ένας λόχος σε στρατιωτική δράση για να υποστηρίξει την Ουκρανία; Καμία. Έχουν αλλάξει τα δεδομένα, έχει αλλάξει το αίσθημα της υποστήριξης και της υπεράσπισης με στρατιωτικά μέσα. Έχουμε περάσει πολλές δεκαετίες ειρήνης, ευημερίας και χαλάρωσης», υπογράμμισε.
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον Μακρόν λέγοντας ότι προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του ηγέτη που κινεί μια Ευρώπη η οποία πρέπει να γίνει κυρίαρχη απέναντι στη Ρωσία, αλλά ο Γάλλος πρόεδρος «ούτε στη χώρα του δεν μπορεί να πείσει ότι μπορούμε να σηκωθούμε στα όπλα για να υποστηρίξουμε Ευρώπη και ελευθερίες».
Η κ. Διαμαντοπούλου χαρακτήρισε «ουσιαστικό λάθος» την κριτική που ασκείται στην Ευρώπη ότι «δεν μιλάει», «κοιμάται» και «δεν αντιδρά», επισημαίνοντας ότι η ΕΕ είναι η μόνη λύση και η «μόνη ασπίδα», και πρέπει να πάρει τις διαστάσεις της ολοκληρωμένης και αυτοδύναμης Ένωσης, που σημαίνει κοινή εξωτερική πολιτική και στρατό. «Πρέπει να επιστρέψουμε στην Ευρώπη να κάνει βήματα μπροστά», διεμήνυσε, υπενθυμίζοντας ότι οι ίδιες οι ευρωπαϊκές χώρες που απαρτίζουν την Ευρώπη, θέλουν η κάθε μια να έχει τη δική της εξωτερική πολιτική, όπως το έδειξαν καθαρά πριν 20 χρόνια όταν απέρριψαν την προσπάθεια να αλλάξει η συνθήκη της ΕΕ και να έχει μια μορφή Συντάγματος. «Στην Ελλάδα θα θέλαμε να έχει η Ευρώπη μια κοινή εξωτερική πολιτική, να μην ασκούμε βέτο και να λαμβάνονται αποφάσεις με πλειοψηφία;», διερωτήθηκε.
Αυτό, όπως είπε, σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια λογική αυτόνομης κυριαρχίας και ευρωπαϊκής συνείδησης, δηλαδή όπως έχουμε την εθνική μας συνείδηση, πρέπει να έχουμε εξίσου ευρωπαϊκή. Έφερε ως παράδειγμα τα αρνητικά σχόλια στον Τύπο των χωρών της Βαλτικής για τις κυρώσεις της Ευρώπης κατά της Ρωσίας. «Όπως κάνουμε εμείς όταν παίρνονται αποφάσεις και μέτρα για την Τουρκία. Εμείς “βγαίνουμε από τα ρούχα μας” γιατί βλέπουμε ότι αυτό δεν φέρνει αποτελέσματα, οι άλλοι που βρίσκονται στην άλλη άκρη της Ευρώπης διαβάζουν μια είδηση, δεν είναι κάτι τρομερό», διευκρίνισε.
Ερωτηθείσα εάν η Μόσχα επιχειρήσει να τοποθετήσει μια δική της «κυβέρνηση-μαριονέτα» στο Κίεβο, η πρώην κοινοτική επίτροπος εξέφρασε φόβους ότι «θα αρχίσει ανταρτοπόλεμος και μεγάλη εσωτερική αναστάτωση», γιατί «οι Ουκρανοί έχουν περάσει πολλά ως λαός και έχουν περάσει πολλά και από τους Ρώσους, έχουν μια περίεργη σχέση αγάπης και μίσους, με πολλά κοινά εθνικά στοιχεία και μεγάλη ταλαιπωρία». «Δύσκολα δεν θα υπάρξει αντίσταση, εκτός αν είναι τόσο μεγάλη η επιβολή και τόσος πολύς ο στρατός που δεν θα κουνιέται φύλλο. Αλλά πόσο μπορεί να κρατήσει υπό την κατοχή της και να ταΐσει μια χώρα όπως η Ουκρανία;», αναρωτήθηκε.
Επιπλέον, η κ. Διαμαντοπούλου μίλησε για την οικονομική κατάσταση της Ρωσίας, η οποία έχει πληθυσμό 145 εκατομμύρια κατοίκους και 1,5 τρισεκατομμύριο ΑΕΠ ενώ η Σουηδία με 10 εκατομμύρια πληθυσμό, 14 φορές λιγότερο από τη Ρωσία, έχει 600 δισεκατομμύρια ΑΕΠ, δηλαδή 3 φορές μικρότερο και η Γερμανία που έχει σχεδόν το μισό πληθυσμό της Ρωσίας, έχει 3 φορές μεγαλύτερο ΑΕΠ από τη Ρωσία.
«Ο Πούτιν που είναι 25 χρόνια στο τιμόνι της Ρωσίας, με φυσικούς πόρους τρομερούς που δεν έχει ούτε η Σουηδία, ούτε η Γερμανία, ούτε καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη, επένδυσε όλα τα έσοδα από τους φυσικούς πόρους στις μηχανές του πολέμου. Και η κατάσταση στο μέσο Ρώσο, στην Τεχνολογία και στην Οικονομία, δεν είναι συγκρίσιμη με καμία άλλη χώρα. Είναι μια μεγάλη χώρα - παρίας, που ο λαός της υποφέρει. Χθες τα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο ήταν χάλια, αλλά της Μόσχας κυριολεκτικά καταποντίστηκε. Όπως και το ρούβλι», υπογράμμισε η πρώην υπουργός.