Τη διαδικασία και τις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα προκειμένου να μεταβεί σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050, αναλύει σε άρθρο της που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις, η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ και κάτοχος έδρας UNESCO στην Κλιματική Διπλωματία, Εμμανουέλα Δούση, επισημαίνοντας ότι η υλοποίηση όλων αυτών των φιλόδοξων δεσμεύσεων συνεπάγεται δραστικές αλλαγές σε ένα πλήθος δραστηριοτήτων.
Όπως επισημαίνει η Ε. Δούση, η κυβερνητική απόφαση για την παύση λειτουργίας όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2028 αποτελεί το σημείο εκκίνησης για τη σταδιακή απεξάρτηση της Ελλάδας από τα ορυκτά καύσιμα.
Η υλοποίηση όλων αυτών των φιλόδοξων δεσμεύσεων συνεπάγεται δραστικές αλλαγές, όχι μόνο στην παραγωγή αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, στον τρόπο που μετακινούμαστε και καταναλώνουμε, αλλά και στην οικονομία των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες εξαρτώνται εδώ και δεκαετίες από τον λιγνίτη. Η Δυτική Μακεδονία και η Αρκαδία (Μεγαλόπολη) είναι δύο περιοχές της χώρας που πρωτοστάτησαν για πολλά χρόνια στην ηλεκτροδότηση της χώρας και οι οποίες αναμένεται ότι θα επηρεαστούν περισσότερο από αυτές τις εξελίξεις.
Αμφότερες αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις, όπως μακροχρόνια ανεργία, φτώχεια, υποβάθμιση του επιπέδου υγείας, έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης και ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων, απουσία εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων για την απορρόφηση του εργατικού δυναμικού, αλλά και ζητήματα ρύπανσης και αποκατάστασης των ορυχείων και του περιβάλλοντος μετά την παύση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.
Οι προκλήσεις αυτές απέκτησαν μια νέα διάσταση με την πρόσφατη κρίση της πανδημίας και την οικονομική ύφεση που την ακολούθησε. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, η μετάβαση στην εποχή μετά τον λιγνίτη θα είναι δίκαιη, χωρίς αποκλεισμούς. Γι’ αυτό τον σκοπό εκπονούνται, με τη βοήθεια αρμόδιων διεθνών οργανισμών, σχέδια «δίκαιης μετάβασης», η υλοποίηση των οποίων θα χρηματοδοτηθεί από ειδικούς μηχανισμούς, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και το Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ σημειώνει ότι έννοια της δίκαιης μετάβασης («just transition») χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στη βόρεια Αμερική, για να δηλώσει το αίτημα εκπόνησης σχεδίων στήριξης των εργαζομένων που πλήττονταν από την εφαρμογή πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος.
Έκτοτε, η σημασία της δίκαιης μετάβασης διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ τα τελευταία χρόνια συνδέθηκε ειδικότερα με τη δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όλα τα διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα που αφορούν άμεσα ή έμμεσα στην κλιματική αλλαγή και τα μέτρα για τη διαχείριση του προβλήματος, αναφέρουν τη δίκαιη μετάβαση ως μια επιταγή που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών στήριξης των πολιτών, των επιχειρήσεων και των περιοχών που πλήττονται από τα μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Για παράδειγμα, η Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή τονίζει με έμφαση στο προοίμιό της την ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι «επιταγές μιας δίκαιης μετάβασης του εργατικού δυναμικού στη νέα κατάσταση και της δημιουργίας θέσεων αξιοπρεπούς εργασίας και υψηλής ποιότητας θέσεων απασχόλησης σύμφωνα με τις εθνικά καθορισμένες αναπτυξιακές προτεραιότητες».
Αντίστοιχα, στην ανακοίνωση για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, έχοντας προσδιορίσει τον στόχο της Συμφωνίας που είναι ο μετασχηματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) σε μια δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία με μια οικονομία σύγχρονη, ανταγωνιστική και αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων και με μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έως το 2050, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι η μετάβαση αυτή πρέπει να είναι δίκαιη, δηλαδή «να δίνει προτεραιότητα στον άνθρωπο και να μεριμνά για τις περιφέρειες, τους κλάδους και τους εργαζομένους που θα έρθουν αντιμέτωποι με τις μεγαλύτερες προκλήσεις».
Κατά συνέπεια η δίκαιη μετάβαση είναι αναγκαία για τη διαδικασία απεξάρτησης από τον άνθρακα, αλλά και βασική προϋπόθεση για την επιτυχημένη υλοποίησή της. Βεβαίως, κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και αναπτυξιακές προτεραιότητες, γι’ αυτό και δεν υπάρχει ένα ενιαίο και μοναδικό μοντέλο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλες τις περιοχές όπου η εξορυκτική δραστηριότητα πλησιάζει στο τέλος της.
Η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας μετάβασης εξαρτάται από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε περιοχή, τον αρχικό βαθμό εξάρτησης της τοπικής οικονομίας από τις δραστηριότητες εξόρυξης και καύσης λιγνίτη και λιθάνθρακα, την προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων, του εργατικού δυναμικού και της τοπικής κοινωνίας, την ποιότητα και το αποτέλεσμα του κοινωνικού διαλόγου.
Κάθε περίπτωση θα πρέπει συνεπώς να αντιμετωπισθεί χωριστά μέσα από ένα σχέδιο μετάβασης που να λαμβάνει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά και τις συνθήκες κάθε περιοχής.
Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία από άλλες χώρες μας δίνει ορισμένα χρήσιμα στοιχεία. Η μετάβαση είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, η οποία απαιτεί πρώτα απ’ όλα στρατηγικό σχεδιασμό και ένα πλαίσιο πολιτικής με σαφείς στόχους και χρονοδιαγράμματα εφαρμογής. Η στρατηγική μετάβασης θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να υλοποιηθεί αν έχει τη στήριξη των άμεσα ενδιαφερομένων, οι οποίοι θα πρέπει να εμπλακούν από τα πρώτα στάδια του σχεδιασμού μέσα από έναν ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο.
Ο κοινωνικός διάλογος δεν περιορίζεται στη θεσμοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης κατά την προετοιμασία νομοσχεδίων, δηλαδή στο τελικό στάδιο μιας ρυθμιστικής πρωτοβουλίας, αλλά είναι μια ευρύτερη διαδικασία που απαιτεί χρόνο και ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων με όλους τους εμπλεκόμενους σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Κομβικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία αποτελεί η βούληση της κυβέρνησης να συνεργαστεί, να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας και να βοηθήσει στην ανεύρευση μιας ολιστικής προσέγγισης που να ικανοποιεί τις τοπικές κοινωνίες. Κρίσιμη είναι και η συνεργασία με περιβαλλοντικές οργανώσεις και εργατικά συνδικάτα.
Η εξασφάλιση χρηματοδοτικών πόρων είναι επίσης αναγκαία για την επιτυχία της δίκαιης μετάβασης.
Στη χώρα μας λειτουργεί ήδη το Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης που χρηματοδοτείται από τα δημόσια έσοδα που προκύπτουν από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπών που κατανέμονται στη χώρα, ενώ το νεοσυσταθέν Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης αναμένεται ότι θα χρηματοδοτήσει με 17,5 δισ. ευρώ τη δίκαιη μετάβαση στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αξιοποιώντας πόρους του νέου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού της περιόδου 2021-2027 (7,5 δισ. ευρώ) και του πακέτου ανάκαμψης από τον κορωνοϊό (10 δισ. ευρώ). Η κατανομή των πόρων ανάμεσα στα κράτη-μέλη τελεί ακόμη υπό διαπραγμάτευση, η οποία έχει εισέλθει σε ένα κρίσιμο στάδιο.
Μέχρι στιγμής, το μεγαλύτερο μερίδιο των πόρων προορίζεται για κράτη-μέλη που δεν έχουν αναλάβει φιλόδοξες δεσμεύσεις, όπως η Ελλάδα, πράγμα που οφείλεται στην επιλογή προβληματικών κριτηρίων κατανομής των πόρων του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε την ταχύτητα με την οποία έχουν δεσμευθεί τα κράτη-μέλη ότι θα αποδεσμευθούν από τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα, ούτε τον βαθμό εξάρτησης των τοπικών οικονομιών από τις δραστηριότητες εξόρυξης και καύσης λιγνίτη και λιθάνθρακα.
Εν κατακλείδι, η επιτυχία της δίκαιης μετάβασης προϋποθέτει μια ολιστική προσέγγιση και, κυρίως, συνεργασία και ενεργό συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων και των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες θα επηρεαστούν περισσότερο από τις επερχόμενες αλλαγές. Μόνο αν υπάρξει κοινωνική και πολιτική συναίνεση, η δίκαιη μετάβαση θα έχει ελπίδες για μια επιτυχημένη υλοποίηση.