Με βάση τα λεγόμενα του υπουργού Ενέργειας κ. Σκρέκα, οι υποδομές του Δημοσίου καταναλώνουν το ένα δέκατο της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας και, φυσικά, κοστίζουν τεράστια ποσά, ιδιαίτερα σήμερα που οι τιμές έχουν ξεφύγει. Εδώ και δεκαετίες, όλοι οι αρμόδιοι φορείς μιλούν, όχι μόνο για τον σημαντικό, αλλά και για τον παραδειγματικό ρόλο που πρέπει να έχουν οι φορείς του Δημοσίου σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης. Όμως, παρά τις νουθεσίες και τα κίνητρα που δόθηκαν κατά καιρούς, τα αποτελέσματα στην πράξη είναι απογοητευτικά. Ακόμη και το απλό και ανέξοδο μέτρο ορισμού ενός ενεργειακού υπεύθυνου στα κτίρια του Δημοσίου δεν προχωρά, με αποτέλεσμα το Υπουργείο Εσωτερικών να τρίζει τα δόντια απειλώντας με περικοπές στη χρηματοδότηση.
Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια να προχωρήσει το Δημόσιο στα αυτονόητα; Η αλήθεια είναι πως ακόμη κι όταν υπάρχει βούληση, ακόμη κι αν βρεθούν υπάλληλοι με μεράκι και συνείδηση, οι διαδικασίες του Δημοσίου σκοτώνουν συχνά και τις καλύτερες προθέσεις. Δείτε για παράδειγμα τη νομοθεσία για τις δημόσιες προμήθειες. Πόσο να αντέξει κανείς τη γραφειοκρατία;
Από την άλλη, δεν ζούμε εποχές κανονικότητας. Βιώνουμε, μεταξύ άλλων, και ένα υβριδικό ενεργειακό πόλεμο και συνεπώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σαν να βρισκόμαστε σε μια ιδιότυπη επιστράτευση. Την ίδια στιγμή, πέραν της ενεργειακής κρίσης, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σοβαρότατη κλιματική κρίση, η οποία έχει πυροδοτήσει πιο αυστηρά μέτρα σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Το σχέδιο RePowerEU της Κομισιόν, για παράδειγμα, προβλέπει υποχρεωτική εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε νέα δημόσια και εμπορικά κτίρια (με κάλυψη άνω των 250 τ.μ.) ως το 2026 και σε υπάρχοντα δημόσια και εμπορικά κτίρια (με κάλυψη άνω των 250 τ.μ.) ως το 2027. Πόσο έτοιμοι είμαστε για κάτι τέτοιο;
Τα μέτρα εξοικονόμησης και βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης μπορούν να χωριστούν γενικά σε σχετικά εύκολα (και συνήθως φθηνά) και σε δύσκολα, χρονοβόρα και δαπανηρά. Να δεχτώ ότι η αλλαγή συμπεριφοράς, αν και δωρεάν, είναι δύσκολη στην πράξη (βέβαια αν οι δημόσιοι υπάλληλοι επιβαρύνονταν οι ίδιοι για τη σπατάλη, σίγουρα κάτι θα έκαναν: Γιατί όχι και για το κοινό καλό;).
Στη φαρέτρα των εύκολων και γρήγορων σχετικά μέτρων είναι η αλλαγή στα φωτιστικά σώματα και η αντικατάσταση των ενεργοβόρων συσκευών. Είναι επίσης η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών για αυτοπαραγωγή με ενεργειακό συμψηφισμό σε κτίρια και υποδομές του Δημοσίου. Οι παρεμβάσεις στο κέλυφος των κτιρίων, αν και απαραίτητες, απαιτούν υψηλότερες δαπάνες και έχουν μεγαλύτερους χρόνους αποπληρωμής της όποιας επένδυσης.
Και που θα βρεθούν τα χρήματα για τις απαραίτητες επενδύσεις, θα αναρωτηθεί κανείς. Πέραν των διαθέσιμων πόρων κοινοτικής συνήθως προέλευσης (ΕΣΠΑ, ΗΛΕΚΤΡΑ, κ.λπ.), και πέραν των χαμηλότοκων δανείων που παρέχει (σε όσους βέβαια δεν έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια δανεισμού) το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος, αυτός της προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων.
Τόσο το κοινοτικό, όσο και το εθνικό ρυθμιστικό πλαίσιο, δίνουν πλέον τη δυνατότητα ιδιωτικής χρηματοδότησης έργων εξοικονόμησης σε δημόσιους φορείς μέσω Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ). Οι «παιδικές ασθένειες» που αφορούν αυτό το χρηματοδοτικό εργαλείο έχουν εν πολλοίς ξεπεραστεί (βλέπε για παράδειγμα την περίπτωση του οδοφωτισμού με όλες της τις παρασπονδίες και αστοχίες). Να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται. Δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες. Το Δημόσιο πρέπει επιτέλους να αναλάβει τις ευθύνες του.
* Ο Στέλιος Ψωμάς είναι Σύμβουλος σε θέματα Ενέργειας και Περιβάλλοντος